ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ

Δ. Ευγενίδης για τις ελλείψεις φαρμάκων: «Φωνάζει ο κλέφτης...»

Δ. Ευγενίδης για τις ελλείψεις φαρμάκων: «Φωνάζει ο κλέφτης...»

 

Από τον Χαράλαμπο Πετρόχειλο

 

Τη γνωστή λαϊκή φράση «Φωνάζει ο κλέφτης για να φοβηθεί ο νοικοκύρης» χρησιμοποίησε ο κ. Διονύσης Ευγενίδης, Πρόεδρος του Φαρμακευτικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης προκειμένου να τοποθετηθεί στο ερώτημα που του έθεσε το DailyPharmaNews για το πως βλέπει την αντιπαράθεση που εκδηλώθηκε την προηγούμενη εβδομάδα ανάμεσα στον Πανελλήνιο Σύλλογο Φαρμακαποθηκαρίων και τον Πανελλήνιο Φαρμακευτικό Σύλλογο για το θέμα των ελλείψεων φαρμάκων.

«Μία φράση μπορούμε να πούμε γι’ αυτήν την αντιπαράθεση. Φωνάζει ο κλέφτης για να φοβηθεί ο νοικοκύρης. Αυτό μπορούμε να πούμε για τις ανακοινώσεις του Προέδρου των Φαρμακαποθηκαρίων, του κ. Σκυλακάκη» ανέφερε συγκεκριμένα ο κ. Ευγενίδης. 

«Το πρόβλημα των ελλείψεων είναι παλιό, χρόνιο. Ο Φαρμακευτικός Σύλλογος της Θεσσαλονίκης το ανακίνησε πρώτος εδώ και πολλά χρόνια και το έφερε στην επικαιρότητα και έριξε τις ευθύνες εκεί που πραγματικά υπάρχουν: στις εξαγωγές των φαρμάκων. Μάλιστα είχα δεχθεί κι εγώ προσωπικά επίθεση γι’ αυτό από την τέως πρόεδρο του Πανελλήνιου Συλλόγου Φαρμακαποθηκαρίων. Πραγματικά όμως οι ευθύνες βαραίνουν τους εξαγωγείς, όποιοι κι εάν είναι αυτοί».

Ο κ. Ευγενίδης τοποθετήθηκε επίσης απέναντι στα όσα αναφέρει ο κ. Σκυλακάκης στην ανακοίνωση με την οποία, αργά το μεσημέρι της Παρασκευής  3 Ιουνίου, έδωσε συνέχεια στην αντιπαράθεση που ήδη υπήρξε μεταξύ Πανελλήνιου Συλλόγου Φαρμακαποθηκαρίων και Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου (δες εδώ).

Με αυτήν του την τελευταία ανακοίνωση ο κ. Σκυλακάκης ουσιαστικά κατηγόρησε τους φαρμακοποιούς ότι απομόνωσαν φράσεις της ανακοίνωσής του με σκοπό τον λαϊκισμό ενώ ταυτόχρονα υποστηρίζει ότι ερμηνεύουν τους νόμους κατά το δοκούν, αφού όπως σημειώνει, καιρό δείχνουν να έχουν ξεχάσει ότι όλα τα συνταγογραφούμενα φάρμακα (αποζημιούμενα και μη) πωλούνται ΜΟΝΟ με ιατρική συνταγή.

Συγκεκριμένα ο κ. Σκυλακάκης ανέφερε τα εξής:

