Για «νέα κυβερνητική κοροϊδία για τον προσωπικό γιατρό» κατηγορεί την κυβέρνηση το Δίκτυο υγειονομικών της Νέας Αριστεράς, με αφορμή το υπό δημόσια διαβούλευση νομοσχέδιο, υποστηρίζοντας πως «υλοποιεί μόνο μεταρρυθμίσεις που αποδομούν το δημόσιο σύστημα υγείας και ενισχύουν τα μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα».

Ένα από τα σημεία που στηρίζει τις κατηγορίες του το Δίκτυο -και ίσως έχει αξία να εξεταστεί- είναι πως «αναγόρευσαν» προσωπικούς γιατρούς τους γιατρούς 10 παθολογικών ειδικοτήτων (μεταξύ των οποίων αιματολογίας, γαστρεντερολογίας, νευρολογίας και παθολογικής ογκολογίας), οι οποίοι δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τη γενική-οικογενειακή ιατρική και την κοινοτική φροντίδα, ενώ «βαφτίζουν» προσωπικούς γιατρούς τους αγροτικούς γιατρούς και τους ειδικευόμενους γενικής ιατρικής.

Μεταξύ άλλων οι υγειονομικοί της Νέας Αριστεράς κατηγορούν την κυβέρνηση πως «πάγωσε» και εγκατέλειψε την πρώτη σοβαρή και συγκροτημένη μεταρρύθμιση στην ΠΦΥ, η οποία είχε δρομολογηθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση (ΣΥΡΙΖΑ).

Αναλυτικά, το κείμενο – «κατηγορώ» – του Δικτύου υγειονομικών της Νέας Αριστεράς:

«Το υπουργείο Υγείας έβγαλε σε δημόσια διαβούλευση ένα νέο νομοσχέδιο που έχει στόχο την «αναμόρφωση του θεσμού του προσωπικού γιατρού». Ενός θεσμού που η ψήφιση του πριν 2,5 χρόνια (ν.4931/2022) συνοδεύτηκε -ως συνήθως- από τις γνωστές κυβερνητικές μεγαλοστομίες για τη «μεγάλη μεταρρύθμιση» που θ’ αλλάξει το σύστημα υγείας», αναφέρει σε ανακοίνωσή του το Δίκτυο υγειονομικών της Νέας Αριστεράς, κάνοντας τη δική του ανάλυση στο πως έχει «λειτουργήσει» έως τώρα ο θεσμός, πόσο εξυπηρετεί ή όχι τους πολίτες, σε αντίθεση με όσα σχεδίασε και υλοποίησε (όσο πρόλαβε) η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για τις ΤΟΜΥ και τον οικογενειακό γιατρό.

«Στην πράξη, δεν έχει αλλάξει τίποτα στη λειτουργία του συστήματος»

«Παρότι, τυπικά, έχουν εγγραφεί στο σύστημα του προσωπικού γιατρού το 50% περίπου των πολιτών (οι περισσότεροι υπό την απειλή της αυξημένης συμμετοχής στο κόστος εξετάσεων και φαρμάκων), στην πράξη δεν έχει αλλάξει τίποτα στη λειτουργία του συστήματος και στη διαχείριση των ασθενών. Γιατί, πολύ απλά, οι πολίτες έχουν δηλώσει ένα διαθέσιμο προσωπικό γιατρό, συνήθως μιας δημόσιας δομής ΠΦΥ (Κέντρο Υγείας ή Περιφερειακό Ιατρείο) και ο οποίος σχεδόν πάντα είναι πολύ μακριά από την περιοχή που ζουν και εργάζονται. Άρα, με δεδομένη την πλήρη αποδιοργάνωση του ΕΣΥ, οι πολίτες συνεχίζουν να πληρώνουν από την τσέπη τους για όλες σχεδόν τις πρωτοβάθμιες υπηρεσίες υγείας».

Ένας «προσωπικός γιατρός στα … χαρτιά»

«Είναι τόσο το ενδιαφέρον της κυβέρνησης Μητσοτάκη και προσωπικά του Πρωθυπουργού για το ΕΣΥ και έχουν τόση σχέση με τη σύγχρονη αντίληψη για την ΠΦΥ, που έφτιαξαν ένα «προσωπικό γιατρό στα χαρτιά», ο οποίος δεν μπορεί να έχει καμιά προσωπική σχέση με τον ασθενή. Και άρα, δεν μπορεί να αποτελέσει ούτε σημείο πρώτης πρόσβασης του πολίτη με το σύστημα υγείας, ούτε πολύ περισσότερο «σύμβουλο υγείας» του. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι «αναγόρευσαν» σε προσωπικούς γιατρούς τους γιατρούς 10 παθολογικών ειδικοτήτων (μεταξύ των οποίων αιματολογίας, γαστρεντερολογίας, νευρολογίας και παθολογικής ογκολογίας), οι οποίοι δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τη γενική-οικογενειακή ιατρική και την κοινοτική φροντίδα. Με το νέο νομοσχέδιο η κοροϊδία απογειώνεται: «βαφτίζουν» προσωπικούς γιατρούς τους αγροτικούς γιατρούς και τους ειδικευόμενους γενικής ιατρικής».

