NEA

Η θέρμη της καρδιάς διαπερνάει τα προστατευτικά γάντια

Η θέρμη της καρδιάς διαπερνάει τα προστατευτικά γάντια

Δύο νοσηλευτές της πρώτης γραμμής ξετυλίγουν μνήμες  του Απριλίου

 

Από την Τάνια Η. Μαντουβάλου

 

Με τον κορωνοϊό να κινείται οριακά στη χώρα, λίγο πριν διαγράψει ανεξέλεγκτη τροχιά, δύο μάχιμοι υγειονομικοί ανακαλούν μνήμες της Άνοιξης και απευχόμενοι το χειρότερο σενάριο, προσδοκούν αναχαίτιση της πανδημίας. Ο δρ. Ευάγγελος Γιαβασόπουλος, συντονιστής διευθυντής Νοσηλευτικής Μονάδας Covid 19,  και η Δήμητρα Μαυροειδή, Τομεάρχης Νοσηλευτικής Διεύθυνσης Β Παθολογικού Τομέα, στο  «Σισμανόγλειο – Αμ. Φλέμιγκ, Γ.Ν. Αττικής» μιλούν στο DailyPharmaNews  για τα όσα πρωτόγνωρα έζησαν πριν από μερικούς μήνες.

 

Νερό να μου φέρεις….

«Νερό να μου φέρεις» ήταν η πιο συχνή φράση. Αμέσως μετά την εισαγωγή, μπαίναμε στο θάλαμο να εξηγήσουμε τις συνθήκες απομόνωσης και νοσηλείας. Μπαίναμε σημαίνει αυτό το σχήμα που ανέκαθεν αναγνωριζόταν ως Νοσηλευτής που υποδέχεται τον ασθενή και αποκτά θεραπευτική σχέση μαζί του, τον ακουμπά, σκύβει κοντά του και του μιλά όσο χρόνο χρειάζεται για να του εξηγήσει και να του λύσει τις απορίες και να τον καθησυχάσει. Αυτό το σχήμα είχε μεταμορφωθεί σε κάτι αλλόκοσμο, μια στολή σαν από ταινία επιστημονικής φαντασίας, που έδινε οδηγίες, που διαβεβαίωνε ότι θα είναι εκεί για αυτόν και τις ανάγκες του, αλλά με φραγμούς, συγκεκριμένο χρόνο παραμονής και μέτρα. Και μετά η πόρτα έκλεινε και πάλι».  «Νερό να μου φέρεις, νεράκι μην το ξεχάσεις σε παρακαλώ θα το περιμένω, θα σε περιμένω…», μια τόση δα μικρή φράση που επαναλαμβάνονταν πολλές φορές μες τη διάρκεια της ημέρας, μια φράσης που  έκρυβε το «μη φεύγεις, σε έχω ανάγκη», που δήλωνε  την αέναη δίψα για τη ζωή, πέρα από την έντονη σωματική δίψα και τα στεγνά αποξηραμένα στόματα και χείλη, κοινό σύμπτωμα σε όλους. Η πόρτα έκλεινε μετά το πέρας της νοσηλείας  και μετά οι φόβοι και ο καθένας, μόνος του, πάλευε με τον τρόπο του.

Για αυτό σας  λέω, καλύτερα να μην τους πω και να μην γράψω τίποτα

«Αυτή η αρρώστια  σε εξαφανίζει, σε κάνει να μην υπάρχεις. Δεν μπορείς να δεις κανέναν και από τη μια μέρα στην άλλη χάνεις τα πάντα, την οικογένειά σου, τους φίλους, τη δουλειά σου. Δεν ξέρεις αν τους κόλλησες ή όχι και ποιος θα ζήσει για να τον ξαναδείς. Και σε καταντάει χωρίς νόημα, φυλακισμένο μέσα σε ένα κλειστό δωμάτιο με το χρόνο νεκρό. Ο μόνος χρόνος που υπάρχει, που νιώθεις ότι κυλάει  είναι όταν έρχεστε μέσα για νοσηλεία»,  μας είπε ο Κ.Γ. μεσήλικας, ο τύπος του απρόσιτου ασθενή, αλλά όπως στη συνέχεια διαπιστώσαμε και συζύγου.  «Αυτή η αρρώστια, σε κυριεύει ολόκληρο, σε καταπίνει,  αιχμαλωτίζει το νου και το μυαλό, μου είναι αδύνατο να συγκεντρωθώ για να φτιάξω μία πρόταση, ούτε μπορώ να γράψω μήνυμα στο κινητό.  Άλλωστε τι να τους  γράψω, ότι είμαι καλά; Αφού δεν είμαι. Ότι δεν φοβάμαι;  Αφού φοβάμαι. Ότι δεν γνωρίζω αν θα τα καταφέρω κάποτε να τους ξαναδώ από κοντά, αν θα γλυτώσω και αν όλα αυτά που βιώνω σήμερα θα τα ξεπεράσω και θα αποτελέσουν σύντομα έναν περαστικό τρομερό εφιάλτη…..Για αυτό σας λέω καλύτερα να μην τους πω και να μην τους γράψω τίποτα».

