ΥΓΕΙΑ & ΕΥΕΞΙΑ

Τα τραυματικά συμβάντα αυξάνουν τους πονοκεφάλους και τις ημικρανίες

Τα τραυματικά συμβάντα αυξάνουν τους πονοκεφάλους και τις ημικρανίες

Ρούλα Σκουρογιάννη

Οι έφηβοι που εκτίθενται σε τραυματικά ή τρομοκρατικά γεγονότα μπορεί να έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εκδήλωσης ημικρανίας, με εβδομαδιαία ή και καθημερινή συχνότητα, σύμφωνα με μελέτη των εφήβων που επιβίωσαν από τρομοκρατική επίθεση στη Νορβηγία.

 

Τα ευρήματα ενισχύουν περαιτέρω τη θεωρία ότι η βία και το ψυχολογικό τραύμα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σωματικά συμπτώματα.

 

«Έχουμε πολύ λίγες συστηματικές γνώσεις σχετικά με τις φυσικές συνέπειες του τρόμου και των βίαιων γεγονότων, ειδικά επειδή οι άνθρωποι μπορεί να μην κατανοήσουν τη σύνδεση ή να πάνε καν στο γιατρό», δήλωσε η συγγραφέας της μελέτης Dr. Synne Stensland του Νορβηγικού Κέντρου για τη Βία και τη Μελέτη του Τραυματικού Άγχους, στο Πανεπιστήμιο του Όσλο. «Υπάρχουν άνθρωποι που δε λαμβάνουν τη βοήθεια που χρειάζονται για σωματικά και ψυχολογικά προβλήματα, ειδικά όταν αυτά γίνονται πιο σοβαρά ή συχνά», δήλωσε η Dr. Stensland.

 

Στις 22 Ιουλίου 2011, ένας σκοπευτής άρχισε να πυροβολεί αδιακρίτως στην καλοκαιρινή κατασκήνωση εθελοντών του Νορβηγικού Εργατικού Κόμματος. Ο άνθρωπος, μεταμφιεσμένος ως αστυνομικός, σκότωσε 69 άτομα και τραυματίστηκε σοβαρά άλλα 33. Πολλοί από τους 358 επιζώντες είδαν τι συνέβη και διακινδύνευσαν να πνιγούν στην προσπάθεια να ξεφύγουν. Οι περισσότεροι έχασαν φίλους στο συμβάν.

 

Οι επιζώντες έχουν συμμετάσχει σε αρκετές μελέτες για να κατανοηθεί πώς ο τρόμος και ο τραυματισμός επηρεάζουν τους εφήβους. Σε μία μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Neurology, η Dr. Stensland και οι συνάδελφοί της εξέτασαν τις επαναλαμβανόμενες ημικρανίες και τους πονοκεφάλους τάσεως σε 213 επιζώντες, ηλικίας 13 έως 20 ετών. Ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό πήρε συνέντευξη από τους επιζώντες περίπου τέσσερις μήνες μετά την επίθεση και πάλι 18 μήνες μετά και πάλι τρία χρόνια μετά την επίθεση.

 

Η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε ότι οι επιζώντες τρομοκρατικής επίθεσης ανέφεραν πολλούς επαναλαμβανόμενους πονοκεφάλους τάσεως και ημικρανίες, με μεγαλύτερη συχνότητα στα κορίτσια. Συγκεκριμένα, η συχνότητα ήταν τρεις φορές μεγαλύτερη από ό, τι στις νεαρές γυναίκες στο γενικό πληθυσμό της Νορβηγίας.

 

Τα επίπεδα μετατραυματικής ψυχολογικής δυσφορίας ήταν πολύ υψηλότερα.

 

«Μείναμε έκπληκτοι. . . η σύνδεση ήταν τόσο έντονη ανάμεσα στο τρομοκρατικό επεισόδιο και τους πονοκεφάλους, αν και αντιλαμβανόμαστε ότι υπήρχαν και πολλοί άλλοι παράγοντες», ανέφερε η Stensland.

 

Μελλοντικές μελέτες θα συνεχίσουν να παρακολουθούν τα φυσικά και ψυχολογικά συμπτώματα που αντιμετωπίζουν οι συγκεκριμένοι έφηβοι.

 

«Τα περιστατικά τρόμου είναι δυστυχώς συνηθισμένα παγκοσμίως και παρόλο που οι σωματικές συνέπειες (στους επιζώντες) αντιμετωπίζονται επαρκώς, οι αόρατες ουλές του ψυχολογικού τραύματος λαμβάνουν πολύ λιγότερη προσοχή», δήλωσε ο Dr. Gretchen Tietjen, διευθυντής του The Headache Treatment and Research Program στο Πανεπιστήμιο του Τολέδο.

 

«Το ψυχολογικό τραύμα κατά τη διάρκεια κρίσιμων περιόδων ανάπτυξης επηρεάζει τον εγκέφαλο με τρόπους που αλλάζουν όχι μόνο την ψυχή, αλλά και τα μεταβολικά, ανοσολογικά, ενδοκρινικά και νευρικά συστήματα», δήλωσε στo Reuters Health. «Αυτές οι αλλαγές οδηγούν σε αυξημένη ευαισθησία σε μια μεγάλη ποικιλία ασθενειών στην ενήλικη ζωή, κατάσταση που μπορεί να κληροδοτηθεί ακόμη και στην επόμενη γενιά».

 

Η σύνδεση αυτή του ψυχολογικού τραύματος εκτείνεται πέρα από τα τρομοκρατικά γεγονότα μέχρι την παιδική κακοποίηση, τη συναισθηματική κακοποίηση και τη σεξουαλική βία, πρόσθεσε η Stensland. Η κατάχρηση στις σχέσεις μεταξύ συνεργατών ή ο εκφοβισμός από τα social media μπορεί να έχει παρόμοιο αποτέλεσμα.

 

Η Stensland τονίζει, επίσης, ότι πρέπει να διερευνηθεί το θέμα της σωστής ιατρικής αντιμετώπισης, της συνταγογράφησης φαρμακευτικής αγωγής και της κατάχρησης των παυσίπονων. Οι έφηβοι μπορεί να αντιμετωπίσουν τους πονοκεφάλους με φάρμακα χωρίς ιατρική συνταγή, αλλά αυτό δεν αντιμετωπίζει τα υποκείμενα θέματα που σχετίζονται με το τραυματικό επεισόδιο, σημείωσε. «Οι έφηβοι θεραπεύονται αλλά λίγοι πάνε στο γιατρό. Αν ωστόσο, συνεχίσουν να παίρνουν απλώς φάρμακα, μπορεί να συμβάλλουν στην εμπέδωση χρόνιας συμπεριφοράς», τονίζει. «Ζητήστε βοήθεια νωρίς. Αυτό είναι το κλειδί».