Γράφει ο Γεώργιος Μητρόπουλος, Ψυχίατρος-Ψυχοθεραπευτής  Ιστότοπος

Η ψυχανάλυση είναι η παλαιότερη και καλύτερα μελετημένη θεραπευτική αντιμετώπιση των ψυχικών διαταραχών. Έχει συσσωρευμένη κλινική εμπειρία δεκατριών δεκαετιών από τότε που ο Σίγκμουντ Φρόιντ την εφάρμοσε με επιτυχία σε νέες γυναίκες που έπασχαν από υστερική νεύρωση. Σήμερα, η θέση της ψυχανάλυσης είναι εδραιωμένη σε όλο τον κόσμο, όπως φαίνεται από την ύπαρξη παγκόσμιων ψυχαναλυτικών ενώσεων και εταιριών που αριθμούν ως μέλη δεκάδες χιλιάδες κλινικούς.

Η ψυχανάλυση είναι μία θεραπευτική πρακτική που αποβλέπει στην αντιμετώπιση διαφόρων ψυχικών προβλημάτων. Διαφέρει ριζικά από τη θεραπευτική προσέγγιση της ψυχιατρικής, αν και μπορεί να συνδυαστεί με αυτήν. Η ψυχανάλυση απαιτεί χρόνο, συνέπεια και θέληση από την πλευρά του ασθενή, και τα αποτελέσματά της εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τον ίδιο.

Η ψυχανάλυση είναι μια θεραπευτική μέθοδος για όλους. Μπορεί κανείς να υποφέρει από άγχος ή αϋπνία˙ από κρίσεις πανικού ή φοβίες˙ από εμμονές ή τάσεις φυγής˙ από «νεύρα» ή εκρήξεις θυμού˙ από αίσθημα κενού ή συναισθηματικές μεταπτώσεις˙ από θλίψη ή αίσθημα ματαιότητας˙ από διαπροσωπικές δυσκολίες ή αίσθημα μοναξιάς˙ από ανορεξία ή βουλιμία: ο καθένας μπορεί να απευθυνθεί σε έναν ψυχαναλυτή, έστω και αν, παράλληλα, λαμβάνει άλλου είδους θεραπεία για το πρόβλημά του, για παράδειγμα μια φαρμακευτική αγωγή.

Η ψυχαναλυτική μέθοδος

Η ψυχανάλυση είναι μία μαιευτική μέθοδος˙ βοηθάει έναν άνθρωπο που υποφέρει να μάθει κάτι ουσιαστικό όχι μόνο για αυτό που τον βασανίζει, αλλά κυρίως για τον εαυτό του, για τη ζωή του, για ό,τι τον έχει ενδεχομένως τραυματίσει. Προχωρώντας σε μία αναλυτική θεραπεία, ανακαλύπτουμε κατά κανόνα ότι το αρχικό μας σύμπτωμα κρύβει βαθύτερα, σοβαρότερα ζητήματα, συναισθηματικά, διαπροσωπικά, υπαρξιακά που χρειάζεται να αντιμετωπιστούν. Σε αυτό διαφέρει η ψυχανάλυση από όλες τις άλλες θεραπείες: δεν αρκείται στην κορυφή του παγόβουνου…

H ψυχανάλυση δεν είναι μια εύκολη διαδικασία, καθώς προϋποθέτει την ενεργό εμπλοκή του θεραπευόμενου. Από τον τελευταίο όμως απαιτεί μόνο ένα πράγμα, να αφεθεί ελεύθερος και να μιλήσει για τον εαυτό του, τη ζωή του, να πει την ιστορία του πόνου του. Δεν υπάρχει πρόγραμμα ή ατζέντα σε αυτά που θα πει, ούτε ο ψυχαναλυτής θα υποδείξει ασκήσεις ή τεχνικές. Κυρίως, δεν υπάρχει καμία ηθική κρίση, δεν υποστηρίζεται καμία νόρμα, δεν εκφράζεται κανένα «πρέπει» στην ψυχανάλυση. Κάθε αναλυόμενος αντιμετωπίζεται στην ενικότητά του. Αλλά πρέπει να έχει τη διάθεση να ανακαλύψει κάτι για αυτό που τον ταλαιπωρεί, να αποκτήσει σχετικά με αυτό μία γνώση.

