Οι κύστεις των ωοθηκών είναι ένα συχνό πρόβλημα για τις γυναίκες που βρίσκονται στην αναπαραγωγική ηλικία. Στην πλειοψηφία τους οι κύστες ωοθηκών είναι «αθώες» και εξαφανίζονται από μόνες τους, χωρίς θεραπεία, μέσα σε λίγους μήνες.
Σε ποιες περιπτώσεις μια κύστη θεωρείται επικίνδυνη και πότε πρέπει να αφαιρείται; Μας απαντά ο Μαιευτήρας – Γυναικολόγος Παναγιώτης Σκλαβούνος.
Οι κύστεις των ωοθηκών είναι συλλογές υγρού (διαφορετικής σύστασης στις διάφορες περιπτώσεις) που αναπτύσσονται εντός της ωοθήκης. Οι κύστεις των ωοθηκών μπορεί να αποκτήσουν διαφορετικά μεγέθη αναλόγως του είδους τους. Ποικίλουν από λίγα χιλιοστά μέχρι και πάνω από 30 εκατοστά. Οι κύστεις των ωοθηκών πάντα θα πρέπει να διερευνώνται ενδελεχώς.
Όλες οι κύστεις των ωοθηκών μπορούν να χωριστούν σε λειτουργικές και μη λειτουργικές.
Οι λειτουργικές κύστεις των ωοθηκών υποχωρούν κατά κανόνα μετά από 1-2 εμμηνορρυσίες (εξαφανίζονται εντελώς ή μειώνονται σε μέγεθος).
Στις μη λειτουργικές κύστεις των ωοθηκών ανήκουν:
-Τα ενδομητριώματα: πρόκειται για κύστεις που χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη εστιών ενδομητρίωσης στις ωοθήκες. Ονομάζονται και σοκολατοειδείς κύστεις λόγω της μακροσκοπικής εμφάνισης της σύστασης του περιεχομένου τους.
-Οι δερμοειδείς κύστεις ή ώριμα κυστικά τερατώματα: αφορούν σε υπολείμματα εμβρυικών κυττάρων στις ωοθήκες. Μπορεί να περιέχουν δόντια, τρίχες, κόκκαλα, θυρεοειδικό και άλλους ιστούς.
-Νεοπλασματικές κύστεις: αφορούν σε διηθητικά ή μη νεοπλάσματα των ωοθηκών. Ιδιαίτερα οι κύστεις ή όγκοι οριακής κακοήθειας ενοχοποιούνται για το 14-15% των όγκων που αναπτύσσονται στις ωοθήκες. Στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων διαγιγνώσκονται σε αρχικό στάδιο και έχουν εξαιρετική πρόγνωση. Οι όγκοι οριακής κακοήθειας με διήθηση του στρώματος, κατηγοριοποιούνται σαν επιθηλιακός καρκίνος της ωοθήκης, χαμηλής διαφοροποίησης. Απαιτούν ωστόσο, άμεση χειρουργική διερεύνηση.
Τα συμπτώματα
Οι περισσότερες κύστεις των ωοθηκών είναι συνήθως μικρές και δεν προκαλούν συμπτώματα. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων αποτελούν μάλιστα τυχαίο εύρημα στην υπερηχογραφική εξέταση του ετήσιου γυναικολογικού ελέγχου και δεν προκαλούν καμία ανησυχία.
Ορισμένες φορές, ωστόσο, οι κύστεις των ωοθηκών προκαλούν εντονότερη συμπτωματολογία. Μια ακαθόριστη ενόχληση χαμηλά στην κοιλιά και περιστασιακά πόνος κατά τη σεξουαλική επαφή είναι τα πρώτα στάδια των συμπτωμάτων από τις ωοθηκικές κύστεις.
Μεγαλύτερες ωστόσο κύστεις μπορεί να εμφανίσουν έντονες ενοχλήσεις και πόνους. Αν μάλιστα, λόγω του όγκου τους συστραφούν γύρω από το άξονά τους, τότε, δημιουργούν μία επείγουσα κατάσταση που ονομάζεται συστροφή ωοθήκης με αιφνίδιο πόνο στην κοιλιακή χώρα και, ενίοτε, με ναυτία και εμέτους. Η συστροφή της ωοθήκης απαιτεί άμεση αντίδραση από τον θεράποντα Χειρουργό Γυναικολόγο με επείγουσα λαπαροσκοπική επέμβαση.
Πότε μία κύστη χαρακτηρίζεται επικίνδυνη/ύποπτη
Η πλειονότητα των κύστεων της ωοθήκης είναι κατά κανόνα καλοήθης. Υπάρχουν ωστόσο, στοιχεία που μπορεί να προβληματίσουν τον θεράποντα ιατρό και να θέσουν την υποψία κακοήθειας.
Τα χαρακτηριστικά που μπορούν να χαρακτηρίσουν ως ύποπτη μια κύστη στην ωοθήκη είναι:
-Υπερηχογραφικά ευρήματα συμπαγών όγκων, με ασαφή όρια κι αυξημένη αιμάτωση.
-Θετικό οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του μαστού ή των ωοθηκών.
-Η γενετική προδιάθεση, που επιβεβαιώνεται με την παρουσία παθολογικών γονιδίων (όπως για παράδειγμα στις περιπτώσεις μεταλλάξεων στα γονίδια BRCA1, BRCA2, RAD51C, RAD51D, PALB2, PTEN)
-Aυξημένοι καρκινικοί δείκτες CEA, CA-125, HE-4
Σε κάθε περίπτωση, οι ασθενείς με ύποπτες κύστεις ωοθηκών πρέπει να απευθύνονται σε εξειδικευμένους γυναικολόγους-ενδοσκόπους-ογκολόγους για την περαιτέρω αξιολόγηση και την καλύτερη θεραπευτική προσέγγιση των ωοθηκικών κύστεων.
Η κλινική εξέταση από ειδικό Μαιευτήρα-Χειρουργό Γυναικολόγο με τη βοήθεια της λήψης του ιστορικού της ασθενούς αποτελεί το πρώτο βήμα στη διάγνωση μιας κύστης. Εντούτοις μόνο ο απεικονιστικός έλεγχος με τη βοήθεια του υπερήχου, διακολπικού ή διακοιλιακού, θα επιβεβαιώσει την κλινική διάγνωση. Σε σπανιότερες περιπτώσεις, ίσως, απαιτηθεί περαιτέρω διερεύνηση με αξονική ή μαγνητική τομογραφία πυέλου και κάτω κοιλίας.