 

Η τελευταία της λέξη ήταν, ευχαριστώ

«Η Χ.Γ, ηλικιωμένη και εύθραυστη, ανήμπορη να διαχειριστεί την απομόνωση και τα συμπτώματα της νόσου ταυτόχρονα, ζητούσε επίμονα την κόρη της, αδυνατώντας να κατανοήσει τι είδους αρρώστια ήταν αυτή που την καταδίκαζε να είναι τόσο μόνη. Και φώναζε πως αν είναι να πεθάνει, καλύτερα να συμβεί αυτό στο σπίτι της, στο νοικοκυριό της. Ξεχνιόταν και ημέρευε για λίγο, όταν με αφορμή τη νοσηλεία την ρωτούσαμε για τη ζωή της. Άρχιζε τότε μια εξομολόγηση, μια αφήγηση για τα παρελθόντα, για τα Βουρλά της Μικράς Ασίας που καταγόταν, μέχρι που η δύσπνοια της έκοβε τις λέξεις και η κόπωση και οι πόνοι την κατέβαλαν. Κάθε μέρα ολοένα  και περισσότερο  λιγόστευε η αφήγηση, καθώς περίσσευε η κατάρρευση του οργανισμού της και η δύσπνοια χειροτέρευε. Επαναλάμβανε κοφτά το μικρό όνομα της Νοσηλεύτριας (είχε μάθει τα ονόματα όλων μας) και με αγωνιώδη προσπάθεια ψέλλιζε την υπόσχεση να μας κεράσει καφέ και καλούδια από τα χέρια της,  ανήμερα της Ζωοδόχου Πηγής που θα είχε γίνει καλά. Μέχρι τη μέρα που η δύσπνοια δεν άφηνε καμία λέξη να αρθρωθεί, παρά μόνο ένα ακατάληπτο μουρμουρητό. Μέχρι τη μέρα που το μισοπνιγμένο βλέμμα είχε ξεθωριάσει και απωλέσει το καθρέφτισμα του κόσμου τούτου. Μετά το λουτρό επί κλίνης και την περιποίηση, της κρατήσαμε το χέρι πιστεύοντας πως η θέρμη της καρδιάς διαπερνάει τα προστατευτικά γάντια, της χαϊδέψαμε το μέτωπο με την προτροπή να ησυχάσει και να νιώσει πως ελευθερώνεται, γιατί η Ζωοδόχος Πηγή την περιμένει για να την ξεδιψάσει. Η τελευταία της λέξη ήταν «ευχαριστώ», αυτή την φορά καθαρά, χωρίς ακατάληπτο μουρμουρητό. Έπειτα, η μικρή επιπόλαια δύσκολη  κοντανάσα σταμάτησε….»

 

Ο  95χρονος που γλύτωσε, αλλά είχε κολλήσει  στο καφενείο που σύχναζε «παράνομα»

«Ο  95χρονος  Γ.Π., μαχητής του Αλβανικού μετώπου απαιτούσε να αντικρίζει τον κίνδυνο καταπρόσωπο, όπως είχε μάθει  και δεν πίστευε ότι υπήρχε ανάγκη που επέβαλλε να αποκρύβουμε το πρόσωπό μας. Με  βαριά κλινική εικόνα και βαρηκοΐα μας παρακαλούσε να βγάλουμε όλα αυτά που φοράγαμε (ΜΑΠ) και να μην κάνουμε καραγκιοζιλίκια και τον βασανίζουμε, όπως χαρακτηριστικά έλεγε. Λίγο μετά την εισαγωγή του, επιδεινώθηκε δραματικά,  διασωληνώθηκε και διακομίστηκε σε ΜΕΘ. Μετά την αποσωλήνωσή του, επέστρεψε στην COVID κλινική, απορώντας τί είναι όλα αυτά που του συμβαίνουν. Του εξηγήσαμε πολλές φορές τα περί του κορωνοϊού, μας αντιμετώπιζε  όμως με δυσπιστία. Ζήτησε να μάθει  από πού τον «κόλλησε» και του είπαμε πως μάθαμε, ότι  κόλλησε στο καφενείο που σύχναζε, παρά τη γενική απαγόρευση. Όλη τη νύχτα έκλαιγε και ζητούσε να μάθει για τους φίλους του».