Όσοι κοιμούνται αργά έχουν σημαντικά περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν διαβήτη τύπου 2.

Μια νέα μελέτη αποκαλύπτει ότι, τα άτομα που μένουν ξύπνια μέχρι αργά το βράδυ και ξυπνούν αργά το πρωί έχουν σχεδόν 50% περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.

Είναι γνωστό ότι ο καλός ύπνος μειώνει σημαντικά τον μακροπρόθεσμο κίνδυνο για χρόνιες παθήσεις όπως ο διαβήτης και η παχυσαρκία. Είναι όμως μόνο οι συνολικές ώρες ύπνου που έχουν σημασία ή παίζει ρόλο και η ώρα που πάει κάποιος για ύπνο;

Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι, η συνήθεια ορισμένων να κοιμούνται αργά το βράδυ έχει συνδεθεί με ανθυγιεινές συνήθειες όπως η κακή διατροφή και το κάπνισμα, καταστάσεις που συνήθως αυξάνουν τον κίνδυνο μεταβολικών διαταραχών. Η πρόσφατη έρευνα αποκαλύπτει ότι ο αυξημένος κίνδυνος διαβήτη μπορεί να μην αφορά μόνο τις επιλογές του τρόπου ζωής.

Μια ομάδα ερευνητών, στο πλαίσιο της πολυετούς μελέτης Epidemiology of Obesity που διεξάγεται στην Ολλανδία για την επίδραση του σωματικού λίπους στις ασθένειες, θέλησε να διερευνήσει τη σχέση μεταξύ του χρόνου ύπνου, του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και της κατανομής του σωματικού λίπους.

Στην έρευνα συμμετείχαν 5.000 άτομα με μέση ηλικία τα 56 έτη και μέσο ΔΜΣ 30 kg/m². Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν ερωτηματολόγια για να καταγράψουν τις τυπικές ώρες ύπνου και αφύπνισης.

Κάθε άτομο έχει μια φυσική κλίση για το πότε προτιμά να κοιμάται που ονομάζεται «χρονότυπος». Οι χρονότυποι επηρεάζονται από τη γενετική και καθοδηγούνται από τους κιρκάδιους ρυθμούς, τις φυσικές διαδικασίες του σώματος που καθοδηγούνται από το φως και το σκοτάδι κατά τη διάρκεια μιας περιόδου 24 ωρών.

Οι συμμετέχοντες ομαδοποιήθηκαν σε τρεις ομάδες. Τα άτομα στην πρώτη ομάδα είχαν πρώιμο χρονοτύπο (το 20% με το πιο πρώιμο μέσο ύπνου), στη δεύτερη ομάδα όψιμο χρονότυπο (το 20% με το τελευταίο μέσο ύπνου) και στην τρίτη ομάδα ενδιάμεσο χρονότυπο (το υπόλοιπο 60%).

Η ομάδα μέτρησε επίσης το ΔΜΣ και την περίμετρο μέσης όλων των συμμετεχόντων. Το σπλαχνικό λίπος και το ηπατικό λίπος τους μετρήθηκαν με μαγνητική τομογραφία και φασματοσκοπία μαγνητικής τομογραφίας, αντίστοιχα. Μετά από μια μέση παρακολούθηση 6,6 ετών, 225 συμμετέχοντες διαγνώστηκαν με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.

Μετά την προσαρμογή των αποτελεσμάτων για την ηλικία, το φύλο, την εκπαίδευση, το συνολικό σωματικό λίπος και τους παράγοντες του τρόπου ζωής, όπως η σωματική δραστηριότητα, η ποιότητα διατροφής και η κατανάλωση αλκοόλ, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι συμμετέχοντες με όψιμο χρονότυπο είχαν 46% υψηλότερο κίνδυνο διαβήτη από εκείνους με τον ενδιάμεσο χρονότυπο.

«Πιστεύουμε ότι ο τρόπος ζωής δεν μπορεί να εξηγήσει πλήρως τη σχέση μεταξύ του όψιμου χρονότυπου και των μεταβολικών διαταραχών. Επιπλέον, ενώ είναι γνωστό ότι ένας όψιμος χρονότυπος σχετίζεται με υψηλό ΔΜΣ, δεν είναι σαφές σε ποιο βαθμό ο χρονοτύπος επηρεάζει την κατανομή του σωματικού λίπους. Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι ο κιρκάδιος ρυθμός ή το σωματικό ρολόι σε όψιμους χρονοτύπους δεν είναι συγχρονισμένος με το εργασιακό και κοινωνικό πρόγραμμα που ακολουθεί η κοινωνία. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε κακή κιρκαδική ευθυγράμμιση, κάτι που γνωρίζουμε ότι μπορεί να οδηγήσει σε μεταβολικές διαταραχές και σε σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2», δήλωσε ο Dr Jeroen van der Velde, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας και Καθηγητής  στο Πανεπιστήμιο Leiden, στην Ολλανδία.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν επίσης ότι, τα άτομα της ομάδας του όψιμου χρονοτύπου εμφάνιζαν υψηλότερο ΔΜΣ, μεγαλύτερη περίμετρο μέσης, περισσότερο σπλαχνικό λίπος και υψηλότερη περιεκτικότητα σε λίπος στο συκώτι.

«Αν και δεν υπάρχουν ακόμη επαρκή στοιχεία, υπάρχουν ωστόσο αυξανόμενες ενδείξεις ότι η χρονικά περιορισμένη κατανάλωση φαγητού μετά από μια συγκεκριμένη ώρα, για παράδειγμα μετά τις 6 μμ, μπορεί να οδηγήσει σε μεταβολικά οφέλη. Τα άτομα επομένως που συνηθίζουν να κοιμούνται αργά το βράδυ και ανησυχούν για τον κίνδυνο εκδήλωσης διαβήτη τύπου 2, έχουν την επιλογή να αποφεύγουν να τρώνε αργά το βράδυ», επισημαίνει ο Dr Jeroen van der Velde.

Τα ευρήματα της μελέτης θα παρουσιαστούν στην ετήσια συνάντηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Μελέτη του Διαβήτη (EASD) στη Μαδρίτη.

Πηγή: Diabetologia

Exit mobile version