Το σχολικό περιβάλλον παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς των μαθητών, ιδιαίτερα στους εφήβους που προσπαθούν να γίνουν αποδεκτοί από τους συνομήλικούς τους σε αυτή την ηλικία.

Γράφει η Μαρίνα Τράικου, Εκπαιδευτικός Β/Ed, B/A, Μεταπτυχιακές σπουδές στην Eκπαίδευση (M/Ed, Essex), Πιστοποιητικό Eξειδικευμένης Eπιμόρφωσης στην Παιδοψυχιατρική (EKΠΑ).

Ένας ενδιαφέρον στόχος θα ήταν να εξεταστούν οι γνώμες των εκπαιδευτικών γύρω από την επιθετική συμπεριφορά παιδιών και εφήβων στο σχολικό περιβάλλον. Μια πρόσφατη ποιοτική μελέτη στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στην Λιθουανία, κατέληξε ότι ένα άτομο κατασκευάζει το νοητικό του μοντέλο, όχι μόνο διαβάζοντας, αλλά και παρατηρώντας το περιβάλλον και την αλληλεπίδρασή του σε αυτό, κάτι που οδηγεί στην ανάπτυξη ορισμένων εννοιών και συγκεκριμένων αντιδράσεων, σκέψεων ή συναισθημάτων. Επιπλέον, η ίδια μελέτη προτείνει ότι μέσω της προσωπικής και επαγγελματικής εξέλιξης, οι εκπαιδευτικοί μπορούν να επιτύχουν θετικές στάσεις, ενσυναίσθηση και να αποδεχτούν τα μέλη της κοινότητας, δηλαδή τους μαθητές όπως είναι.

Παράλληλα, άλλες μελέτες έχουν εγείρει παρόμοια ερωτήματα και έχουν διοργανώσει προγράμματα με στόχο την αφύπνιση των δασκάλων σε διαφορετικούς τύπους επιθετικότητας. Διαπιστώθηκε ότι το κλίμα που επικρατεί σε ένα σχολείο και η επίδρασή του στη συμπεριφορά του παιδιού είναι τεράστια. Να σημειωθεί ότι έχουν πραγματοποιηθεί προγράμματα που αναπτύσσουν στρατηγικές για την πρόληψη της επιθετικής συμπεριφοράς στο σχολικό περιβάλλον, τη βελτίωση των δεξιοτήτων διαχείρισης της τάξης και την ενίσχυση των δεξιοτήτων που μπορούν να βοηθήσουν τους δασκάλους να διαχειριστούν την επιθετικότητα. Για παράδειγμα, ”Το πρόγραμμα του μεγάλου δασκάλου” (Καθοδηγητική ευθύνη και προσδοκίες για τους εφήβους για το σήμερα και το αύριο) και  το οποίο περιλαμβάνει την Κοινωνική Γνωσιακή Θεωρία. Τελικά, συμπεραίνουν ότι οι αξίες του εκάστοτε εκπαιδευτικού είναι πολύτιμες στην εκπαίδευση. Ο επαγγελματισμός θα πρέπει να περιλαμβάνει την ικανότητα διδασκαλίας αυτών των αξιών στους μαθητές και να τους βοηθά να αναπτύξουν την προσωπικότητά τους.

Από την άλλη πλευρά, άλλη έρευνα στην οποία συμμετείχαν καθηγητές που διδάσκουν σε σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης μαθητές ηλικίας 12 έως 16 χρόνων, κατέληξαν στην  ανάγκη για συναισθηματική νοημοσύνη των εκπαιδευτικών, τονίζοντας ότι είναι ένα σημαντικό ” όπλο” κατά της επιθετικότητας των μαθητών. Παράγοντες όπως το επίπεδο άγχους των δασκάλων όταν αντιμετωπίζουν επιθετικές συμπεριφορές από τους μαθητές, καθώς και η ίδια έλλειψη ικανοτήτων συναισθηματικής νοημοσύνης, τους οδηγούν μοιραία να μην μπορούν να διαχειριστούν αποτελεσματικά τα γεγονότα που σχετίζονται με την εργασία τους συνολικά.

Αναλυτικότερα, το άγχος στο επάγγελμα των δασκάλων έχει συνδεθεί με συμπτώματα συμπεριφοράς, φθορές, κακές σχέσεις μέσα στο σχολικό περιβάλλον με συναδέλφους ακόμη και με μαθητές και αποτελεί αφορμή για εγκατάλειψη του επαγγέλματος. Επιπλέον, οι ερευνητές μπόρεσαν να εντοπίσουν ζητήματα εκτός από το άγχος που σχετίζονταν με το επάγγελμα του εκπαιδευτικού. Για παράδειγμα, η επιλογή του επαγγέλματος του δασκάλου και τα στοιχεία προσωπικότητας που έχει ο ίδιος ως άνθρωπος ή και οι συμπεριφορικές του στάσεις και αξίες, σύμφωνα με τους ειδικούς θα πρέπει να αποτελούν κριτήριο επιλογής και εξάσκησης του επαγγέλματος του δασκάλου . Με λίγα λόγια, οι αξίες ενός δασκάλου θα πρέπει να συγκλίνουν με το κοινό καλό – και με οτιδήποτε δεν βλάπτει κάποιον άλλον και δεν του περιορίζει τις προσωπικές ελευθερίες.

