Από τη Γιάννα Τριανταφύλλη
«Δυστυχώς, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο».
Αυτές οι επτά απλές λέξεις που κανένας ασθενής δεν θέλει να ακούσει ποτέ από το γιατρό του, ακούγονται πολύ συχνά από πλευράς ιατρών στην επικοινωνία τους με τους ασθενείς. Τι γίνεται όμως αν αυτές οι λέξεις δεν αποτελούν απλά μια άσχημη είδηση αλλά προκαλούν σημαντική βλάβη στον ασθενή;
Σε μια πρωτοποριακή μελέτη που μπορεί να αλλάξει για πάντα τον τρόπο με τον οποίο οι γιατροί μιλούν στους ασθενείς τους, ερευνητική ομάδα από το Νοσοκομείο Henry Ford και το Πανεπιστήμιο A&M του Τέξας κατέληξε σε μια σειρά από τοξικές φράσεις, τις οποίες αποκαλεί “λέξεις που δεν πρέπει ποτέ να ειπωθούν” (“never-words”), οι οποίες όχι μόνο στερούνται οφέλους, αλλά μπορούν επίσης να προκαλέσουν συναισθηματική βλάβη και να τονίσουν τις διαφορές ισχύος σε συγκεκριμένα κλινικά πλαίσια. Αυτές οι φράσεις, υποστηρίζουν οι ερευνητές, αν και είναι συνηθισμένες στα ιατρικά περιβάλλοντα, έχουν τη δύναμη να κάνουν τους ασθενείς να νιώσουν απελπισμένοι και αβοήθητοι.
Στο σημερινό ιατρικό τοπίο, όπου οι θεραπείες για χρόνιες και δύσκολες παθήσεις – όπως η προχωρημένη καρδιακή ανεπάρκεια, ο καρκίνος και η πνευμονική νόσος τελικού σταδίου – έχουν γίνει όλο και πιο περίπλοκες, οι γιατροί θα πρέπει να έχουν την ικανότητα να χειρίζονται δύσκολες συζητήσεις σχετικά με τις επιλογές θεραπείας, την πρόγνωση και τη φροντίδα στο τέλος της ζωής των ασθενών τους. Παράλληλα, οι γιατροί θα πρέπει να μπορούν να αντιμετωπίζουν τους φόβους, τα συναισθήματα και μερικές φορές τις μη ρεαλιστικές προσδοκίες των ασθενών για θεραπεία. Είναι μια εξαιρετικά λεπτή κατάσταση που απαιτεί τόσο ιατρική εμπειρία όσο και εξαιρετικές επικοινωνιακές δεξιότητες από πλευράς γιατρού.
Οι φράσεις που βλάπτουν τη σχέση γιατρού-ασθενούς
Για την μελέτη της προβληματικής ιατρικής επικοινωνίας οι ερευνητές ακολούθησαν μια πολύπλευρη προσέγγιση. Εξέτασαν 20 κλινικούς γιατρούς στα επαγγελματικά τους δίκτυα, ζητώντας τους να προσδιορίσουν λέξεις ή φράσεις που δεν θα χρησιμοποιούσαν ποτέ με ασθενείς και ποια εναλλακτική γλώσσα θα πρότειναν στη θέση αυτών των λέξεων/φράσεων. Οι ερευνητές διεξήγαγαν επίσης μια ολοκληρωμένη βιβλιογραφική ανασκόπηση για να συγκεντρώσουν τρέχουσες βέλτιστες πρακτικές για δύσκολες κλινικές συνομιλίες και συνέλεξαν εμπειρικές πληροφορίες από την ιατρική εντατικής θεραπείας και την έρευνα στις υπηρεσίες υγείας.
Η μελέτη εντόπισε πολλές λέξεις και φράσεις που μπορούν να βλάψουν τη σχέση γιατρού-ασθενούς. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι μια τέτοια γλώσσα συχνά δημιουργεί ανισορροπίες ισχύος, διακόπτει τον διάλογο ή προκαλεί περιττή συναισθηματική αγωνία. Ανακάλυψαν επίσης ότι οι δομικές προκλήσεις στην παροχή υγειονομικής περίθαλψης, όπως οι χρονικοί περιορισμοί και οι κατακερματισμένες ομάδες φροντίδας, μπορούν να συμβάλουν στη χρήση αυτών των επιβλαβών εκφράσεων.
