Το λόγο για τον οποίο ορισμένοι άνθρωποι εκδηλώνουν «ανάρμοστες» συμπεριφορές όταν βρίσκονται υπό την επήρεια έστω και μικρής ποσότητας αλκοόλ, αποκαλύπτει νέα μελέτη.
Παρορμητικότητα, επιθετικότητα, καυγάδες! Καταστάσεις, στις οποίες εμπλέκονται συχνά οι κατά κόσμον «μεθυσμένοι» (ή απλά «φτιαγμένοι»), όχι όμως όλοι. Τι είναι αυτό που κάνει τη διαφορά;
Ορισμένοι άνθρωποι έχουν γενετική προδιάθεση για να γίνονται παρορμητικοί όταν πίνουν αλκοόλ, υποστηρίζουν ερευνητές από την Φινλανδία. Το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται σε μία μετάλλαξη του γονιδίου που είναι υπεύθυνο για την παραγωγή ενός πρωτεϊνικού υποδοχέα στον εγκέφαλο, ο οποίος είναι απαραίτητος για την λειτουργία της σεροτονίνης 2b.
Η σεροτονίνη 2b είναι μία βιοχημική ουσία (νευροδιαβιβαστής) που χρησιμεύει στην μεταβίβαση πληροφοριών μεταξύ των κυττάρων του εγκεφάλου και πιστεύεται ότι διαδραματίζει κάποιον ρόλο στην μετάδοση μηνυμάτων που σχετίζονται με τις παρορμήσεις.
Η ουσία αυτή παράγεται κυρίως στον εγκέφαλο και τα υψηλά επίπεδά της σχετίζονται με τη σχιζοφρένεια και την έντονη νευρικότητα, ενώ τα χαμηλά επίπεδα παίζουν ρόλο στην εμφάνιση κατάθλιψης.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, η ανακάλυψη της μετάλλαξης αυτής, μπορεί να εξηγήσει γιατί μερικοί είναι πιο επιρρεπείς στις ακραίες συμπεριφορές, ακόμα και όταν η κατανάλωση του αλκοόλ δεν είναι μεγάλη.
Στη μελέτη, η παρουσία της μετάλλαξης HTR2BQ20* (όπως ονομάζεται) συσχετίσθηκε με μία σειρά παρορμητικών και ριψοκίνδυνων συμπεριφορών, όπως εκρήξεις επιθετικότητας, εμπλοκή σε καυγάδες, οδήγηση σε κατάσταση μέθης κ.ά.
Τα ευρήματα έδειξαν, επίσης, ότι ακόμα και όταν είναι νηφάλιοι, οι φορείς της μετάλλαξης, είναι από τη φύση τους πιο παρορμητικοί και έχουν αυξημένες πιθανότητες να αντιμετωπίζουν δια βίου προβλήματα αυτοελέγχου και διαταραχών της ψυχικής διάθεσης, εξηγούν οι ερευνητές.
Οι επιστήμονες υπολογίζουν ότι το 2,2% του γενικού πληθυσμού της Φινλανδίας είναι φορείς της συγκεκριμένης μετάλλαξης και εκτιμούν ότι, αν μέσα από μεγαλύτερες μελέτες επιβεβαιωθεί ο ρόλος της, ενδεχομένως να αποτελέσει στο μέλλον στόχο νέων θεραπειών που θα ελέγχουν τις ακραίες παρορμητικές συμπεριφορές ή διαγνωστικών τεστ που θα προειδοποιούν τους επιρρεπείς για τον κίνδυνο να «ξεφύγουν».
Η μελέτη, η οποία διεξήχθη σε 170 εθελοντές, δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση TraditionalPsychiatry.