Είναι γενικά παραδεκτό ότι μια δασκάλα/ένας δάσκαλος πρέπει να γνωρίζει τις δυνάμεις και τις ικανότητές της/του αλλά ίσως το πιο σημαντικό είναι ότι χρειάζεται να αγαπά τα παιδιά. Αυτό όμως που δεν γνωρίζουμε ως τώρα, είναι εάν οι δάσκαλοι επηρεάζουν με τις στάσεις και τις πεποιθήσεις τους μαθητές σε ένα σχολικό περιβάλλον και σε ποιο βαθμό μπορεί να χρειάζονται προληπτικούς ελέγχους που αφορούν την συναισθηματική τους νοημοσύνη και ενσυναίσθηση.

Συγκεκριμένα, η εργασιακή ικανοποίηση στο επάγγελμα του εκπαιδευτικού έχει να κάνει με τον αριθμό των μαθητών σε μια τάξη, με προβλήματα συμπεριφοράς των μαθητών και τη συνεργασία με τους συναδέλφους. Με βάση αυτό, μπορούμε εύλογα να συμπεράνουμε ότι, τα περισσότερα σχολεία δίνουν έμφαση στον ρόλο του δασκάλου στο να είναι εκπαιδευμένος και ενημερωμένος με την διδακτέα ύλη ή το υλικό του προγράμματος σπουδών περισσότερο από ότι δίνουν στη συναισθηματική του νοημοσύνη και τις ικανότητές του για ενσυναίσθηση.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, ιδιαίτερα στον τομέα της ειδικής αγωγής, περίπου το 1/3 των εκπαιδευτικών εγκαταλείπει το επάγγελμα πριν από την τριετία λόγω προκλητικών συμπεριφορικών στάσεων των μαθητών, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ενσυναίσθηση και οι συναισθηματικές ικανότητες είναι ευπρόσδεκτες κατά τη διδασκαλία, αλλά δεν αποτελούν υποχρεωτικό εργαλείο για κάθε δάσκαλο, όπως η επαγγελματική του ανάπτυξη.

Έχοντας υπόψη όλα τα παραπάνω και σύμφωνα με μια άλλη μελέτη όπου εξετάστηκαν 37 δάσκαλοι που διδάσκουν μαθητές μεταξύ έξι και δώδεκα ετών, οι δάσκαλοι δήλωσαν ξεκάθαρα την προτίμησή τους σε μαθητές που επιδεικνύουν καλύτερη συμπεριφορά στην τάξη. Σε περιπτώσεις όπου ο μαθητής δεν επιδεικνύει καλή συμπεριφορά, οι σχέσεις με τους μαθητές και τους γονείς φτάνει σε αδιέξοδο .Οι ερευνητές λοιπόν συμφωνούν ότι οι δάσκαλοι έχουν προτιμήσεις προς τους μαθητές τους, και γνωρίζουμε ότι οι συναισθηματικές και ενσυναίσθητες ικανότητες των δασκάλων παίζουν τεράστιο ρόλο στην τάξη και στη διαμόρφωση προσωπικοτήτων. Ωστόσο, τι συμβαίνει όταν η επιθετική συμπεριφορά και η οποία δεν μπορεί να ελεγχθεί ή εξαπλώνεται περιλαμβάνει μαθητές με τους οποίους ο δάσκαλος δεν έχει στενή σχέση ή δεν είναι συμπονετικός;

Tέλος, εξαιρετικά σημαντική είναι η συναισθηματική νοημοσύνη και η ενσυναίσθηση των εκπαιδευτικών , προκειμένου να κατανοήσουν τα συναισθήματα των συναδέλφων τους αλλά και των μαθητών τους με σκοπό τη σωστή κοινωνικο-συναισθηματική ανάπτυξη. Οι ενσυναίσθητοι δάσκαλοι μπορούν να διδάξουν ενσυναίσθηση στους μαθητές και οι πεποιθήσεις του δασκάλου επηρεάζουν τους μαθητές να προωθήσουν τις ικανότητες για τον «έξω» κόσμο. Έτσι, η βελτίωση της συναισθηματικής νοημοσύνης στα παιδιά μπορεί να είναι ένας λειτουργικός τρόπος για την προώθηση της ανάπτυξης της ενσυναίσθησης. Στην πραγματικότητα, όσο υψηλότερη είναι η αυτο-αποτελεσματικότητα ενός δασκάλου, τόσο μεγαλύτερη είναι η ενσυναίσθηση του (Goroshit & Hen, 2016).

Η ανθρωπιστική ψυχολογία τοποθετεί τον δάσκαλο σε μια αποστολή δημιουργίας ηθικού ήθους. Την ίδια στιγμή, οι κοινωνικο-λειτουργικές θεωρίες του συναισθήματος μιλούν για την ποιότητα των σχέσεών μας και τον ρόλο των συναισθημάτων στη διαμόρφωση των σχέσεων, για παράδειγμα το να μην αισθανόμαστε συνδεδεμένοι με τον δάσκαλο οδηγεί σε πλήξη. Εξαρτάται, επίσης, από τις προοπτικές του δασκάλου: είτε επικεντρώνει τη διδασκαλία με στόχο απλώς να διδάξει τους μαθητές, είτε τοποθετεί τον εαυτό του  σε ρόλο μέντορα και δίνει καθοδήγηση με συναισθηματική νοημοσύνη στους μαθητές.

Share.
Exit mobile version