ΥΓΕΙΑ & ΕΥΕΞΙΑ

Οι μέθοδοι αντισύλληψης μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού;

Οι μέθοδοι αντισύλληψης μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού;

Οι ερευνητές που μελέτησαν τους κινδύνους και τα οφέλη των αντισυλληπτικών μεθόδων που βασίζονται σε ορμόνες υποστηρίζουν ότι οι γιατροί πρέπει να έχουν πιο λεπτομερείς συζητήσεις με τις γυναίκες πριν τους συνταγογραφήσουν κάποια αντισυλληπτική μέθοδο.

 Από τη Ρούλα Σκουρογιάννη 

 

Σε μια νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στο New England Journal of Medicine, ο Ojvind Lidegaard από το Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης και οι συνεργάτες του διαπίστωσαν 20% υψηλότερο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού σε γυναίκες που χρησιμοποιούσαν στη φάση της έρευνας ή στο παρελθόν ορμονικά αντισυλληπτικά. Όσο περισσότερο οι γυναίκες χρησιμοποιούν αντισυλληπτικές μεθόδους, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος εκδήλωσης καρκίνου του μαστού: παρατηρήθηκε αύξηση περίπου 9% για τις γυναίκες που τις χρησιμοποίησαν για λιγότερο από ένα έτος και περίπου 38% για εκείνες που τις χρησιμοποίησαν για 10 ή περισσότερα χρόνια.

 Η μελέτη βασίστηκε σε ένα μητρώο υγείας στη Δανία, όπου όλες οι συμπληρωμένες συνταγές πρέπει να καταγράφονται, σύμφωνα με το νόμο. Οι πληροφορίες με τις συνταγογραφήσεις συνδυάστηκαν με ένα άλλο μητρώο για τον καρκίνο για να τεκμηριωθούν τυχόν συσχετισμοί μεταξύ αντισυλληπτικών και καρκίνου του μαστού. Ο Lidegaard και η ομάδα του παρακολούθησαν όλα τα ορμονικά αντισυλληπτικά, τα οποία περιλαμβάνουν τα από του στόματος χάπια ελέγχου των γεννήσεων, τα patches, τους κολπικούς δακτυλίους, τα IUD απελευθέρωσης ορμονών, τις ενέσεις και το λεγόμενο «χάπι της επόμενης ημέρας». Ο υψηλότερος σχετιζόμενος κίνδυνος παρατηρήθηκε στις γυναίκες που έλαβαν το «χάπι έκτακτης ανάγκης» σε σύγκριση με τις γυναίκες που δε χρησιμοποιούσαν αντισύλληψη.

 Ο Ledegaard επισημαίνει ότι ο αυξανόμενος κίνδυνος καρκίνου του μαστού που συνδέεται με την παρατεταμένη χρήση ορμονικών αντισυλληπτικών, υποδηλώνει έντονα μια σύνδεση μεταξύ των αντισυλληπτικών και του καρκίνου. Τα αποτελέσματα έρχονται ακριβώς μετά το πέρας μιας άλλης μελέτης Lidegaard και της ομάδας του που δημοσιεύθηκε το Νοέμβριο, όπου βρέθηκε συσχέτιση μεταξύ ορμονικών αντισυλληπτικών και αυξημένου κινδύνου απόπειρας αυτοκτονίας και αυτοκτονικού ιδεασμού. Προηγούμενες μελέτες έχουν επίσης συνδέσει τα από του στόματος αντισυλληπτικά με τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού, καθώς και με θρόμβους αίματος.

 Ήρθε η ώρα να επανεκτιμηθούν τα ορμονικά αντισυλληπτικά και να υπενθυμίσουμε στους γιατρούς ότι πρέπει να συζητούν τους κινδύνους και τα οφέλη των φαρμάκων πριν τα συνταγογραφήσουν, επισημαίνει ο Lidegaard. Πολύ συχνά, λέει, οι γιατροί δεν παρακολουθούν στενά τις γυναίκες που κάνουν χρήση αντισυλληπτικών επειδή γενικά πρόκειται για ασφαλή προϊόντα. Αν και ο απόλυτος κίνδυνος διαταραχών της διάθεσης και εκδήλωσης καρκίνου εξακολουθεί να είναι μικρός, είναι ωστόσο αρκετός για να δικαιολογεί ευρύτερο έλεγχο για κάθε γυναίκα ξεχωριστά. Οι γυναίκες με ιστορικό διαταραχών διάθεσης και κατάθλιψης, για παράδειγμα ή οικογενειακό ιστορικό αυτών των καταστάσεων, θα πρέπει να αξιολογούνται πιο στενά αφού συνταγογραφηθεί ένα ορμονικό αντισυλληπτικό.

 Το ίδιο θα πρέπει να ισχύει για γυναίκες με υψηλότερο κίνδυνο καρκίνου του μαστού λόγω οικογενειακού ιστορικού της νόσου. Ο Lidegaard ακολουθεί μια δοκιμαστική περίοδο όταν συνταγογραφεί ορμονικά αντισυλληπτικά, αξιολογώντας προσεκτικά τις γυναίκες για περίπου τρεις μήνες μετά την πρώτη έναρξη των φαρμάκων. «Οι γυναίκες καταλαβαίνουν ότι οτιδήποτε κι αν κάνουν έχει κάποιο ποσοστό κινδύνου και τα ορμονικά αντισυλληπτικά δεν αποτελούν εξαίρεση», λέει ο Lidegaard. «Πρέπει να κάνουμε μεμονωμένες αξιολογήσεις των κινδύνων και των οφελών. Για μερικές γυναίκες θα εξακολουθεί να είναι μια καλή επιλογή να πάρουν αντισύλληψη για μερικά χρόνια. Για άλλες γυναίκες, για παράδειγμα γυναίκες με τάση προς κατάθλιψη, πρέπει πραγματικά να σκεφτούμε δύο φορές πριν τους δώσουμε ένα προϊόν που μπορεί να επιδεινώσει την ψυχική τους κατάσταση. Το ίδιο ισχύει και για τις γυναίκες που έχουν γενετική προδιάθεση για καρκίνο του μαστού με γονίδια BRCA».