Η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών στερεί πόρους από τα συστήματα υγείας –
Σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν χιλιάδες «λειτουργικά» ανασφάλιστοι πολίτες, έχοντας επιστρέψει στην προ-ΕΣΥ κατάσταση. Η Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ (2023) είναι η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα στις ανικανοποίητες ανάγκες ιατρικής περίθαλψης λόγω κόστους (9,4% των πολιτών, ενώ στην ΕΕ είναι 1%), πρώτη στις ιδιωτικές δαπάνες υγείας ως ποσοστό των συνολικών δαπανών υγείας (40%, με μέσο όρο στην ΕΕ το 15%) και στις τελευταίες θέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με τη δημόσια χρηματοδότηση του συστήματος υγείας.
Ειδικότερα η Κρήτη, είναι μια περιφέρεια με ραγδαία επιδείνωση των προβλημάτων του ΕΣΥ, με μεγάλες ενδοπεριφερειακές ανισότητες στις παρεχόμενες υπηρεσίες νοσοκομειακής περίθαλψης και με ανάπτυξη μαζικών κινητοποιήσεων το τελευταίο διάστημα για την υπεράσπιση της δημόσιας υγείας.
Τα ζοφερά στοιχεία για το ελληνικό σύστημα υγείας και τη δυσμενή θέση που κατέχει στην ΕΕ, αναφέρθηκαν σε διημερίδα που διοργάνωσαν το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ Ελλάδας και το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ ,στις 5 και 6 Απριλίου στο Ηράκλειο Κρήτης, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Υγείας.
Εκτίναξη των άμεσων ιδιωτικών πληρωμών ή/και της ιδιωτικής ασφάλισης υγείας
Η βασική διαπίστωση όλων των συνομιλητών, ήταν ότι η νεοφιλελεύθερη στρατηγική και οι ιδιωτικοποιήσεις στην Ελλάδα, αλλά και τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, έχουν οδηγήσει σε διάλυση τις δημόσιες δομές υγείας, έχουν εξουθενώσει εργασιακά και μισθολογικά το προσωπικό τους, με αποτέλεσμα ένα κύμα παραίτησης ιατρών από δημόσιες δομές υγείας ειδικά στην περιφέρεια. Παράλληλα διαπιστώθηκε για μία ακόμη φορά η επιβάρυνση των πολιτών με εκτίναξη των άμεσων ιδιωτικών πληρωμών ή/και της ιδιωτικής ασφάλισης υγείας. Αυτό το μείγμα πολιτικής, το οποίο εντείνεται, έχει επιδεινώσει το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών, αυξάνοντας παράλληλα τις ακάλυπτες ανάγκες υγείας των ανθρώπων και τις υγειονομικές ανισότητες.
Ευρωπαϊκό “disarm” του κοινωνικού κράτους και των συστημάτων υγείας.
Το πιο ανησυχητικό, όπως επισημάνθηκε είναι ότι η ΕΕ στρέφεται ανοιχτά στην «οικονομία του πολέμου» με το ReArm Europe και την επιπλέον αύξηση των στρατιωτικών δαπανών κάθε χώρας κατά 1,5% του ΑΕΠ, στερώντας πολύτιμους νέους πόρους από τα συστήματα υγείας και την «οικονομία της φροντίδας».
Ειδικά για χώρες όπως η Ελλάδα που ήδη διαθέτει το 3,23% του ΑΕΠ της σε στρατιωτικές δαπάνες, αυτό είπαν οι ομιλητές θα είναι οικονομικά και κοινωνικά καταστροφικό, ενταφιάζοντας κάθε δυνατότητα ανασυγκρότησης της δημόσιας φροντίδας υγείας στο μέλλον. Το ίδιο ισχύει για όλα τα ευρωπαϊκά κράτη, στα οποία ο σχεδιασμός για αύξηση των στρατιωτικών δαπανών έχει δρομολογήσει περικοπές σε συντάξεις, κοινωνικά επιδόματα και παροχές υγείας, ένα ευρωπαϊκό “disarm” του κοινωνικού κράτους και των συστημάτων υγείας.
