«Τις τελευταίες ημέρες ορισμένοι κύκλοι που σχετίζονται με ξένα επιχειρηματικά συμφέροντα επιχειρούν να επαναφέρουν το γνωστό και πολυφορεμένο πλέον ψευδές αφήγημα περί δήθεν υψηλών τιμών των γενοσήμων», αναφέρει σε χτεσινή της ανακοίνωση η Πανελλήνια Ένωση Φαρμακοβιομηχανίας, σχετικά με την ανακίνηση από συγκεκριμένα ξένα επιχειρηματικά συμφέροντα του θέματος της φαρμακευτικής δαπάνης και των τιμών των γενοσήμων.
Το ψέμα
«Είναι γνωστή πλέον η τακτική των κύκλων αυτών που, αν και αποτελούν μειοψηφία, επιδιώκουν τον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης ισχυριζόμενοι με προκλητικό τρόπο ότι τη φαρμακευτική δαπάνη επιβαρύνουν τάχα τα παλαιά και καταξιωμένα φάρμακα με μέση τιμή 7 ευρώ και όχι όσα εισαγόμενα διατίθενται με μέση τιμή τα 100 ευρώ».
«Κάθε φορά που η συζήτηση αγγίζει την ουσία του προβλήματος της φαρμακευτικής δαπάνης και εστιάζεται στην αξιολόγηση των νέων φαρμάκων και στον τρόπο αποζημίωσής τους, τίθεται σε λειτουργία ένας μηχανισμός παραπληροφόρησης. Όσοι έχουν συμφέρον να διατηρούν δεσπόζουσα θέση, με ακριβά εισαγόμενα φάρμακα, επιδιώκουν να στοχοποιήσουν τα γενόσημα φάρμακα (που αποτελούν και την κύρια Ελληνική φαρμακευτική παραγωγή) ότι δήθεν αυτά επιβαρύνουν τη φαρμακευτική δαπάνη.
Όμως, όπως όλα τα παραπλανητικά αφηγήματα, έτσι και αυτό έχει εξαντλήσει την όποια δυναμική επιδιώκουν επίμονα οι εμπνευστές του».
Η αλήθεια
- «Η αλήθεια είναι πως την τελευταία επταετία επιβλήθηκαν συνεχείς και σημαντικές μειώσεις στις τιμές των γενοσήμων φαρμάκων. Οι μειώσεις αυτές σε αρκετές περιπτώσεις υπερβαίνουν αθροιστικά το -80% και, συνολικά, φθάνουν μεσοσταθμικά στο -67%. Οι εξαντλητικές αυτές συνθήκες τιμολόγησης, σε συνδυασμό με το μικρό μέγεθος της κατανάλωσης και τις επιπλέον επιβαρύνσεις μέσω των rebates και των clawbacks έχουν καταστήσει τα ελληνικά γενόσημα από τα φθηνότερα της Ευρώπης. Ο διακινούμενος, λοιπόν, από όσους έχουν οικονομικό συμφέρον να το πράττουν, μύθος των «ακριβών γενοσήμων» έχει πλέον ξεφτίσει. Γιατί πως είναι δυνατόν τα παλαιά οικονομικά φάρμακα που δεν έχουν μάλιστα τον όγκο που τους αντιστοιχεί, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες, να ευθύνονται για το κόστος της αποζημιούμενης φαρμακευτικής περίθαλψης;
- Η αλήθεια είναι πως για τη φαρμακευτική δαπάνη ευθύνεται η υπερβολική συνταγογράφηση των ακριβότερων προστατευόμενων φαρμάκων, όπως προκύπτει και από τα συγκριτικά στοιχεία μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και αυτό τη στιγμή που το Σύστημα Υγείας ασφυκτιά, λόγω μνημονίων, από υπερβολικά χαμηλό πλαφόν φαρμακευτικής δαπάνης.
- Η αλήθεια είναι πως την κατάσταση επιβαρύνει αδικαιολόγητα η αδυναμία ελέγχου της συνταγογράφησης και εξορθολογισμού της ασφαλιστικής αποζημίωσης.
- Η αλήθεια είναι ότι, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του ΕΟΠΠΥ, οι νέες δραστικές που κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά από το 2014 και μετά, άλλες δικαίως και άλλες αδίκως, επιβάρυναν τη φαρμακευτική δαπάνη με 260 περίπου εκατ. ευρώ το 2016! Όσο περίπου ζητούν κάποιοι εισαγωγείς (εντελώς τυχαία… ) να καρατομηθούν περαιτέρω οι τιμές των γενοσήμων, προκειμένου να «αδειάσει ο χώρος» για να … δράσουν τα νέα ακριβά φάρμακα τους, ανεξάρτητα από τον βαθμό της καινοτομίας τους.
- Η αλήθεια είναι πως η εξαντλημένη οικονομικά Ελλάδα, εξακολουθεί να κατατάσσεται μεταξύ των χωρών με την ταχύτερη, μεγαλύτερη διείσδυση των νέων ακριβών φαρμάκων.
- Η αλήθεια είναι ότι έχει γίνει πια κατανοητό ότι όσοι προσπαθούν να μας πείσουν ότι η υπέρβαση του προϋπολογισμού της φαρμακευτικής δαπάνης προκαλείται από τα δήθεν «ακριβά γενόσημα» είναι αυτοί που έχουν συμφέρον να εξαντλήσουν και να βγάλουν από τη μέση την Ελληνική Φαρμακοβιομηχανία – 40 επιχειρήσεις που παράγουν οικονομικά, αξιόπιστα και διεθνώς καταξιωμένα φάρμακα, προσφέροντας χιλιάδες θέσεις εργασίας και σημαντική προστιθέμενη αξία στην οικονομία.
Είμαστε σίγουροι ότι η πλειοψηφία των Ελληνικών και ξένων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στο χώρο του φαρμάκου επιθυμούν μια ισορροπία ανάμεσα στα παλαιά καταξιωμένα φάρμακα και τα νέα καινοτόμα. Καλό είναι να εργαστούμε όλοι μαζί προς αυτή την κατεύθυνση αυτή με στόχο να επικρατήσουν δίκαιες και βιώσιμες συνθήκες στο χώρο της φαρμακευτικής πολιτικής».