Κοροϊδία και για τη δημόσια παιδιατρική φροντίδα

«Διατυμπανίζουν ως μεγάλη αναβάθμιση το ότι θεσπίζεται πλέον και προσωπικός παιδίατρος, μια ειδικότητα που η ίδια η κυβέρνηση επέλεξε να μην συμπεριλάβει εξ’ αρχής στο θεσμό του προσωπικού γιατρού. Ούτε έτσι, όμως, θα βελτιωθεί η δημόσια παιδιατρική φροντίδα, αφού υπάρχουν πολύ λίγοι παιδίατροι στις πρωτοβάθμιες δομές του ΕΣΥ και οι συμβεβλημένοι με τον ΕΟΠΥΥ είναι ελάχιστοι. Με άλλα λόγια, οι γονείς θα συνεχίσουν να απευθύνονται σε ιδιώτες παιδιάτρους και να επιβαρύνονται οικονομικά για την παρακολούθηση των παιδιών τους».

Εγκαταλείφθηκε η προηγούμενη σοβαρή προσπάθεια μεταρρύθμισης της ΠΦΥ

«Η κυβέρνηση της ΝΔ, αντί να συνεχίσει και να ολοκληρώσει την πρώτη σοβαρή και συγκροτημένη μεταρρύθμιση στην ΠΦΥ, η οποία είχε δρομολογηθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση με το ν.4486/2017, την «πάγωσε» αρχικά και στη συνέχεια την ανέτρεψε πλήρως. Η μεταρρύθμιση αυτή συνιστούσε πραγματικά «αλλαγή παραδείγματος» στη φροντίδα υγείας και ήταν βασισμένη στον οικογενειακό γιατρό (αυτός είναι ο διεθνώς αποδεκτός όρος), στη διεπιστημονική ομάδα υγείας και στις τομεοποιημένες υπηρεσίες μέσω των τοπικών Μονάδων Υγείας (ΤΟΜΥ).

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ακύρωσε για λόγους νεοφιλελεύθερης ιδεοληψίας ένα σχεδιασμό για την ΠΦΥ που είχε προχωρήσει (σε περίοδο λιτότητας δημιουργήθηκαν 127 ΤΟΜΥ και προσλήφθηκαν 1100 γιατροί και λοιποί επαγγελματίες υγείας στην ΠΦΥ), είχε αξιολογηθεί θετικά από την ΕΕ, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και τον εξυπηρετούμενο πληθυσμό (ενηλίκων και παιδιών). Δεν τόλμησε, βέβαια, εν μέσω πανδημίας, να κλείσει τις ΤΟΜΥ, αλλά τις εγκατέλειψε, δεν έκανε καμιά νέα πρόσληψη, δεν άνοιξε ούτε μία νέα δομή και περιμένει να ολοκληρωθεί η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση για να βάλει το οριστικό «λουκέτο». Ούτε καν τις Ακαδημαϊκές Μονάδες ΠΦΥ, που είχαν επίσης θεσμοθετηθεί, δεν στήριξε, αλλά περίμενε 5 χρόνια για να θριαμβολογήσει ότι θα αναπτύξει 7 Πανεπιστημιακά Κέντρα Υγείας, που θα συμβάλλουν στην εκπαίδευση, στην τηλεϊατρική, στη βελτίωση των δεικτών υγείας στα νησιά κλπ.

Επιβεβαιώνεται καθημερινά ότι, αντί για ενίσχυση και αναβάθμιση του ΕΣΥ, έχει αναβαθμιστεί ο εμπαιγμός της κοινωνίας.

Οι πολίτες αυτής της χώρας ξέρουν πολύ καλά ότι μόνο αν διαθέτουν χρήματα μπορούν να έχουν αξιοπρεπή ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Αυτό δεν έτυχε, πέτυχε! Και αποδεικνύει περίτρανα ότι η νεοφιλελεύθερη Δεξιά έχει την ικανότητα να υλοποιεί μόνο μεταρρυθμίσεις που αποδομούν το δημόσιο σύστημα υγείας και ενισχύουν τα μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα.

Η υπεράσπιση της δημόσιας ΠΦΥ και των δομών της (Κέντρα Υγείας-ΤΟΜΥ), η επένδυση στην οικογενειακή και κοινωνική ιατρική, στην πρόληψη και προαγωγή της υγείας του πληθυσμού, πρέπει να γίνει υπόθεση συστηματικής διεκδίκησης από υγειονομικούς και πολίτες, αλλά και στρατηγική προτεραιότητα ενός αξιόπιστου εναλλακτικού σχεδίου για τη διάσωση και αναδιοργάνωση του ΕΣΥ». 

Share.
Exit mobile version