Από τη Γιάννα Τριανταφύλλη.

Μέχρι πρόσφατα, οι περισσότερες μυκητιάσεις δεν αποτελούσαν σημαντική απειλή για την ανθρώπινη υγεία. Το προηγμένο ανοσοποιητικό μας σύστημα και η υψηλή θερμοκρασία του σώματός μας δημιούργησαν ένα αφιλόξενο περιβάλλον για μύκητες, οι οποίοι, ως επί το πλείστον, μολύνουν νοσηλευόμενους ασθενείς ή άτομα που λαμβάνουν ανοσοκατασταλτικά φάρμακα. 

Ωστόσο, τα τελευταία 10 χρόνια, έκανε την εμφάνισή του ένα νέο μυκητιακό παθογόνο, το Candida auris, που διακρίνεται για την ισχυρή αντοχή σε πολλά φάρμακα, την περιβαλλοντική επιβίωση και την υψηλή μεταδοτικότητά του. Εντοπίστηκε για πρώτη φορά το 2008, αποικίζοντας τον ακουστικό πόρο ενός Ιάπωνα ασθενή και έκτοτε έχει πλέον εδραιωθεί ως παγκόσμιο παθογόνο σε περισσότερες από 40 χώρες παγκοσμίως.

Τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) έχουν χαρακτηρίσει το Candida auris ως «επείγουσα απειλή», επειδή είναι ανθεκτικό σε πολλά φάρμακα, μπορεί να επιβιώσει για εβδομάδες ολόκληρες σε άψυχες επιφάνειες και αντικείμενα, εξαπλώνεται εύκολα σε εγκαταστάσεις υγειονομικής περίθαλψης και μπορεί να προκαλέσει σοβαρές, λοιμώξεις με υψηλά ποσοστά θνησιμότητας. Η ταυτοποίηση του μύκητα Candida auris εμφανίζει επίσης σημαντικές δυσκολίες με αποτέλεσμα να μην επαρκούν οι συνήθεις εργαστηριακές μεθοδολογίες ταυτοποίησης.

Το Candida auris προκαλεί συστηματικές λοιμώξεις, όπως βακτηριαιμίες, λοιμώξεις μαλακών μορίων και λοιμώξεις χειρουργικού πεδίου σε βαρέως πάσχοντες συνήθως ασθενείς όλων των ηλικιών, από πρόωρα βρέφη έως ηλικιωμένους. Απομονώνεται επίσης από δείγματα αναπνευστικού και ούρων, συστήματα τα οποία συχνά αποικίζει.Η θνητότητα μπορεί να φτάσει έως 70% σε περιστατικά μυκηταιμίας από C. auris, που συνήθως αφορούν σε ασθενείς ήδη πολύ επιβαρυμένους με άλλα σοβαρά υποκείμενα νοσήματα.

Μετάδοση του Candida auris και μέσω των ταξιδιών

Τα τελευταία δέκα χρόνια το μυκητιασικό παθογόνο Candida auris έχει αναδειχθεί ως μία από τις μεγαλύτερες απειλές για τις εγκαταστάσεις υγειονομικής περίθαλψης παγκοσμίως στις ΗΠΑ.

Μια νέα μελέτη αποκάλυψε υψηλή κινητικότητα του παθογόνου στην περιοχή του μετρό Νέα Υόρκη-Νιου Τζέρσεϊ, η οποία αντιπροσωπεύει σχεδόν το 20% των κρουσμάτων στη χώρα.

Στην μελέτη αυτή, ερευνητές του Ιατρικού Κολλεγίου της Νέας Υόρκης, αποκαλύπτουν νέες εκπληκτικές συνδέσεις μεταξύ της αρχικής εξάπλωσης του παθογόνου, των διεθνών ταξιδιών και των τοπικών δικτύων υγειονομικής περίθαλψης, προσθέτοντας μια επιπλέον διάσταση στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο εξαπλώνονται τα ανθεκτικά στα φάρμακα παθογόνα σε όλο τον κόσμο. 

«Η Νέα Υόρκη είναι ένας σημαντικός κόμβος των ΗΠΑ για διεθνείς επιβάτες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων από τη Νότια Ασία, όπου το υπερμικροβιακό C. auris είναι ευρέως διαδεδομένο. Το ξέσπασμα του C. auris στις ΗΠΑ το 2016 συνέβη κατά τη διάρκεια αυξανόμενων ταξιδιών και εμπορικών συναλλαγών με τη Νότια Ασία. Είναι ενδιαφέρον ότι η επανέναρξη των ταξιδιών μετά την πανδημία COVID-19 συνέπεσε με περαιτέρω αύξηση των κρουσμάτων. Τα ευρήματά μας υποδεικνύουν ότι η εισαγωγή του C. auris στην περιοχή της Νέας Υόρκης-Νιου Τζέρσεϊ δεν οφειλόταν στην τύχη αλλά ήταν στενά συνδεδεμένη με τα ταξιδιωτικά δίκτυα», δήλωσε ο Δρ. Vishnu Chaturvedi, Ph.D., καθηγητής παθολογίας, μικροβιολογίας και ανοσολογίας.

Σύμφωνα με τους ειδικούς, για την πρόληψη των λοιμώξεων από Candida auris, όπως και για την πρόληψη των νοσοκομειακών λοιμώξεων, η υγιεινή των χεριών από τα μέλη του προσωπικού, ο σχολαστικός καθαρισμός των επιφανειών και η εφαρμογή ορθών πρακτικών στη διαχείριση των ασθενών είναι πρωταρχικής σημασίας.

Πηγή: Microbiology Spectrum 

Share.
Exit mobile version
Μετάβαση στο περιεχόμενο