Μια νέα ανάλυση διαπίστωσε ότι όσοι παντρεύονται μετά τις αρχές της δεκαετίας των ’30 είναι πλέον πιο πιθανό να χωρίσουν από εκείνους που παντρεύονται στα τέλη των ’20.
Για χρόνια, φαινόταν ότι όσο περισσότερο περίμενε κανείς για να παντρευτεί, τόσο το καλύτερο ήταν, καθώς όσο μεγαλύτερος ήταν, τόσο μικρότερη ήταν και η πιθανότητα διαζυγίου. Παρά το γεγονός ότι όσοι παντρεύτηκαν έφηβοι εξακολουθούν να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο διαζυγίου σε σχέση με τους ενήλικες μεγαλύτερης ηλικίας, μια νέα ανάλυση από το Πανεπιστήμιο της Γιούτα, αλλάζει τα δεδομένα.
Χρησιμοποιώντας τα πιο πρόσφατα στοιχεία διαπίστωσε ότι όσοι παντρεύονται μετά τις αρχές της δεκαετίας των ’30 είναι πλέον πιο πιθανό να χωρίσουν σε σχέση με εκείνους που παντρεύονται στα τέλη των ’20.
Ο καθηγητής Nicholas Wolfinger ανέλυσε δεδομένα που συλλέχθηκαν από το 2006 έως και το 2010, για την Αμερικανική Έρευνα Οικογενειακής Ανάπτυξης (NSFG).
Η ανάλυση των δεδομένων έδειξε ότι νωρίτερα από την ηλικία των 32 ετών, κάθε επιπλέον έτος πριν το γάμο μειώνει τις πιθανότητες διαζυγίου κατά 11 %. Ωστόσο, μετά τα 32, οι αντίστοιχες πιθανότητες αυξάνονται κατά 5 %.
«Αυτό είναι μια μεγάλη αλλαγή. Εξ όσων γνωρίζω, το γεγονός ότι ο γάμος μετά την ηλικία των 30 άρχισε να υφίσταται υψηλότερο κίνδυνο για διαζύγιο φαίνεται να είναι μια τάση που αναπτύχθηκε σταδιακά κατά τα τελευταία 20 χρόνια. Μία μελέτη που βασίστηκε σε 2.002 δεδομένα παρατήρησε ότι ο κίνδυνος διαζυγίου για τους ανθρώπους που παντρεύτηκαν στα 30 τους εξομαλύνθηκε, αντί να συνεχίσει να μειώνεται κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης δεκαετίας της ζωής, όπως προηγουμένως», έγραψε ο Wolfinger λεπτομερώς σε ένα blog post για την έρευνά του. Η ανάρτηση εμφανίστηκε στο blog Family Studies, ένα προϊόν του Ινστιτούτου Μελετών της Οικογένειας.