Η πανδημία έδειξε ότι μόνο τα δημόσια συστήματα υγείας μπορούν να αντιμετωπίσουν υγειονομικές απειλές
Όπως τονίστηκε. η εμπειρία της πανδημίας Covid-19 έδειξε ότι μόνο τα δημόσια συστήματα υγείας -και όχι η αγορά- μπορούν να αντιμετωπίσουν τις σύγχρονες υγειονομικές απειλές και να καλύψουν ισότιμα και καθολικά τις ανάγκες αξιόπιστης και δωρεάν φροντίδας των ανθρώπων. Η Ευρώπη, μετά το «διάλειμμα αλληλεγγύης» μέσα από την κοινή προμήθεια εμβολίων και φαρμάκων κατά του SARS-CoV-2 και τη χρηματοδότηση των κρατών-μελών μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), επέστρεψε στην πολιτική των δημοσιονομικών περιορισμών, της έλλειψης συνοχής και της λιτότητας, για την οποία τα κοινωνικά ζητήματα δεν αποτελούν προτεραιότητα.
Επείγουσα ανάγκη για αξιόπιστη εναλλακτική στρατηγική
Μέσα σε αυτή την κατάσταση, το φαινόμενο της επιστημονικής μετανάστευσης (brain drain) των επαγγελματιών υγείας, είναι μια πραγματικότητα πλέον σε πολλές χώρες της Ευρώπης, που στερεί πολύτιμο υγειονομικό δυναμικό από τα εθνικά συστήματα υγείας. Η πανευρωπαϊκή δικτύωση συνδικάτων και κινημάτων που διεκδικούν αναβαθμισμένες δημόσιες υπηρεσίες υγείας και σεβασμό των δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας τόσο των υγειονομικών όσο και των ασθενών, πρέπει να είναι κορυφαία προτεραιότητα, είπαν οι ομιλητές και επισήμαναν ότι απέναντι σε αυτή την κατάσταση «είναι επείγον να διαμορφωθεί μια αξιόπιστη εναλλακτική στρατηγική για τη δημόσια υγεία, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, με στόχο την υπεράσπιση του κοινωνικού δικαιώματος στην υγεία και την εξάλειψη των αποκλεισμών και των ανισοτήτων.
Η προοδευτική απάντηση στις σύγχρονες προκλήσεις για την πολιτική υγείας (αύξηση προσδόκιμου ζωής και γηριατρική φροντίδα, αξιοποίηση τεχνητής νοημοσύνης, βιώσιμη χρηματοδότηση των συστημάτων, ισότιμη πρόσβαση στην καινοτομία, «δίκαιες» τιμές στα φάρμακα υψηλού κόστους κ.λπ), καθώς και στις σύγχρονες υγειονομικές απειλές (νέοι μεταδοτικοί ιοί, καρκίνος, αυτοάνοσα νοσήματα, ψυχικά νοσήματα, επαγγελματικές ασθένειες, κλιματική κρίση κλπ), είναι η γενναία επένδυση σε ανθεκτικά και ποιοτικά δημόσια συστήματα καθολικής κάλυψης υγείας, στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.
Προτεραιότητα η πρόσθετη χρηματοδότηση των δημόσιων συστημάτων υγείας
Στρατηγικός στόχος οφείλει να είναι η ίδρυση του νέου ΕΣΥ, ως συλλογική κοινωνική ανάγκη και απαίτηση, κάτι που δεν μπορεί να ικανοποιηθεί στο πλαίσιο μιας συνδικαλιστικής διεκδίκησης. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα πρέπει να γίνει προτεραιότητα η πρόσθετη χρηματοδότηση των δημόσιων συστημάτων υγείας σε σταθερή βάση. Στην Ελλάδα είναι απαραίτητη η σύγκλιση της τακτικής χρηματοδότησης από τον κρατικό προϋπολογισμό ως ποσοστό του ΑΕΠ με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 7,4%, η ανακατανομή δημόσιων πόρων από τον ιδιωτικό προς τον δημόσιο τομέα και η θεμελίωση αποδοτικών μηχανισμών ρύθμισης και ελέγχου της ιδιωτικής αγοράς υγείας. Παράλληλα, τα δημόσια συστήματα υγείας θα πρέπει να προετοιμαστούν για τις προκλήσεις του μέλλοντος, με την ενσωμάτωση και αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών για την παροχή υψηλής ποιότητας υπηρεσιών υγείας σε όλες και όλους».