Ένα βήμα πιο κοντά στην κατανόηση των παραγόντων κινδύνου που σχετίζονται με την ενδομητρίωση, βρίσκονται Αυστραλοί ερευνητές, σύμφωνα με νέα μελέτη από το Πανεπιστήμιο της Αδελαΐδας. Όμως αυτό το θετικό νέο έχει και αρνητική πλευρά.

Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι ανακάλυψαν, για πρώτη φορά, έναν συσχετισμό ανάμεσα στην επαφή με το σπερματικό υγρό και την ανάπτυξη της ενδομητρίωσης.

«Σε εργαστηριακές μελέτες, η έρευνά μας διαπίστωσε ότι το σπερματικό υγρό  ενισχύει την επιβίωση και την ανάπτυξη των βλαβών της  ενδομητρίωσης», αναφέρει ο επικεφαλής συγγραφέας Jonathan McGuane, από το Ερευνητικό Ινστιτούτο του Πανεπιστημίου Robinson.

Η ενδομητρίωση, είναι η κατάσταση εκείνη, κατά την οποία ο ιστός που αναπτύσσεται φυσιολογικά μέσα στη μήτρα των γυναικών, αναπτύσσεται έξω από τη μήτρα. Η νόσος πλήττει μία στις δέκα γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας.  Τα συμπτώματά της ποικίλλουν, αλλά, σε γενικές γραμμές περιλαμβάνουν επώδυνες περιόδους, πυελικό άλγος και υπογονιμότητα (δυσκολία σύλληψης).

«Πολλά παραμένουν άγνωστα για το τι προκαλεί ενδομητρίωση  καθώς και για το πώς μπορεί να προληφθεί και να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά. Ωστόσο, γνωρίζουμε πλέον περισσότερα για το τι επιδεινώνει την κατάσταση», επισημαίνει η αναπληρώτρια καθηγήτρια Louise Hull, επίσης από το Ερευνητικό Ινστιτούτο του Πανεπιστημίου Robinson.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, ο συσχετισμός αυτός με το σπερματικό υγρό  είναι ένα σημαντικό εύρημα και εγείρει την πιθανότητα η έκθεση του ενδομητρίου (η εσωτερική επένδυση της μήτρας) σε σπερματικό υγρό, να συμβάλει στην εξέλιξη της νόσου.

«Η εφαρμογή των εργαστηριακών ευρημάτων στην πραγματική ζωή θα καθορίσει κατά πόσον η έκθεση του ενδομητρίου στο σπερματικό υγρό, το οποίο εμφανίζεται φυσιολογικά κατά τη διάρκεια της συνουσίας,  θέτει τις γυναίκες σε αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης ενδομητρίωσης. Επιπλέον, θα πρέπει να διαπιστωθεί αν οι τροποποιήσεις στη σεξουαλική δραστηριότητα θα μπορούσαν να μειώσουν τη σοβαρότητα της νόσου σε γυναίκες που ήδη πάσχουν» καταλήγει ο Hull.

Η έρευνα δημοσιεύθηκε στο American Journal of Pathology.

Share.
Exit mobile version