της Πόπης Γεωργίου
Σε έκτακτη συνέντευξη Τύπου, χθες το πρωί, το Δ.Σ. του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ) υποστήριξε ότι αποδεικνύονται καταστροφικές οι επιπτώσεις των προτεινόμενων νέων μέτρων που προκρίνει το Υπουργείο Υγείας, τόσο για το δικαίωμα των Ελλήνων ασθενών στην απρόσκοπτη και ισότιμη πρόσβαση στις αναγκαίες θεραπείες, όσο και για τη Δημόσια Υγεία και τη βιωσιμότητα του φαρμακευτικού κλάδου.
Σύμφωνα με τον ΣΦΕΕ, λοιπόν, λαμβάνοντας υπόψη την ήδη βεβαρημένη «κλινική εικόνα» των δημοσίων δαπανών για την υγεία στη χώρα -η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη στην Ελλάδα βρίσκεται στο 50% του ευρωπαϊκού μέσου όρου – τα στελέχη του ΣΦΕΕ αναφέρθηκαν στην φαρμακευτική φτωχοποίηση και τις ολέθριες διαστάσεις, που αγγίζουν την ανθρωπιστική και κοινωνική απειλή, που συνεπάγεται η εφαρμογή των νέων μέτρων. Συγκεκριμένα, τα νέα μέτρα της φαρμακευτικής πολιτικής βάζουν «κόφτη» στην ελπίδα των Ελλήνων ασθενών:
– Καθώς παρεμποδίζουν την πρόσβαση των βαρέως και χρονίως πασχόντων ασθενών σε καινοτόμες θεραπείες, επιβραδύνοντας, έως και 4 χρόνια, την είσοδο νέων και σημαντικών φαρμάκων στη χώρα. Αφού θα εισέρχονται στην αγορά εφόσον αποζημιώνονται σε 14 χώρες της ΕΕ (εκ των οποίων οι 7 θα πρέπει να συμμετέχουν στο εθελοντικό σύστημα αξιολόγησης τεχνολογίας υγείας-HTA). Τέσσερα χρόνια καθυστέρησης για ασθενείς, που μια καινοτόμος θεραπεία μπορεί να είναι και η μοναδική τους ελπίδα, είναι καταδίκη. Οι ασθενείς αυτοί δεν έχουν την πολυτέλεια του χρόνου.
– Επιπλέον,, τιμωρούν τα νέα φάρμακα με 25% επιπλέον προκαταβολικών εκπτώσεων (rebate). Φτάνοντας δηλαδή τη συνολική επιβάρυνση των νέων φαρμάκων σε ποσοστό άνω του 60% (rebate όγκου 20% + rebate 25% των νέων φαρμάκων + clawback 17% μέσος όρος). Αν προσμετρηθεί μάλιστα, και το γεγονός πως η χώρα μας διαμορφώνει και το πλαίσιο των χαμηλότερων τιμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο καθένας καταλαβαίνει πως τα προσκόμματα λαμβάνουν θηριώδη χαρακτήρα. Με μόνο χαμένο τον Έλληνα ασθενή.
Παράλληλα, το Δ.Σ. του ΣΦΕΕ τονίζει πως τα νέα μέτρα απειλούν τη βιωσιμότητα του φαρμακευτικού κλάδου, που εδώ και καιρό λειτουργεί πάνω από τα όρια αντοχών του:
- Η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη, που συνεχώς μειώνεται τα τελευταία χρόνια, σήμερα έχει οροφή τα 1.945 εκ. ευρώ και τα 570 εκ. ευρώ για τα νοσοκομεία, είναι και ανεπαρκής και παρουσιάζει συνεχή και ανεξέλεγκτη υπέρβαση. Γιατί προσδιορίστηκε αυθαίρετα, χωρίς να λαμβάνει υπόψη της τις πραγματικές ανάγκες των Ελλήνων ασθενών, την επιβάρυνση της τριτοβάθμιας υγείας, αλλά και τη ραγδαία αύξηση των ανασφάλιστων. Τις επιπλέον ανάγκες τις καλύπτουν από τη μία οι ασθενείς (από το 9% το 2009 η μέση συμμετοχή ανήλθε στο 26% το 2015) και από την άλλη οι εταιρίες, που με τις υποχρεωτικές εκπτώσεις και επιστροφές χρηματοδοτούν το 25% των φαρμακευτικών δαπανών. Δηλαδή, τη χρήση ενός στα τέσσερα φάρμακα την καλύπτει ο φαρμακευτικός κλάδος.
- Επιπρόσθετα, σαν να μην είναι αρκετά όλα αυτά, η κυβέρνηση προχωρά σε επιπλέον και μόνιμη αφαίμαξη των φαρμακευτικών εταιριών.Στο ήδη ασφυκτικό πλαίσιο, με clawbackκαι rebates εκτός ελέγχου, αυξάνουν κι άλλο τις φοροεισπρακτικές επιβαρύνσεις. Ενδεικτική της κατάστασης που καλούνται να διαχειριστούν οι επιχειρήσεις, είναι ότι ο μηχανισμός αυτόματων επιστροφών (clawback) των φαρμακευτικών επιχειρήσεων προς τον ΕΟΠΥΥ έχει αυξηθεί κατά 42.3%, από το αντίστοιχο του 2015, το Α’ εξάμηνο του 2016. Ενώ το νεοεισαχθέν νοσοκομειακό clawback ανήλθε σε €140 εκατ. (41% της δαπάνης) και φαίνεται ότι θα διπλασιαστεί έως το τέλος του έτους. Σε ένα κονδύλι €570 εκατ. δημιουργεί ένα δυσβάσταχτο φορτίο.
- Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, αντί η κυβέρνηση να λάβει μέτρα που θα μειώσουν το ανορθολογικό και άδικοclawback κατά 30% το 2017 – που αποτελεί άλλωστε και μνημονιακή δέσμευση – στην πραγματικότητα, μεταφέρει τη μείωση από το clawback στο αυξημένο rebate. Με αποτέλεσμα να δημιουργούνται συνθήκες εξόντωσης των φαρμακευτικών επιχειρήσεων, να απειλούνται χιλιάδες θέσεις εργασίας, καθώς και να δημιουργούνται συνθήκες αποεπένδυσης στον κλάδο.