Τα ευρήματά της μελέτης δίνουν μια ρεαλιστική εικόνα του πώς κάποιες φαινομενικά αθώες φράσεις μπορούν να υπονομεύσουν τη θεραπευτική σχέση γιατρού-ασθενούς. « Πάρτε για παράδειγμα τη λέξη «απλά» στη φράση «μπορούμε απλά να κάνουμε υποστηρικτική φροντίδα». Η λέξη αυτή υποδηλώνει ότι η υποστηρικτική φροντίδα είναι κατά κάποιο τρόπο λιγότερο πολύτιμη ή σημαντική από άλλες θεραπείες, οδηγώντας πιθανώς τους ασθενείς μακριά από επιλογές που θα μπορούσαν να ευθυγραμμιστούν καλύτερα με τις αξίες και τις προτιμήσεις τους» εξηγεί η Δρ. Rana Lee Awdish, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας, Εντατικολόγος και πρώην ασθενής και η ίδια με βαρύ νόσημα.
Η μελέτη υπογραμμίζει επίσης πώς υπάρχουν συγκεκριμένες λέξεις που μπορούν να διαιωνίσουν επιβλαβείς μεταφορές στην ιατρική. Όροι όπως «μάχη» ή «πόλεμος» όταν μιλάμε για μια σοβαρή ασθένεια υποδηλώνουν ότι η ανάρρωση είναι απλώς θέμα σκληρής προσπάθειας, υπονοώντας ότι οι ασθενείς που δεν αναρρώνουν κατά κάποιο τρόπο απέτυχαν να παλέψουν σκληρά. Αυτές οι μεταφορές μπορούν να κάνουν τις οικογένειες να αισθάνονται ενοχές ή να αναρωτιούνται εάν το αγαπημένο τους πρόσωπο θα μπορούσε να είχε κάνει περισσότερα για να επιβιώσει.
Οι ερευνητές τονίζουν ότι η αποφυγή των “λέξεων που δεν πρέπει ποτέ να ειπωθούν» δεν σημαίνει μόνο το να είσαι ευγενικός αλλά κυρίως αφορά την ανακατανομή της δύναμης στους ασθενείς, ώστε να μπορούν οι ίδιοι να συμμετέχουν ενεργά στις δικές τους αποφάσεις περίθαλψης. Όταν ένας γιατρός δηλώνει στους οικείους του ασθενή «η μητέρα σας πρέπει να διασωληνωθεί», με αυτόν τον τρόπο κλείνει οριστικά τη συζήτηση σχετικά με τις προτεραιότητες του ασθενή. Εάν όμως ο γιατρός ρωτήσει «μπορούμε να μιλήσουμε για το τι σημαίνει αυτή η ενέργεια και τι πρέπει να κάνουμε στη συνέχεια;» δίνει τη δυνατότητα χώρο για κοινή λήψη αποφάσεων.
Διαβάστε τις φράσεις που…δεν πρέπει να ακούσετε:
• «Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο».
• «Δεν θα βελτιωθεί».
• «Το μόνο που απομένει είναι η παρηγορητική φροντίδα».
• «Χαροπαλεύει».
• «Τι μπορούμε να κάνουμε εδώ που φτάσαμε;».
• «Όλα θα πάνε καλά».
• «Πόλεμος» ή «μάχη» (όταν ο γιατρός αναφέρεται σε ασθένεια).
• «Τι θα ήθελε ο ασθενής;».
• «Δεν ξέρω γιατί περίμενες τόσο πολύ για να ξεκινήσεις θεραπεία».
• «Τι έκαναν/σκέφτονταν οι προηγούμενοι γιατροί σας;».
Τι δεν λες ποτέ σε έναν ογκολογικό ασθενή
• «Ας μην ανησυχούμε για αυτό τώρα».
