Αν και η εμμηνόπαυση είναι μία φυσιολογική και αναπόφευκτη φάση στη ζωή κάθε γυναίκας, συχνά δεν αντιμετωπίζεται ως μία μετάβαση σε ένα επόμενο -ώριμο μεν αλλά πολύ δημιουργικό- στάδιο της ζωής, αλλά σαν την αρχή του γήρατος. Κι όμως, το τέλος της αναπαραγωγικής ικανότητας δεν εισάγει αυτόματα τη γυναίκα σε μία περίοδο εφεδρείας. Αναμφίβολα, είναι γενετική προτεραιότητα του ανθρώπου η αναπαραγωγή, αλλά δεν είναι αυτοσκοπός. Για αυτό και η φύση μας χαρίζει πολλά και δημιουργικά χρόνια και μετά το τέλος της αναπαραγωγικής μας ηλικίας.
Από τη Ρούλα Σκουρογιάννη
Είναι η ανικανοποίητη ανθρώπινη φύση που δεν μας αφήνει να υποδεχτούμε φυσιολογικά και αθόρυβα την εμμηνόπαυση;
Η ίδια γυναίκα, στη νεότητά της, διαμαρτύρεται για την «ενοχλητική» περίοδο που δυσκολεύει την καθημερινότητά της, ενώ λίγα χρόνια αργότερα, στην ώριμη φάση της, αναπολεί με νοσταλγία –και συχνά με θλίψη– τις ημέρες της περιόδου, σαν τη σφραγίδα της νεότητάς της που την απώλεσε οριστικά…
Μήπως συμβάλλουν τα συμπτώματα και οι ορμονικές αλλαγές, που βιώνει η γυναίκα από την αρχή της εμμηνόπαυσης, στο να μην νιώθει τη μετάβαση αυτή ως κάτι απόλυτα φυσιολογικό;
Εμμηνόπαυση και συμπτωματολογία
Η έναρξη της εμμηνόπαυσης σηματοδοτείται από την οριστική διακοπή της περιόδου, κάτι που συμβαίνει –στις περισσότερες γυναίκες– στις αρχές της 6ης δεκαετίας της ζωής (δηλαδή, στην ηλικία των 50 ετών), με μια απόκλιση πενταετίας.Αν και είναι, όπως αναφέραμε και δεν πρέπει να ξεχνάμε, μια φυσιολογική κατάσταση, μία βιολογική μετάβαση,συχνά, η έντονη συμπτωματολογία και οι επιπτώσεις στην υγεία επιβαρύνουν την καθημερινότητα και την ποιότητα ζωής πολλών γυναικών.Τα συμπτώματα μπορεί να προϋπάρχουν ήδη από την περίοδο της κλιμακτηρίου ή εκδηλώνονται με την έναρξη της εμμηνόπαυσης. Συνήθως, είναι εξάψεις, νυκτερινή εφίδρωση, κολπική ξηρότητα, άλλα ουρογεννητικά συμπτώματα, διαταραχές ύπνου και διάθεσης, αύξηση βάρους, αλλαγές στην υφή και την όψη του δέρματος και των μαλλιών ή και πόνος στους μαστούς. Πολλές γυναίκες δεν αναφέρουν καθόλου συμπτώματα ή τα βιώνουν περιοδικά ή σε ήπιο βαθμό, ενώ και το διάστημα που τα συμπτώματαταλαιπωρούν τη γυναίκα μπορεί να κυμαίνεται μεταξύ 5 έως και 10 χρόνια από τηνέναρξη της εμμηνόπαυσης.
Πάντα, η συζήτηση με τον/την γυναικολόγο είναι βοηθητική για τη γυναίκα, καθώς η ενημέρωση καθησυχάζει για τη φυσιολογικότητα της οντότητας της εμμηνόπαυσης. Στο DailyPharmanews, μιλά η Δρ. Χρυσάνθη Σαρδέλη, Μαιευτήρας-Γυναικολόγος, Κλινικός Φαρμακολόγος με εξειδίκευση στην Αναπαραγωγική Τοξικολογία, υπενθυμίζοντάς μας πως η φυσική εξέλιξη μας οδηγεί στην εμμηνόπαυση, πως η θετική στάση για τη ζωή είναι το κλειδί στη διαχείριση κάθε φάσης της ζωής μας, αλλά και πώς θα διαχειριστεί κάθε γυναίκα τους όποιους επιβαρυντικούς παράγοντες εκδηλώνονται σε αυτή την περίοδο της ζωής της.
