Στις 29 Ιουνίου είχε πραγματοποιηθεί στο υπουργείο Υγείας συνάντηση του υπουργού, Ανδρέα Ξανθού με εκπροσώπους της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ) και του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδας (ΣΦΕΕ) για το νέο τρόπο υπολογισμού του μηχανισμού επιστροφής για την φαρμακευτική δαπάνη (clawback).

 

Ο υπουργός Υγείας ανέλυσε τότε στους εκπροσώπους της φαρμακοβιομηχανίας την τελική πρόταση του υπουργείου Υγείας για την κατανομή του ποσού η οποία υλοποιείται με Υπουργική Απόφαση που υπεγράφη την ίδια μέρα. Σύμφωνα με το νέο τρόπο υπολογισμού του clawback , στο εξής το 10% του συνολικού ποσού θα επιβαρύνει τις εταιρείες που προκαλούν τη μεγαλύτερη υπέρβαση, και το 90% θα υπολογίζεται με βάση το μερίδιο αγοράς  κάθε εταιρείας.

Κι ενώ όλα έδειχναν προς την σωστή κατεύθυνση, στην ουσία δεν ήταν και αυτό αποδείχτηκε χθες. Όπως ανέφερε η ΠΕΦ, «ο ΕΟΠΥΥ επιβεβαιώνει το αδιέξοδο της φαρμακευτικής πολιτικής. Αδύνατον να επιτευχθούν οι φετινοί στόχοι για τα γενόσημα και τη μείωση του clawback».

Και εξηγούν ότι η πρόσφατη 4η τροποποίηση του προϋπολογισμού του ΕΟΠΥΥ επιβεβαιώνει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο το σημερινό αδιέξοδο της φαρμακευτικής πολιτικής καθώς ο Οργανισμός «εκτιμά ότι η αξία των αποζημιούμενων φαρμάκων για το πρώτο εξάμηνο του 2017 θα φτάσει τα 1.373 εκατ. ευρώ με το όριο του κλειστού φαρμακευτικού προϋπολογισμού να έχει οριστεί στα 973 εκατ.  ενώ ανάλογη αναμένεται και η υπέρβαση στα φάρμακα των νοσοκομείων. Με βάση τα δεδομένα αυτά, εκτιμάται ότι η βιομηχανία θα κληθεί να επιστρέψει σε ετήσια βάση ένα τεράστιο ποσό σε υποχρεωτικές εκπτώσεις και επιστροφές στον ΕΟΠΠΥ και στα νοσοκομεία, το οποίο  πλησιάζει το 1 δις ευρώ».

Η ΠΕΦ χτυπάει «κόκκαλο» αναφέροντας ότι «δυστυχώς, έπειτα από μια επταετία ατυχών επιλογών και λανθασμένων κατευθύνσεων, η χώρα οδηγείται σε ένα σύστημα φαρμακευτικής περίθαλψης όπου τουλάχιστον το 1/3 της δαπάνης καλύπτεται από τη φαρμακοβιομηχανία. Ταυτόχρονα, η επάρκεια και ο ομαλός εφοδιασμός της αγοράς αποτελούν καθημερινό στοίχημα».

Και χαρακτηρίζοντας ως «δυσβάστακτο πλέον το clawback» σημειώνει ότι ο σημερινός τρόπος υπολογισμού του clawback του ΕΟΠΥΥ επιβαρύνει άδικα τη φαρμακοβιομηχανία και με το κέρδος της εφοδιαστικής αλυσίδας. «Στο πλαίσιο αυτό το clawback του ΕΟΠΥΥ θα πρέπει να υπολογίζεται με βάση την τιμή παραγωγού (ex-factory) ώστε να αντιστοιχεί στα πραγματικά έσοδα των εταιρειών, ενώ είναι απαραίτητο να τεθεί ένα απόλυτο ανώτατο όριο για το clawback π.χ. όχι πάνω από τα 200 εκατ. ευρώ το χρόνο. Παράλληλα, το νέο αυξημένο rebate και οι συνεχείς μονομερείς μειώσεις τιμών που – θα πρέπει να τονιστεί – επικεντρώνονται στα ήδη οικονομικά φάρμακα θέτουν σε κίνδυνο την επάρκεια της φαρμακευτικής αγοράς ενώ,  παράλληλα,  απειλούν και τη βιωσιμότητα υγειών φαρμακευτικών επιχειρήσεων με εκατοντάδες εργαζόμενους. Το γεγονός αυτό, πέραν των άλλων, εγείρει και σοβαρά νομικά θέματα, αφού το ρυθμιστικό πλαίσιο υποχρεώνει τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις να λειτουργήσουν σε συνθήκες περιορισμένης οικονομικής ελευθερίας. Το περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί είναι κατάφωρα άδικο για τα παλαιά οικονομικά φάρμακα και τα γενόσημα, τα οποία οδηγούνται σε έξοδο από την αγορά ακριβώς τη στιγμή που η παραμονή τους σε αυτή είναι όσο ποτέ άλλοτε απαραίτητη γιατί δημιουργούν κρίσιμες εξοικονομήσεις στο σύστημα Υγείας».

Υπό το παρόν πλαίσιο οι φετινοί στόχοι της διείσδυσης των γενοσήμων στο 40% και της μείωσης του clawback κατά 30% είναι αδύνατο να επιτευχθούν!

 

Μ.Τ.

Share.
Exit mobile version