ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ

Ανοιχτό ερώτημα παραμένει ο αντίκτυπος της απόφασης άρσης των παράλληλων εξαγωγών της 19ης Ιανουαρίου

Ανοιχτό ερώτημα παραμένει ο αντίκτυπος της απόφασης άρσης των παράλληλων εξαγωγών της 19ης Ιανουαρίου

Διαφορετική θέση εκφράζουν για το θέμα Πολιτεία και φαρμακοποιοί

 

Από τον Χαράλαμπο Πετρόχειλο

 

Οι υπέρμετρες παράλληλες εξαγωγές μαζί με τις μειωμένες ποσότητες των εισαγωγών φαρμάκων και τα προβλήματα που υπάρχουν στην παραγωγή είναι τα κύρια αίτια για τις ελλείψεις των φαρμάκων που αυτό το διάστημα παρατηρούνται στη χώρα μας.

Αυτό ανέφερε μόλις προχτές (Τρίτη 19 Μαρτίου) μιλώντας στον ΣΚΑΙ ο κ. Τάκης Φράγκος, Ταμίας του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου θέτοντας ουσιαστικά θέμα για τον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων αλλά και τον Υπουργό Υγείας κ. Άδωνι Γεωργιάδη, οι οποίοι σε δημόσιες τοποθετήσεις τους για το εν λόγω ζήτημα τονίζουν συνεχώς ότι ουσιαστικά οι ελλείψεις που παρατηρούνται στην αγορά δεν αφορούν εκείνα τα φάρμακα για τα οποία αποφασίστηκε στις 19 Ιανουαρίου η επί πολλούς μήνες άρση απαγόρευσης των εξαγωγών τους.

«Στην ουσία αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα έχουμε αρκετές ελλείψεις φαρμάκων και κυρίως ευθύνη γι’ αυτό έχουν οι υπέρμετρες παράλληλες εξαγωγές, οι μειωμένες ποσότητες των εισαγωγών φαρμάκων και προβλήματα στην παραγωγή» ανέφερε συγκεκριμένα ο κ. Φράγκος.

Τόνισε δε ότι οι ελλείψεις αυτές είναι θέμα δημόσιας υγείας, το οποίο αφορά 100 και παραπάνω φάρμακα που λείπουν από την αγορά «και κάποια από αυτά θα μπορούσαν να μη λείπουν». Στο σημείο αυτό μάλιστα συνέδεσε άμεσα κάποιες από αυτές τις ελλείψεις φαρμάκων με την απόφαση από πλευράς πολιτείας να προχωρήσει στην άρση των παράλληλων εξαγωγών δεκάδων φαρμάκων που βρίσκονταν για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα σε καθεστώς απαγόρευσης. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε «(κάποια από τα 100 και πλέον φάρμακα που λείπουν) θα μπορούσαν να μη λείπουν γιατί ουσιαστικά στο παρελθόν είχαν απαγορευτεί οι παράλληλες εξαγωγές κάποιων φαρμάκων, είχαμε μία πάρα πολύ καλή ροή. Μόλις ξαναεπιτράπησαν οι εξαγωγές ξαναβρεθήκαμε στο μηδέν».

Διευκρίνισε δε ότι δεν αναφέρεται καθόλου σε φάρμακα τα οποία θα μπορούσαν να υποκατασταθούν πάρα πολύ εύκολα: «δεν αναφέρομαι καθόλου σε φάρμακα που είναι για παθήσεις καθημερινότητας, για αυτοφροντίδα αλλά για φάρμακα που είναι για το σάκχαρο, για παθήσεις του ήπατος, αντιπηκτικά, παιδικές αντιβιώσεις, εισπνεόμενα…».

Και βέβαια ανέφερε ότι για κάποια φάρμακα που βρίσκονται σε έλλειψη «η συζήτηση δεν θα πρέπει να είναι με τι θα το αντικαταστήσουμε. Η συζήτηση θα πρέπει να είναι πώς θα το έχουμε». Πάνω σε αυτό επανέλαβε ότι «σε κάποιες περιπτώσεις, όπως αυτά που σας ανέφερα (σ.σ. παθήσεις για τις οποίες παρατηρούνται ελλείψεις φαρμάκων) στο παρελθόν υπήρξαν απαγορεύσεις εξαγωγών». Για να καταλήξει ότι θα πρέπει να υπάρξουν απαγορεύσεις εξαγωγών τουλάχιστον στα φάρμακα εκείνα όπου αποδεδειγμένα έχουν πρόβλημα. Δεν είναι δυνατό να λέμε “απαγορεύω την παράλληλη εξαγωγή”, αποκαθίσταται η επάρκεια και μόλις αποκατασταθεί η επάρκεια και πούμε ότι ηρεμήσαμε για κάτι, να λέμε ωραία, τα ξαναδιώχνουμε και να μηδενίζουμε…».

