Σχεδόν 1 δις ευρώ θα κληθούν να πληρώσουν οι φαρμακευτικές εταιρείες φέτος, σε rebate και clawback σύμφωνα  με στοιχεία που  έρχονται στη δημοσιότητα.

Με τη φαρμακευτική δαπάνη να έχει ξεφύγει από τις προβλέψεις, ειδικά στα φάρμακα του Ν.3816, και τις αναμενόμενες μεταρρυθμίσεις σε σχέση με την ηλεκτρονική συνταγογράφηση αλλά και τα θεραπευτικά πρωτόκολλα να μένουν στάσιμες, το ποσό που αναμένεται να πληρώσουν οι ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες μόνο, σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασαν, για το έτος 2016 σε clawback αυξήθηκε 37% σε αντίθεση με τις πωλήσεις τους που εμφανίζουν πτώση!

Οι φαρμακευτικές εταιρείες ζητούν επίμονα από τον ΕΟΠΥΥ να δημοσιεύσει τις δαπάνες ανά θεραπευτική κατηγορία έτσι ώστε να δουν από πού προέρχεται το μεγαλύτερο μέρος του προβλήματος, ωστόσο μέχρι σήμερα κάτι τέτοιο δεν έχει γίνει λόγω της επίκλησης του εμπορικού απορρήτου. Το υπουργείο όμως εξετάζει το θέμα και υπάρχουν πληροφορίες ότι εντός των επομένων ημερών θα παρουσιάσουν τα δεδομένα ανά θεραπευτική κατηγορία. Το ζήτημα απασχολεί έντονα και το υπουργείο μιας και η αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης επιβαρύνει σε μεγάλο ποσοστό και τους ασφαλισμένους που καλούνται να πληρώσουν συμμετοχή.

Αυτή τη στιγμή περίπου ένα στα τέσσερα εξωνοσοκομειακά φάρμακα και ένα στα τρία νοσοκομειακά καλύπτονται ουσιαστικά από τις φαρμακευτικές εταιρείες μέσω του clawback και του rebate που καλούνται να πληρώσουν, ποσά δυσβάσταχτα με τα σημερινά δεδομένα.

Πιο συγκεκριμένα, οι προβλέψεις δείχνουν ότι οι εταιρείες θα κληθούν να καταβάλουν σε rebate το ποσό των 3,62 εκ. ευρώ για το πρώτο εξάμηνο και 215 εκ. ευρώ για το δεύτερο, ενώ σε clawback το ποσό της υπέρβασης θα φτάσει τα 446, 23 εκ. ευρώ για το έτος (αύξηση περίπου 129,2 εκ. ευρώ σε σχέση με όσα είχε προβλέψει – προϋπολογίσει ο ΕΟΠΥΥ.

 

H αλήθεια πίσω από τους αριθμούς

 

Με συνολική φαρμακευτική δαπάνη του ΕΟΠΥΥ να είναι λιγότερο από 2 δις. ευρώ, το ποσό που καλούνται να πληρώσουν οι φαρμακευτικές εταιρείες πλησιάζει το 1 δις. ευρώ.

Κατά βάση δεν υπάρχει ουσιαστική μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης όπως οι εκάστοτε κυβερνήσεις ευαγγελίζονται. Υπάρχει μόνο μετατόπιση της δαπάνης κατά 25% με αυξητικές τάσεις προς τη φαρμακευτική βιομηχανία και κατά ένα αντίστοιχο ποσοστό στους πολίτες με τη «συμμετοχή».

Η πίεση που ασκείται στις φαρμακευτικές εταιρείες είναι πολύ μεγάλη αφού υποχρεώνονται σε πολύ μεγάλες εκπτώσεις και πλέον απειλείται ευθέως η βιωσιμότητα τους. Για τις μεν πολυεθνικές εταιρείες αυτή η πρακτική μπορεί να οδηγήσει και σε σκέψεις για παύση εργασιών στην Ελλάδα, με τις αντίστοιχες συνέπειες – απόσυρση φαρμακευτικών σκευασμάτων από την αγορά, καθυστέρηση εισαγωγής νέων καινοτόμων φαρμάκων που σώζουν ζωές, αλλά και μείωση σημαντικού αριθμού υψηλής ποιότητας θέσεων εργασίας. Για την Ελληνική φαρμακοβιομηχανία μπορεί να οδηγήσει σε αφανισμό δεδομένου του ότι ήδη οι τιμές των γενόσημων έχουν μειωθεί κατά 31,9% κατά την τριετία 2015 -2017 με τη νομοθεσία να επιβάλλει μείωση τιμών δύο φορές το χρόνο, αλλά παράλληλα να μην γίνεται καμία ουσιαστική προσπάθεια για την αύξηση της χρήσης των γενόσημων τα οποία παραμένουν σε χαμηλά ποσοστά της δαπάνης.   

Βασικά φαίνεται ότι το κράτος έχει αποφασίσει ότι ο «εύκολος εχθρός»  ή το «εύκολο θύμα» είναι η φαρμακοβιομηχανία και κατ’ επέκταση δεν ασχολείται σοβαρά ως οφείλει εδώ και χρόνια να μεταρρυθμίσει τις πολιτικές υγείας δημιουργώντας ένα υγιές περιβάλλον για τον πολίτη και όλους τους εμπλεκόμενους αλλά αντιθέτως προσφεύγει συνεχώς σε μη πρακτικές, ανορθολογιστικές λύσεις – μπαλώματα  που δημιουργούν πολύ περισσότερα προβλήματα από αυτά που προσπαθούν ανεπιτυχώς να επιλύσουν.

Με λίγα λόγια διαχρονικά ακολουθείται μια πολιτική στην υγεία κοντόφθαλμη και επιζήμια τόσο για τους πολίτες και την ανάπτυξη όσο και για το ίδιο το κράτος.

Ελπίζουμε να μην αναφωνήσει σύντομα το ελληνικό κράτος σαν άλλος Χότζας: «Τι ατυχία μόλις έμαθα το γάιδαρο μου να μην τρώει, ψόφησε»! 

Είμαστε ίσως από τις ελάχιστες αν όχι η μόνη χώρα παγκοσμίως στην οποία τα στοιχεία βάσει των οποίων καθορίζονται οι πολιτικές υγείας χαρακτηρίζονται ως απόρρητα και δεν αποδίδονται με κανόνες διαφάνειας στο κοινό, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να υπάρξει καμία ουσιαστική αξιολόγηση για το ορθόν των πολιτικών που εκπονούνται. Αυτή από μόνη της θα ήταν μια κορυφαία μεταρρύθμιση στη υγεία!

 

 

Share.
Exit mobile version