Η φυματίωση είναι μία σοβαρή μεταδοτική νόσος που μπορεί να προσβάλει οποιοδήποτε όργανο του σώματος, αλλά κατά κύριο λόγο προσβάλλει τους πνεύμονες. Η φυματίωση είναι μια εξαιρετικά μολυσματική νόσος και παρά το γεγονός ότι πλέον είναι θεραπεύσιμη, σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας περίπου 10 εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο προσβάλλονται κάθε χρόνο και 1,5 εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν απ’ αυτήν.
Πολλοί άνθρωποι που έχουν μολυνθεί δεν αναπτύσσουν πάντα φυματίωση, άλλοι όμως και ιδιαίτερα αυτοί που το αμυντικό τους σύστημα είναι εξασθενημένο μπορεί να αναπτύξουν φυματίωση κάποια στιγμή στο μέλλον.
Περισσότερο ευαίσθητα απέναντι στη φυματίωση είναι τα μικρά παιδιά και οι ηλικιωμένοι, τα άτομα που δεν σιτίζονται καλά, τα άτομα με διαβήτη, χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, λευχαιμία ή λεμφώματα, τα άτομα με εθισμό στο αλκοόλ ή σε τοξικές ουσίες, οι φορείς του HIV καθώς και τα άτομα που παίρνουν κορτικοστεροειδή ή ανοσοκατασταλτικά φάρμακα.
Εάν ένα άτομο που έχει φυματίωση των πνευμόνων μείνει αδιάγνωστο και συνεχίσει να βήχει, να φταρνίζεται και να έρχεται σε στενή επαφή με άλλους, μπορεί να μεταδώσει την ασθένεια σε άλλα 10-15 άτομα ετησίως. Τα άτομα με φυματίωση συνήθως μεταδίδουν την ασθένεια σε άτομα με τα οποία έχουν επαφή καθημερινά για αρκετές ώρες, όπως είναι η οικογένεια, οι φίλοι και οι συνάδελφοι στον εργασιακό χώρο.
Η έγκαιρη εντόπιση του ατόμου που έχει προσβληθεί από φυματίωση έχει μεγάλη σημασία. Η άμεση περίθαλψή του και η χορήγηση χημειοπροφύλαξης εμποδίζει την περαιτέρω εξάπλωση της ασθένειας. Στα μέτρα πρόληψης συμπεριλαμβάνεται και το εμβόλιο BCG κατά της φυματίωσης το οποίο, εάν το κρίνει αναγκαίο ο γιατρός, μπορεί να γίνει κατά την παιδική ηλικία και τα επίπεδα προστασίας ποικίλλουν σημαντικά και διαρκούν από δέκα έως δώδεκα χρόνια.

Αίτια

Η φυματίωση οφείλεται σε ένα μικρόβιο που ονομάζεται μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης ή αλλιώς βάκιλος του Koch, προς τιμήν του ιατρού που τον ανακάλυψε το 1882.
Η φυματίωση μεταδίδεται από το ένα άτομο στο άλλο με την εισπνοή σταγονιδίων που περιέχουν μυκοβακτηρίδια. Σπανιότερα, η φυματίωση μπορεί να μεταδοθεί από το γάλα μολυσμένων αγελάδων, οπότε η αρχική εντόπιση της νόσου είναι στο πεπτικό σύστημα. Επίσης, σπάνια, η φυματίωση μπορεί να μεταδοθεί από τη μητέρα στο έμβρυο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

Συμπτώματα

Εάν το άτομο που νοσεί δεν λάβει την κατάλληλη αγωγή η νόσος δεν περιορίζεται στους πνεύμονες αλλά μπορεί να επεκταθεί και σε άλλα όργανα όπως στα οστά, τους νεφρούς, τον εγκέφαλο, τον νωτιαίο μυελό.
Τα πιο χαρακτηριστικά συμπτώματα της ενεργής νόσου είναι:

  • επίμονος βήχας με απόχρεμψη
  • αίσθημα κακουχίας
  • ανορεξία
  • διόγκωση λεμφαδένων
  • νυχτερινές εφιδρώσεις
  • πυρετικά δέκατα κυρίως το απόγευμα
  • απώλεια βάρους
  • αιμόπτυση ( όχι στα παιδιά)
  • πόνοι στα οστά και τις αρθρώσεις

Διάγνωση

Η εξέταση Mantoux είναι το πρώτο διαγνωστικό εργαλείο για να διαπιστωθεί αν κάποιος έχει μολυνθεί από το μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης. Πρόκειται για ένα δερματικό τεστ κατά το οποίο χορηγείται ενδοδερμικά μικρή ποσότητα φυματινικής πρωτεΐνης. Η φυματίνη είναι αντιγόνο που προέρχεται από το μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης. Η αντίδραση στο τεστ «διαβάζεται» μετά από περίπου 48-72 ώρες.
Η θετική δερμοαντίδραση Mantoux σημαίνει ότι το άτομο έχει έρθει σε επαφή με το μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης σε κάποια φάση της ζωής του, δεν σημαίνει όμως απαραίτητα ότι νοσεί.
Σε ορισμένες περιπτώσεις είναι δυνατόν να έχουμε με το Mantoux είτε ψευδώς θετικά είτε ψευδώς αρνητικά τεστ. Ένα ψευδώς θετικό αποτέλεσμα σημαίνει ότι το τεστ είναι θετικό ενώ το άτομο δεν έχει φυματίωση. Αυτό είναι πιο πιθανό να συμβεί αν υπάρχει μόλυνση με άλλο μυκοβακτηρίδιο ή εάν έχει γίνει εμβολιασμός με το εμβόλιο κατά της φυματίωσης.
Όσοι έχουν θετική δερμοαντίδραση Mantoux θα πρέπει να υποβληθούν σε ιατρική εξέταση και ακτινογραφία θώρακος, καθώς και σε εξέταση πτυέλων, σε περίπτωση που η ακτινογραφία θώρακος δεν είναι φυσιολογική. Σε ορισμένες περιπτώσεις για την επιβεβαίωση της διάγνωσης μπορεί να χρειασθούν πρόσθετες εξετάσεις όπως αξονική τομογραφία και βρογχοσκόπηση. Όσο νωρίτερα διαπιστωθεί η νόσος, τόσο μεγαλύτερες οι πιθανότητες για πλήρη ίαση.

Θεραπεία

Η φυματίωση αντιμετωπίζεται σχεδόν πάντα αποτελεσματικά, με τον συνδυασμό τριών ή περισσοτέρων αντιβιοτικών και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα που φτάνει τους 6 – 12 μήνες. Συνήθως 2-4 εβδομάδες μετά την έναρξη της θεραπείας το άτομο που νοσεί δεν μεταδίδει πια το μυκοβακτηρίδιο στους άλλους και μπορεί να επιστρέψει στις καθημερινές του ασχολίες.
Ο ασθενής είναι απαραίτητο να ολοκληρώσει τη θεραπεία, γιατί σε αντίθετη περίπτωση η φυµατίωση µπορεί να επιστρέψει µε µορφή η οποία παρουσιάζει αντίσταση στα συνηθισµένα αντιβιοτικά που χορηγούνται και θα είναι πολύ πιο δύσκολο να ανταποκριθεί στη θεραπεία.

Share.
Exit mobile version