1. Αν και είναι μία αναμενόμενη περίοδος στη ζωή της γυναίκας, η εμμηνόπαυση έχει πολλά και συχνά ενοχλητικά συμπτώματα. Ποια από αυτά μπορεί να τα διαχειριστεί με επιτυχία η γυναίκα και πώς;
«Αυτό που μπορεί να κάνει κάθε γυναίκα είναι να αποδεχθεί πως πρόκειται για μία φυσιολογική περίοδο της ζωής της και να ενημερωθεί σχετικά με το τι είναι παθολογικό και τι όχι από κατάλληλα εκπαιδευμένους επαγγελματίες υγείας (εν προκειμένω τον και την μαιευτήρα-γυναικολόγο της), ώστε να αναζητεί βοήθεια στις περιπτώσεις που επηρεάζεται η υγεία και η καθημερινότητα της και ελαττώνεται η ποιότητα ζωής της. Η θετική σκέψη, η απασχόληση και μία υγιής οικογενειακή-κοινωνική ζωή βοηθούν πολύ στα συμπτώματα που είναι ήπιας ή μέτριας βαρύτητας. Όταν τα συμπτώματα είναι πολύ ενοχλητικά προφανώς η λύση βρίσκεται στα χέρια των θεραπόντων ιατρών με γνώμονα πάντα τις ανάγκες και τα θέλω της κάθε γυναίκας».
2. Ποιες αλλαγές συντελούνται στον οργανισμό της γυναίκας στην εμμηνόπαυση που μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά την υγεία της;
«Σε ψυχολογικό επίπεδο, τόσο η διακοπή της περιόδου όσο και η πτώση των οιστρογόνων μπορεί να επιφέρουν ή να επιδεινώσουν μία προϋπάρχουσα δυσθυμία και να εμφανιστεί κατάθλιψη άλλοτε άλλου βαθμού. Σε σωματικό επίπεδο, οι εξάψεις, η εφίδρωση (νυκτερινή ή σε όλη τη διάρκεια της μέρας), η επιβράδυνση του μεταβολισμού, η ξηρότητα του κόλπου και το συνοδό ουρογεννητικό σύνδρομο μπορεί να επηρεάσουν τόσο την ψυχολογία και την κοινωνική ευεξία όσο και να προκαλέσουν επιδείνωση της σεξουαλικής υγείας των γυναικών, ενώ σημαντική είναι και η επιτάχυνση της απώλειας οστικής πυκνότητας και η εμφάνιση οστεοπόρωσης που εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους, αν μείνει αθεράπευτη. Δέον να αναφερθεί και η επιδείνωση της υγείας του καρδιαγγειακού (που είναι σχετική γιατί εδώ παίζουν ρόλο πολλές παράμετροι) που εμφανίζεται είτε με τη μορφή υπέρτασης, αρρυθμιών και αθηρωμάτωσης είτε με την αύξηση του κινδύνου εμφάνισης εμφραγμάτων και αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων».
3. Τι μπορεί να κάνει η γυναίκα για να αντισταθμίσει τις αρνητικές συνέπειες της εμμηνόπαυσης;
«Να διατηρεί θετική στάση για τη ζωή, να μένει ενεργή είτε επαγγελματικά είτε μέσω του εθελοντισμού και της κοινωνικής προσφοράς, να διατηρεί ένα υγιές σωματικό βάρος, αποφεύγοντας βίαιες δίαιτες αλλά δίνοντας έμφαση στη σωστή και ισορροπημένη διατροφή, να ασκείται στο βαθμό και το μέτρο που είναι εφικτό για την ίδια και να ενημερώνεται σωστά για τις δυνατότητες που έχει να πετύχει το ζητούμενο. Μία καλή σχέση και τακτική επαφή με τον κατάλληλο επαγγελματία υγείας μπορεί να αποδώσει “τα μάλα” και να μειώσει τον κίνδυνο εμφάνισης επιπλοκών που σε μεγάλο βαθμό μπορούν να προληφθούν».
4. Η ορμονική θεραπεία υποκατάστασης ενέχει οφέλη και κινδύνους; Είναι κατάλληλη για κάθε γυναίκα;
«Η θεραπεία ορμονικής υποκάστασης (ΘΟΥ) προφανώς ενέχει τόσο οφέλη όσο και κινδύνους, κάτι που ισχύει για οποιαδήποτε φαρμακοθεραπεία. Δεν ενδείκνυται για γυναίκες με ορμονορξαρτώμενους καρκίνους, σε γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίες, στις οποίες η περίοδος έχει διακοπεί πολλά χρόνια πριν την έναρξη της εμμηνόπαυσης, σε γυναίκες με αλλεργίες στα συστατικά που περιέχονται στα σχετικά σκευάσματα και σε ειδικές περιπτώσεις γυναικών με γενετική προδιάθεση για γυναικολογικό καρκίνο ή άλλα προβλήματα υγείας. Η τελευταία περίπτωση, όμως, αφορά πολλές διαφορετικές γυναίκες και η τελική απόφαση είναι ζήτημα εκτίμησης του σχετικού κινδύνου που διαφέρει από γυναίκα σε γυναίκα και μπορεί να ληφθεί μόνο από ειδικούς».