Κι εδώ ακριβώς τίθεται το ερώτημα. Πώς γίνεται τόσο ο Υπουργός Υγείας όσο και ο Πρόεδρος του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκου δημόσια να αποσυνδέουν την απόφαση για άρση απαγόρευσης των εξαγωγών με τις παρατηρούμενες αυτήν την περίοδο ελλείψεις στην αγορά την ίδια στιγμή που οι φαρμακοποιοί -που προφανώς γνωρίζουν πολύ καλά και από πρώτο χέρι ποια είναι η κατάσταση και προφανώς έχουν εικόνα και των σκευασμάτων για τα οποία υπήρξε άρση απαγόρευσης- να τα συνδέουν;

Αξίζει εδώ να επισημανθούν δύο πράγματα:

Ένα από τα μέτρα που προωθεί η Πολιτεία για την παρακολούθηση της αγοράς φαρμάκων και της έγκαιρης διαπίστωσης των όποιων ελλείψεων είναι μία ηλεκτρονική πλατφόρμα μέσα από την οποία θα μπορεί ο ΕΟΦ να ξέρει ανά πάσα στιγμή τι γίνεται με τις ποσότητες του κάθε φαρμάκου που κυκλοφορεί στην ελληνική αγορά. Στην πρόσφατη (11 Μαρτίου) ημερίδα που διοργάνωσε ο Πανελλήνιος Φαρμακευτικός Σύλλογος με θέμα «Φαρμακευτική πολιτική: Μετατρέποντας τις προκλήσεις σε προοπτικές» σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας ο Υπουργός Υγείας κ. Άδωνις Γεωργιάδης είχε πει ότι η πλατφόρμα αυτή λειτουργεί ήδη από τις 21 Ιανουαρίου, ότι τουλάχιστον μέχρι την ημέρα της εκδήλωσης δεν ήταν στο 100% της λειτουργίας της καθώς μέχρι τότε απέμεναν κάποιες φαρμακαποθήκες που δεν είχαν ενσωματωθεί δίνοντας τα απαραίτητα στοιχεία αφού το λογισμικό το οποίο χρησιμοποιούσαν δεν ήταν συμβατό με την πλατφόρμα με αποτέλεσμα το Υπουργείο να τους δώσει κάποιον παραπάνω χρόνο για να μπορέσουν να προσαρμοστούν. Σύμφωνα δε με την εκτίμηση του κ. Γεωργιάδη η πλατφόρμα θα έπρεπε ήδη σήμερα να λειτουργεί ή τέλος πάντων να λειτουργήσει πολύ-πολύ σύντομα καθώς όπως είχε πει τότε, θα χρειαζόταν 45-50 μέρες από την 21η Ιανουαρίου για να συμβεί αυτό.

Από αυτό προκύπτει ότι το Υπουργείο Υγείας έχει δώσει μεγάλη έμφαση στην αξιοποίηση της τεχνολογίας για να ελέγξει την κατάσταση.

Το δεύτερο σημείο που παραδέχθηκε ευθέως ο κ. Γεωργιάδης είναι ότι  «οι παράλληλες εξαγωγές δεν είναι το πρώτο μας μέλημα. Το πρώτο μας μέλημα είναι η επάρκεια φαρμάκων στον ασθενή. Απλώς όντες μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και με τις δεσμεύσεις που αυτή η συμμετοχή μας φέρει δεν μπορούμε και τις απαγορεύσουμε επί μακρό χρονικό διάστημα».

Όπως είχε εξηγήσει λίγο νωρίτερα μιλώντας στην ημερίδα η πολιτεία έχει δύο αγαθά να ισορροπήσει: το πρώτο είναι η επάρκεια των φαρμάκων που αποτελεί την πρώτη επιλογή της κυβέρνησης καθώς αφορά τον Έλληνα ασθενή και το δεύτερο είναι η ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων, όπως ισχύει από τη συμμετοχή της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε αυτό το σημείο ο κ. Γεωργιάδης σημείωσε ότι «για το προηγούμενο καθεστώς των πολλών απαγορεύσεων είχαμε δεχθεί προειδοποιητική επιστολή από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έχω απαντήσει σε αυτήν την επιστολή και πιστεύω ότι με τη δικιά μας πολιτική είμαστε πολύ καλά προσαρμοσμένοι».  