Η ψυχανάλυση απαιτεί δέσμευση, συνέπεια και επιμονή. Πηγαίνει κανείς στο γραφείο του αναλυτή ξανά και ξανά, βδομάδα τη βδομάδα. Πολλοί άνθρωποι επιλέγουν να συνεχίζουν την ανάλυσή τους για χρόνια. Η ψυχανάλυση δεν είναι χάπι που προσφέρει άμεση ανακούφιση. Η βοήθεια όμως που μπορεί να προσφέρει είναι μακροπρόθεσμη, ουσιαστική και μόνιμη, καθώς δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια ουσιαστική αλλαγή στη ζωή ενός ανθρώπου.

Η ηθική της ψυχανάλυσης

Η ψυχανάλυση διαφέρει από όλες τις άλλες θεραπευτικές πρακτικές κατά το ότι απευθύνεται σε πάσχοντα άτομα που, συγχρόνως, είναι και υπεύθυνα υποκείμενα. Κάνοντας ψυχανάλυση, αναγνωρίζει κανείς την απόσταση που χωρίζει τα μέσα που επιλέγει από τους σκοπούς που θέτει στη ζωή. Αυτή η απόσταση είναι ό,τι, στην ψυχανάλυση, ονομάζουμε ασυνείδητο. Για να γίνει αυτό, χρειάζεται να αρχίσει κανείς να αναγνωρίζει σιγά σιγά αυτό που συνιστά την ιδιαίτερη ανεπίγνωστη επιθυμία του, αλλά και αναλάβει την ευθύνη του για αυτήν. Η ψυχανάλυση δεν είναι απελευθέρωση της επιθυμίας, αλλά δέσμευση σε αυτήν.

Ο αναλυτής, από την πλευρά του, έχει ευθύνη να ακούσει μέσα στο λόγο του αναλυόμενου την παρουσία ενός άλλου νοήματος, που διαφεύγει της προσοχής και που δεν είναι το κοινώς εννοούμενο. Επιτρέπεται έτσι στον αναλυόμενο να βρει τη δική του υποκειμενική λύση κινητοποιώντας τα δικά του ψυχικά και νοητικά μέσα. Πρόκειται για μια λύση που δεν είναι προβλέψιμη από πριν, που δεν υπακούει σε πρότυπα και συνταγές, αλλά είναι σύμφωνη με την επιθυμία του υποκειμένου.

Ψυχανάλυση: ανακούφιση των συμπτωμάτων και ακόμα πιο πέρα…

Η ψυχανάλυση ως πρακτική ασχολείται με οτιδήποτε κάνει έναν άνθρωπο να αισθάνεται ότι η ζωή του «πάει στραβά». Έτσι, μπορεί να βοηθήσει εκεί που δεν βοηθούν άλλες μέθοδοι, ψυχοθεραπευτικές ή φαρμακολογικές. Η ψυχανάλυση αποβλέπει στην ανακούφιση από συμπτώματα που ταλαιπωρούν, για παράδειγμα άγχος, κρίσεις πανικού, κεφαλαλγίες, έμμονες ιδέες. Όμως δεν περιορίζεται σε αυτήν –η ψυχανάλυση δεν είναι απλώς παυσίπονο.