• «Είσαι τυχερός που είναι μόνο το στάδιο 2».
• «Η χημειοθεραπεία σου απέτυχε».
Η ιδανική επικοινωνία με το γιατρό, χωρίς τα“never-words”
Οι ερευνητές προτείνουν συγκεκριμένες εναλλακτικές φράσεις που θα πρέπει να αντικαταστήσουν τις τοξικές φράσεις. Ενδεικτικά προτείνουν:
• Αντί να πει ο γιατρός «Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο για την περίπτωσή σας» είναι προτιμότερο να πει «Η θεραπεία Χ ήταν αναποτελεσματική στον έλεγχο του καρκίνου, αλλά έχουμε ακόμα την ευκαιρία να επικεντρωθούμε σε θεραπείες που θα βελτιώσουν τα συμπτώματά σας και, ελπίζουμε, και την ποιότητα της ζωής σας».
• Αντί να πει ο γιατρός «Δεν θα βελτιωθεί η υγεία του ασθενούς» είναι προτιμότερο να πει «Ανησυχώ ότι δεν θα γίνει καλύτερα».
•Αντί να πει ο γιατρός «Το μόνο που μένει να προτείνω είναι η παρηγορητική φροντίδα» είναι προτιμότερο να πει «Μπορούμε να εστιάσουμε την προσοχή μας στην άνεσή του ασθενή αντί να επιμείνουμε στην τρέχουσα θεραπεία, η οποία δεν λειτουργεί».
• Αντί να πει ο γιατρός «Χαροπαλεύει/τα έφαγε τα ψωμιά του» είναι προτιμότερο να πει«Ανησυχώ ότι πεθαίνει». Είναι σημαντικό ο γιατρός να αποφεύγει φράσεις που αντικειμενοποιούν και μειώνουν τους ασθενείς.
• Αντί να πει ο γιατρός «Τι μπορούμε να κάνουμε για σένα εδώ που φτάσαμε;» είναι προτιμότερο να πει«Ας συζητήσουμε τις διαθέσιμες επιλογές εάν η κατάσταση επιδεινωθεί».
• Αντί να πει ο γιατρός «Όλα θα πάνε καλά» είναι προτιμότερο να πει «Είμαι εδώ για να σε υποστηρίξω σε όλη αυτή τη διαδικασία».
• Αντί να πει ο γιατρός «Θα δώσουμε μαζί αυτή τη μάχη» είναι προτιμότερο να πει «Θα αντιμετωπίσουμε αυτή τη δύσκολη ασθένεια μαζί».
• Αντί να πει ο γιατρός «Δεν ξέρω γιατί περίμενες τόσο πολύ για να ξεκινήσεις τη θεραπεία», είναι προτιμότερο να πει «Χαίρομαι που αποφάσισες να το κάνεις».
• Αντί να πει ο γιατρός «Τι σκέφτονται ή τι προτείνουν οι άλλοι γιατροί που επισκέφτηκες ;» πρέπει να πει «Χαίρομαι που ήρθες να με δεις για μια δεύτερη γνώμη. Ας δούμε τα αρχεία σας και ας δούμε πού μπορούμε να πάμε στη συνέχεια». Ο γιατρός πρέπει πάντα να εστιάζει σε ό,τι είναι ακόμα εφικτό να γίνει.
Όπως τονίζουν οι ερευνητές, ο όρκος του Ιπποκράτη ξεκινάει με το «Πρώτον, μην κάνεις κακό». Τα ευρήματα της έρευνας υπογραμμίζουν ότι στην ιατρική, όπως και στη ζωή, δεν έχει σημασία μόνο αυτό που λες, αλλά και πώς το λες. Και μερικές φορές, όπως προκύπτει από την μελέτη, το πιο σημαντικό πράγμα που μπορεί να πει ένας γιατρός στον ασθενή του βρίσκεται συμπυκνωμένο μέσα σε μια απλή ερώτηση: «Μπορούμε να μιλήσουμε για το τι θα συμβεί στη συνέχεια;».
Πηγή: Mayo Clinic Proceedings