Από τη Γιάννα Τριανταφύλλη

Η νόσος του Πάρκινσον είναι μια από τις συχνότερες εκφυλιστικές νόσους του νευρικού συστήματος. Η συχνότητά της αυξάνει με την ηλικία ωστόσο μπορεί να εμφανισθεί ακόμα και σε νεαρά άτομα. Κύρια συμπτώματα της νόσου είναι η βραδυκινησία, η μυϊκή δυσκαμψία, το τρέμουλο άκρων και προσώπου και η αστάθεια βαδίσματος.

 Αν και η αιτία που πυροδοτεί την πάθηση, παραμένει άγνωστη, πιθανολογείται ότι πρόκειται για ένα συνδυασμό περιβαλλοντικών και γενετικών παραγόντων. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), έως το 2040, η νόσος του Πάρκινσον θα έχει ξεπεράσει σε συχνότητα εμφάνισης τον καρκίνο.

Oμάδα ερευνητών από το Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης και το Ινστιτούτο Βιοϊατρικής Έρευνας Bellvitge εντόπισε έναν πιθανό βιοδείκτη που θα μπορούσε να προβλέψει την εξέλιξη της νόσου του Πάρκινσον.

Οι βιοδείκτες αποτελούν ένα σημαντικό «εργαλείο» μελέτης των νευροεκφυκλιστικών νόσων. Ορίζονται ως μετρήσιμες ουσίες σε ένα βιολογικό σύστημα, των οποίων πιθανές διαφοροποιήσεις στη συγκέντρωσή τους αντανακλούν διαταραχές στη φυσιολογική λειτουργία του συστήματος. Οι βιοδείκτες είναι απαραίτητοι για την έγκαιρη διάγνωσηκαι παρακολούθηση της νόσου, για τον προσδιορισμό του μέτρου ανταπόκρισης στη θεραπεία καθώς και για τη σταδιοποίησηκαι θεραπεία της νόσου.

Τι έδειξε η μελέτη για τον βιοδείκτη και τη νόσο του Πάρκινσον

Σύμφωνα με τη νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό NPJ Parkinson’s Disease , αυτός ο βιοδείκτης θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να καθοριστεί εάν η εξέλιξη της νόσου θα είναι γρήγορη ή αργή. Σε κλινική κλίμακα, η δυνατότητα πραγματοποίησης αυτής της διαστρωμάτωσης είναι πολύ σημαντική, διότι η διαχείριση ασθενών με βραδέως εξελισσόμενη νόσο του Πάρκινσον έναντι αυτών με ταχεία εξέλιξη περιλαμβάνει διαφορετική κλινική προσέγγιση.

Όπως εξηγούν οι ερευνητές, οι ασθενείς με ταχεία εξέλιξη της νόσου έχουν επιταχυνόμενη έναρξη και επιδείνωση των συμπτωμάτων, κινητικές διακυμάνσεις και επιπλοκές, καθώς και αυξημένη πιθανότητα γνωστικής έκπτωσης και ψυχιατρικών συμπτωμάτων. Αντίθετα, οι ασθενείς με αργή εξέλιξη έχουν σταδιακή έναρξη και εξέλιξη των συμπτωμάτων και μπορούν να διατηρήσουν υψηλότερα επίπεδα λειτουργικής ικανότητας και για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα. Επιπλέον, συχνά έχουν πιο ήπια συμπτώματα, ειδικά στα αρχικά στάδια.

«Εάν η νόσος εξελιχθεί γρήγορα, η πρόγνωση είναι χειρότερη από ό,τι αν εξελιχθεί αργά, καθώς μπορεί να αντιμετωπιστεί περισσότερο σαν χρόνια νόσος. Κατά συνέπεια, οι ασθενείς με ταχεία εξέλιξη απαιτούν πιο περίπλοκη κλινική αντιμετώπιση από εκείνους με αργή εξέλιξη, που έχουν καλύτερη πρόγνωση», λέει ο Δρ Francisco Ciruela, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας και καθηγητής στη Σχολή Ιατρικής και Επιστημών Υγείας στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης.

Αν και τα αποτελέσματα που προέκυψαν είναι πολλά υποσχόμενα, οι ερευνητές επισημαίνουν ότι ο ρόλος του βιοδείκτη του ecto-GPR37 θα πρέπει να επικυρωθεί σε μια μεγαλύτερη ομάδα ασθενών για να επιβεβαιωθεί η κλινική του χρησιμότητα, να διαπιστωθεί η ευρωστία του και να διασφαλιστεί η δυνατότητα εφαρμογής ως προγνωστικό εργαλείο στην εξέλιξη της νόσου. Σύμφωνα με τους ερευνητές, το επόμενο βήμα θα ήταν η ανάπτυξη και η εφαρμογή ενός πολυκεντρικού κλινικού έργου σε ευρωπαϊκή κλίμακα που θα επέτρεπε μια μελέτη επικύρωσης με ασθενείς με νόσο του Πάρκινσον, η οποία είναι απαραίτητη για την κλινική εφαρμογή των ευρημάτων».

Πηγή: NPJ Parkinson’s Disease 

Share.
Exit mobile version