«Καλό θα είναι να μην απομονώνονται φράσεις». Ο πρόεδρος του Πανελληνίου Συλλόγου Φαρμακαποθηκαρίων επισημαίνει: «Δεν θα ρισκάρουμε σε καμία περίπτωση τη δημόσια υγεία, αλλά στα σκευάσματα τα οποία λιμνάζουν αυτή τη στιγμή στα δικά μας τα ράφια και τα οποία ξεκάθαρα τα βγάζουμε προσφορά με 2% και 3% και δεν τα παίρνει κανείς τους προφανώς πρέπει να γίνει μια γενναία άρση. Κατά την προσφιλή τους τακτική πρόσθεσαν το “χρίζουν εξαγωγών” και το “αποδεικνύονται ότι οι φαρμακαποθήκες αποθεματοποιούν” διαστρεβλώνοντας την αλήθεια. Σε ό,τι αφορά την υπενθύμιση περί του Π.Δ., εμείς απλώς υπενθυμίζουμε τον νόμο που προβλέπει ότι όλα τα συνταγογραφούμενα φάρμακα (αποζημιούμενα και μη) πωλούνται ΜΟΝΟ με ιατρική συνταγή, πράγμα το οποίο καιρό δείχνουν να έχουν ξεχάσει και προσπαθούν να κάνουν και τους άλλους να το ξεχάσουν, σε μία απέλπιδα προσπάθεια μετάθεσης ευθυνών. Όλη η επιστημονική κοινότητα έχει τονίσει τις σοβαρές επιπτώσεις της παραβίασης αυτού του νόμου τόσο για τη δημόσια υγεία όσο και για την επάρκεια φαρμάκων στην Ελληνική αγορά. Επαναλαμβάνουμε ότι η ad hoc ερμηνεία των νόμων είναι επικίνδυνη όπως επίσης και η προσπάθεια χειραγώγησης των αρμόδιων δημόσιων αρχών στην οποία επιδίδεται συστηματικά ο ΠΦΣ, αποκρύπτοντας τις δικές του ευθύνες. Εκτιμούμε ότι ο ΕΟΦ και το υπουργείο Υγείας έχουν πλήρη γνώση και αντίληψη των γεγονότων και θα προβούν στην λήψη των αποφάσεων που πρέπει, τόσο για την προστασία της δημόσιας υγείας όσο και για την τήρηση της νομιμότητας και της ισονομίας. Κατανοούμε τις προεκλογικές κορώνες του προέδρου του ΠΦΣ, συμφωνούμε ότι πράγματι σιγά σιγά πέφτουν οι μάσκες και τους καλούμε να ευθυγραμμιστούν με τα πορίσματα του EMA (European Medicines Agency ) και να πάρουν την γενναία απόφαση να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να στραφούν από τον λαϊκισμό στον ορθολογισμό όπως προστάζουν τα κελεύσματα των καιρών. Επαναλαμβάνουμε ότι ως κλάδος έχουμε πολλάκις αποδείξει ότι προτεραιότητά μας είναι τόσο η προστασία της Δημόσιας υγείας, όσο και η τήρηση των νόμων απ’ ΟΛΟΥΣ τους εμπλεκόμενους στην αλυσίδα του φαρμάκου. Ευχόμαστε όλοι οι συμμετέχοντες σ αυτήν την αλυσίδα να πράξουν το ίδιο».

«Όλα τα συνταγογραφούμενα φάρμακα χορηγούνται μόνο με ιατρική συνταγή από τα ελληνικά φαρμακεία» ήταν η απάντηση του κ. Ευγενίδη στην κατηγορία από πλευράς του προέδρου του ΠΣΦ ότι οι φαρμακοποιοί καιρό τώρα δείχνουν να έχουν ξεχάσει πως όλα τα συνταγογραφούμενα φάρμακα (αποζημιούμενα και μη) πωλούνται ΜΟΝΟ με ιατρική συνταγή.

«Η εποχή που τα συνταγογραφούμενα φάρμακα, αποζημιούμενα ή μη, χορηγούνταν και χωρίς ιατρική συνταγή έχει περάσει. Αφορά προηγούμενες δεκαετίες. Είναι επομένως πολύ παρωχημένο να μιλάμε για τέτοιες καταστάσεις. Οι φαρμακοποιοί σήμερα έχουμε στη διάθεσή μας πολλά σκευάσματα για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε παθήσεις που αντιμετωπίζονται στο φαρμακείο. Τα μη συνταγογραφούμενα φάρμακα, τα ιατροτεχνολογικά προϊόντα, τα συμπληρώματα διατροφής. Με όλα αυτά μπορούμε να αντιμετωπίσουμε απλές καταστάσεις. Όταν δε η κατάσταση του ασθενούς δεν είναι τόσο απλή και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με αυτά ασφαλώς και δεν προχωράμε σε χορήγηση φαρμάκου ούτε διάγνωση μπορούμε να βγάλουμε. Στέλνουμε τον ασθενή στον γιατρό. Τα υπόλοιπα λέγονται για να δικαιολογούν τα προβλήματα που παρουσιάζει η μειωμένη διαθεσιμότητα των σκευασμάτων στη χώρα μας».