Ανεξάρτητα πάντως από τον τρόπο και τις προτεραιότητες που έχει θέσει το Υπουργείο Υγείας για την αντιμετώπιση του προβλήματος το ερώτημα είναι το για ποιο λόγο ενώ για τους φαρμακοποιούς η άρση των εξαγωγών της  19ης Ιανουαρίου φαίνεται να έχει επαναφέρει προβλήματα στην αγορά που μέχρι τότε είχαν μειωθεί ενώ για το Υπουργείο Υγείας και τον αρμόδιο φορέα της Πολιτείας αυτό είναι κάτι που δεν ισχύει.

Ο κ. Γεωργιάδης είχε πει στην ημερίδα του ΠΦΣ ότι η πλατφόρμα ήδη, και χωρίς ακόμη να έχει ολοκληρωθεί η ενσωμάτωση όλων των φαρμακαποθηκών σε αυτήν, ήταν στη διάθεση του Υπουργείου σαν εργαλείο άσκησης πολιτικής και ότι ήταν δυνατό να φανεί εάν ένα φάρμακο λείπει και εάν η έλλειψή του οφείλεται σε εξαγωγές.

Ως προς την ετοιμότητα της πλατφόρμας βέβαια ο κ. Άρης Αγγελής, Γενικός Γραμματέας Στρατηγικού Σχεδιασμού του Υπουργείου Υγείας ήταν πιο συγκρατημένος καθώς είπε ότι από τον Ιανουάριο έχει ξεκινήσει «η παραγωγική διαδικασία της πλατφόρμας» και δεν μίλησε για λειτουργία της. Έδωσε μάλιστα και κάποια στοιχεία λέγοντας ότι σε σύνολο 194 φαρμακαποθηκών που έχουν άδεια χονδρικής πώλησης είχαν μπει μέχρι τότε μέσα στην πλατφόρμα 120 φαρμακαποθήκες, δηλαδή το 62% του συνόλου τονίζοντας ότι με την προσθήκη δεδομένων που είναι μία συνεχόμενη διαδικασία θα φανεί τελικά η αξιοπιστία των δεδομένων. «Προσπαθούμε να δούμε κατά πόσο αυτό που ισχύει (σ.σ. μέσα από τα δεδομένα που σταδιακά συγκεντρώνονται) είναι και η πραγματική εικόνα. Όταν αυτό το boarding (σ.σ. φόρτωμα των στοιχείων) όλων των σχετικών φορέων (σ.σ. από ΕΟΦ, από φαρμακευτικές εταιρείες, φαρμακαποθήκες, από φαρμακεία ΕΟΠΥΥ, από ΗΔΙΚΑ) ολοκληρωθεί θα είμαστε έτοιμοι να πούμε “τώρα το εφαρμόζουμε για τη λήψη των αποφάσεων του ΕΟΦ, του Υπουργείου κτλ.

Είναι ξεκάθαρο από τα παραπάνω ότι για ένα τόσο σοβαρό θέμα δημόσιας υγείας όπως είναι οι ελλείψεις φαρμάκων η άποψη πολιτείας και φαρμακοποιών για το εάν τελικά η άρση της απαγόρευσης παράλληλων εξαγωγών της 19ης Ιανουαρίου δημιούργησε ή όχι προβλήματα είναι διαφορετική.

Το γιατί συμβαίνει αυτό είναι ένα ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί.

Γιατί στο κάτω κάτω αυτό που μετράει είναι ότι κάποιοι άνθρωποι ταλαιπωρούνται ή διακινδυνεύουν την υγεία τους. Επομένως είναι ανάγκη να υπάρχει μία σύμφωνη γνώμη σε κάποια τουλάχιστον ζητήματα όλων εκείνων που ενδιαφέρονται για τους ανθρώπους αυτούς ώστε με ασφάλεια να γίνουν τα όποια επόμενα βήματα για την επίλυση ή έστω την καλύτερη δυνατή αντιμετώπιση του χρόνιου προβλήματος των ελλείψεων φαρμάκων.