Η ψυχανάλυση θέτει υπό συζήτηση την ίδια την έννοια της θεραπείας, της υγείας, της προσαρμογής, της κανονικότητας. Για την ψυχανάλυση το ζητούμενο είναι «να μάθουμε κάτι για το ασυνείδητό μας, δηλαδή να αρχίσουμε να αναλαμβάνουμε την ευθύνη για ένα μέρος τουλάχιστον από την οδύνη που βιώνουμε». Πολλά από τα ψυχικά συμπτώματα έχουν σχέση με τις εμπειρίες μας, τα τραύματά μας, τις αναμνήσεις μας, με πράγματα που νομίζουμε ότι τα έχουμε ξεχάσει, αλλά παραμένουν καταχωνιασμένα κάπου στο μυαλό μας. Η ψυχανάλυση μάς βοηθάει να αρχίσουμε μία διαδικασία αναψηλάφησης όλων των παραπάνω, και να ανακαλύψουμε τη δική μας, προσωπική και λυτρωτική αλήθεια.

Ο Φρόιντ έγραφε ότι «η ψυχανάλυση βοηθάει να υπάρξει συμφωνία ανάμεσα στις πράξεις μας και στους σκοπούς που επιδιώκουμε». Η συμφωνία αυτή κάθε άλλο παρά δεδομένη είναι στη ζωή μας! Καθώς το ψυχικό σύμπτωμα συχνά δεν είναι παρά η κορυφή ενός παγόβουνου που μας δυσκολεύει στη ζωή μας, πολλοί άνθρωποι αποφασίζουν πως έχουν να ωφεληθούν σε όλους τους τομείς της ζωής τους, συνεχίζοντας την ψυχανάλυση ακόμα και μετά την ύφεση των συμπτωμάτων τους, για μήνες ή και για χρόνια.

Η θεραπευτική ιδιότητα της ομιλίας

Η ψυχανάλυση είναι μία διαδικασία κατά την οποία δύο άνθρωποι, ο αναλυόμενος και ο αναλυτής, ανταλλάσσουν λόγια. Ο αναλυόμενος μιλάει, και αναφέρεται σε πράγματα που τον απασχολούν, σε γεγονότα πρόσφατα ή παλιά, σε αναμνήσεις, σε επιθυμίες, σε στεναχώριες, σε προβλήματα. Ο αναλυτής ακούει με προσοχή, προσπαθεί να κατευθύνει τις σκέψεις του αναλυόμενου, του επισημαίνει κάποια σημεία, του προσφέρει εξηγήσεις για κάποια από αυτά. Μπορεί αυτή η διαδικασία να θεραπεύσει έναν άνθρωπο; Ας μην υποτιμούμε την δύναμη που έχουν τα λόγια. Αρκεί να θυμηθούμε τη δύναμη που έχουν στη δουλειά μας, στο σχολείο όταν ακούμε το δάσκαλο, στην εκκλησία, στην πολιτική, στο σπίτι όταν μιλάμε με τους γονείς μας, στα παραμύθια, στην ποίηση, στον έρωτα. Στην ψυχανάλυση λοιπόν τα λόγια θεραπεύουν, κυρίως μάλιστα τα λόγια του ίδιου του ασθενή!

Ο αναλυόμενος εκμυστηρεύεται τις σκέψεις του, ακόμα και τα όνειρά του, σε ένα πρόσωπο προς το οποίο αναπτύσσει έναν ιδιαίτερο τύπο εμπιστοσύνης, σε μία διαδικασία δίχως ακροατές. Σιγά-σιγά καταλαβαίνει ότι ανάμεσα στις σκέψεις του, που αρχικά μοιάζουν με χάος, κάποιες ξεχωρίζουν από τις άλλες, έχουν μεγαλύτερη σημασία, και ο ψυχαναλυτής βρίσκεται εκεί για να επισημάνει αυτές ακριβώς τις σκέψεις.

Όταν μιλάει το ασυνείδητο…

Ένα παράδειγμα είναι οι παραδρομές του λόγου, τα ολισθήματα της γλώσσας. Ο λαός ξέρει πολύ καλά ότι «γλώσσα που σφάλλει, λέγει την αλήθεια». Η ψυχανάλυση είναι ακριβώς αναζήτηση μίας αλήθειας. Μικρά ολισθήματα της γλώσσας μας, αλλά και των πράξεών μας: συνήθως, όταν λέμε κάτι κατά λάθος, ή όταν κάνουμε κάτι κατά λάθος, δεν είναι από τύχη, αλλά υπάρχει ένα άγνωστο ψυχικό αίτιο που μας σπρώχνει σε αυτά τα μικρά λάθη. Μέσα από αυτά τα μικρά λάθη προσπαθεί να ακουστεί κάτι που παραμένει κρυμμένο μέσα μας, για παράδειγμα, μια κρυφή, ασυνείδητη, επιθυμία.