Ο κ. Ευγενίδης είναι σαφής: «Όλα τα φάρμακα δίνονται με ιατρική συνταγή. Τώρα από εκεί και πέρα υπάρχουν και παθογένειες στο σύστημα υγείας της χώρας μας. Ας πούμε για παράδειγμα ότι θα πρέπει να υπάρχει η επαναλαμβανόμενη συνταγή με βάση την οποία κάποιος ασθενής θα παίρνει ένα συγκεκριμένο φάρμακο είτε μέσω του Ταμείου του είτε πληρώνοντάς το αλλά να το παίρνει για έξι μήνες ή για 12 μήνες. Δεν γίνεται δηλαδή να αναγκάζει το σύστημα έναν συμπολίτη μας να πηγαίνει στο γιατρό κάθε μήνα για να του γράφει ένα κουτί φάρμακα που κάνουν λ.χ. 80 λεπτά να τα αγοράσει από το φαρμακείο. Θα πρέπει να υπάρχουν τέτοιες βελτιώσεις στο σύστημα και αυτό είναι ευθύνη όλων των εμπλεκόμενων του υγειονομικού τομέα ώστε να διευκολυνθούν οι συμπολίτες μας στην πρόσβασή τους στα συνταγογραφούμενα φάρμακα».

Η συγκεκριμένη αναφορά του κ. Σκυλακάκη είναι κατά την άποψη του Προέδρου του ΦΣΘ μία προσπάθεια μετατόπισης των ευθυνών από εκεί που πραγματικά υπάρχουν και που έχουν να κάνουν με τις εξαγωγές των φαρμάκων, προς άλλους. Και ποιοι είναι οι άλλοι; Οι… φαρμακοποιοί. Λες κι εμείς έχουμε διασυνδέσεις με το εξωτερικό για να να στείλουμε κάπου τα φάρμακα. Πρόκειται ξεκάθαρα για προσπάθειες να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα. Κι εάν συμβαίνει κάτι σαν αυτό που περιγράφει ο κ. Σκυλακάκης, θα είναι μία πολύ μικρή εξαίρεση η οποία σε καμία περίπτωση δεν δίνει δικαίωμα σε κάποιον να το κάνει κανόνα αυτό, να το κάνει σημαία του. Νομίζω όμως ότι και η πολιτεία γνωρίζει πάρα πολύ καλά κι έχει κι όλα τα στοιχεία για να ξέρει ποιος τα βγάζει, που τα βγάζει, ποια φάρμακα βγάζει, πόσα κερδίζει από τις εξαγωγές και γιατί συνεχίζουν και τις κάνουν».

Η άποψη του κ. Ευγενίδη είναι ότι «εάν δείξουμε κάποια στιγμή ως χώρα ότι υπάρχει ένα κράτος το οποίο είναι συντεταγμένο και δεν αφήνει τα φάρμακα που στέλνονται από το εξωτερικό για τους Έλληνες ασθενείς να επανεξάγονται και να τα εκμεταλλεύονται, να τα χρησιμοποιούν οι ασθενείς των χωρών της βόρειας και της κεντρικής Ευρώπης, νομίζω ότι θα μπορέσουμε τότε να βρούμε και περισσότερες ποσότητες από αυτά τα φάρμακα στη δικιά μας χώρα. Φανταστείτε μία μητρική φαρμακευτική εταιρεία του εξωτερικού να στέλνει π.χ. 1000 κομμάτια από ένα φάρμακο και να βλέπει τα 500 σε χώρες του εξωτερικού. Την επόμενη φορά με όλο το δίκιο της θα στείλει στη χώρα μας 500 κομμάτια. Εάν όμως αυτή η κατάσταση και αυτό το κλίμα αντιστραφεί κι αποκτήσουμε την εμπιστοσύνη των εταιρειών που παράγουν και μας στέλνουν τα φάρμακα, νομίζω ότι σιγά σιγά θα αρχίσουμε να βλέπουμε και μεγαλύτερες ποσότητες στην ελληνική αγορά, όχι βέβαια για να εξάγονται αλλά για να χρησιμοποιούνται από τους Έλληνες ασφαλισμένους».

Σε ό,τι αφορά το θέμα της ύπαρξης ενός τοπίου που δεν είναι ξεκάθαρο για το ποια φάρμακα παρουσιάζουν ελλείψεις λόγω άλλων προβλημάτων όπως λ.χ. προβλημάτων παραγωγής και ποια λόγω παράλληλων εξαγωγών ο κ. Ευγενίδης απαντά ότι «πρόβλημα στην παραγωγή φαρμάκων δεν είχαμε εδώ κι 1- 1 ½ χρόνο. Είναι φαινόμενο που ακολούθησε την περίοδο μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία και μετά την πληθωριστική κρίση. Πριν είχαμε ελλείψεις που οφείλονταν σε παράλληλες εξαγωγές. Ξεκάθαρα. Άρα ένα κομβικό σημείο για να ξεχωρίσουμε τα πράγματα είναι αυτό. Τα φάρμακα τα οποία μας ταλαιπωρούσαν τότε συνεχίζουν να έχουν εξαγωγικό ενδιαφέρον και μας ταλαιπωρούν και τώρα. Από εκεί και πέρα φάρμακα τα οποία έχουν πρόβλημα στην παραγωγή δεν έρχονται στη χώρα μας. Εμείς μιλάμε για φάρμακα τα οποία έρχονται και ξαναφεύγουν ή που λιμνάζουν γιατί δεν μπορούν να τα διώξουν έξω ούτε να τα μοιράσουν στη χώρα μας. Εδώ υπάρχει αρμόδιος Οργανισμός, ο Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων ο οποίος ελέγχει και γνωρίζει και πόσα φάρμακα έρχονται στη χώρα μας και πως τα χορηγούν και που χορηγούνται όλα αυτά. Είναι εύκολο να ελεγχθούν όλα αυτά και να καταλάβει κάποιος εάν υπάρχει πρόβλημα παραγωγής ή απλά εάν το ελληνικό φάρμακο κυκλοφορεί στο εξωτερικό με ελληνικά γράμματα. Δεν μπορεί να πηγαίνεις στη Γερμανία και να βρίσκεις φάρμακα που προορίζονταν να διατεθούν για χρήση στην Ελλάδα».

Η άποψη του κ. Ευγενίδη είναι ότι η υιοθέτηση από πλευράς ΕΟΦ της πρότασης του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου να γίνει επ’ αόριστον η απαγόρευση των εξαγωγών φαρμάκων που βρίσκονται σε έλλειψη στη χώρα μας έχει βοηθήσει και θα πρέπει να συνεχιστεί. Ωστόσο αυτό το οποίο πλέον συμβαίνει είναι ότι από τη μία μέρα στην άλλη κάποια φάρμακα που ποτέ δεν είχαν πρόβλημα, ξαφνικά αντιμετωπίζουν πρόβλημα, κάτι που προφανώς σημαίνει ότι «μπαίνουν κι αυτά στη λίστα των εξαγώγιμων», αφού οι συστηματικοί εξαγωγείς δεν μπορούν να εξάγουν τα φάρμακα που μέχρι σήμερα είχαν συνηθίσει να εξάγουν με σκοπό βεβαίως το κέρδος. Έτσι λοιπόν ο ΕΟΦ όχι μόνο θα πρέπει να εμείνει στην επ’ αόριστον απαγόρευση εξαγωγής των ελλειπτικών φαρμάκων αλλά και να διευρύνει αυτή τη λίστα.

Ο πρόεδρος του ΦΣΘ κατέληξε δείχνοντας μία κάποια κατανόηση για τους φαρμακαποθηκάριους. «Αντιλαμβανόμαστε το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι φαρμακαποθήκες με το χαμηλό περιθώριο κέρδους που έχει θεσμοθετήσει γι’ αυτές το κράτος. Αυτό τις οδηγεί σε άλλες λύσεις για να επιβιώσουν. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι τα ίδια προβλήματα αντιμετωπίζουμε –ο καθένας στο βαθμό που τα αντιμετωπίζει- όλοι οι εμπλεκόμενοι στη διακίνηση του φαρμάκου. Δεν προβαίνουμε ωστόσο σε ενέργειες που δημιουργούν πρόβλημα στην πρόσβαση των ασθενών στο φάρμακό τους προκειμένου να λύσουμε αυτά τα προβλήματα. Οπωσδήποτε πάντως θα πρέπει να επανεξεταστούν αυτά έτσι ώστε να είναι οι φαρμακαποθήκες βιώσιμες χωρίς να αναγκάζονται να προβαίνουν σε τέτοιου είδους εξαγωγές».