Ένα άλλο παράδειγμα είναι τα όνειρα. Και πάλι, ο λαός έχει αντιληφθεί ότι τα όνειρα που βλέπουμε έχουν κάποια σχέση με τις επιθυμίες μας. Γι’ αυτό, λέμε, για παράδειγμα, αναφερόμενοι σε κάποιο πράγμα, ότι «αυτό δεν το σκέφτηκα ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα». Όμως, ποιες είναι οι επιθυμίες που κρύβονται πίσω από τα όνειρά μας; Αυτές κατά κανόνα έχουν σχέση με πρόσφατα περιστατικά που μας έχουν απασχολήσει, αλλά πάντοτε παίζουν σημαντικό ρόλο και επιθυμίες που τις έχουμε από πολύ παλιά, ακόμα και από την παιδική μας ηλικία.

Τα όνειρα έχουν λοιπόν ένα νόημα που έχει σχέση με τη ζωή μας, ένα νόημα που κατά βάθος το ξέρουμε, μόνο που, κατά κανόνα, δεν ξέρουμε ότι το ξέρουμε –είναι κρυμμένο! Η ψυχανάλυση, λοιπόν, μοιάζει με μία μαιευτική μέθοδο, που μας βοηθάει να φέρουμε στην επιφάνεια αλήθειες κρυμμένες μέσα μας, και αυτό έχει αποτέλεσμα θεραπευτικό.

Τέλος, τα ίδια τα ψυχικά συμπτώματα που μας ταλαιπωρούν δεν είναι δίχως νόημα (όπως για παράδειγμα το συνάχι), έστω κι αν παίρνουν τη μορφή σωματικών συμπτωμάτων, όπως κεφαλαλγίες ή ταχυκαρδίες. Τα ψυχικά συμπτώματα, όπως και τα ολισθήματα της γλώσσας ή τα όνειρα που βλέπουμε στον ύπνο μας, έχουν κι αυτά ψυχικό νόημα, δηλαδή έχουν στενή σχέση με τη ζωή μας. Η ψυχανάλυση προσπαθεί όχι μόνο να θεραπεύσει τα συμπτώματα, αλλά και να τα εξηγήσει· βλέπει το σύμπτωμα σαν ένα αίνιγμα, που ο ασθενής καλείται να λύσει με τη βοήθεια του γιατρού, προκειμένου να απαλλαγεί από αυτό και να γίνει καλά. Μόνο που, λύνοντας αυτό το αίνιγμα, ο ασθενής κερδίζει πολύ περισσότερα από απλή ανακούφιση: κερδίζει κάτι που μπορεί να έχει θετικό αντίκτυπο σε όλες τις πτυχές της ζωής του.

Η ψυχανάλυση δεν στοχεύει τελικά σε μια υποτιθέμενη ιδανική ισορροπία ή ευτυχία· εξάλλου, κάτι τέτοιο στην πραγματικότητα δεν υπάρχει –ούτε η ψυχική σύγκρουση μπορεί να απαλειφθεί ποτέ εντελώς, ούτε όμως και όσα κάνουν κάθε υποκείμενο μοναδικό και ανεπανάληπτο . Το θεραπευτικό αποτέλεσμα μπορεί λοιπόν να είναι «ένας διαφορετικός, λιγότερο ανόητος, τρόπος να τα βγάζουμε πέρα με την αδυναμία, τη μοναξιά, τα προβλήματα της ανθρώπινης κατάστασης» .

Share.
Exit mobile version