Ποιους αφορά η ηπατίτιδα; Ποιες είναι οι μέθοδοι πρόληψης και ποιες οι τελευταίες εξελίξεις στις θεραπείες;

Ο διακεκριμένος Έλληνας Ηπατολόγος κ. Γιώργος Παπαθεοδωρίδης, Καθηγητής Παθολογίας Γαστρεντερολογίας στην Ιατρική Σχολή Αθηνών και Συντονιστής της Επιτροπής Ηπατιτίδων του ΕΟΔΥ απαντά στα ερωτήματα αυτά και εξηγεί γιατί η πλειονότητα των σημερινών περιστατικών χρόνιας ηπατίτιδας στην Ελλάδα οφείλεται στις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και τις ιατρικές πρακτικές των δεκαετιών 1940, 1950 και 1960.

Ποιους αφορά η ηπατίτιδα;

Η ηπατίτιδα μπορεί να προσβάλει όλους τους ανθρώπους, καθώς όλοι είναι ευάλωτοι στους παρεντερικά ή σεξουαλικά μεταδιδόμενους ιούς, όπως ο ιός της ηπατίτιδας Β. Όλοι έχουν πιθανότητα να κολλήσουν, όμως ο κίνδυνος αυξάνεται ανάλογα με τον τρόπο ζωής και την έκθεση σε παράγοντες κινδύνου. Στις ομάδες υψηλού κινδύνου περιλαμβάνονται οι χρήστες ναρκωτικών που μοιράζονται σύριγγες, άνδρες που έχουν σεξουαλικές επαφές με άνδρες, γυναίκες με πολλαπλούς σεξουαλικούς συντρόφους, άτομα που έχουν μεταναστεύσει από περιοχές με υψηλό επιπολασμό ηπατίτιδας.

Για παράδειγμα, στην Αλβανία ο επιπολασμός της χρόνιας ηπατίτιδας Β στους ενήλικες είναι πάνω από 10%, ενώ στην Ελλάδα είναι κάτω από 2%. Έτσι, κάποιος που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αλβανία έχει μεγαλύτερη πιθανότητα να έχει ηπατίτιδα Β σε σύγκριση με κάποιον που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ελλάδα.

Συνεπώς, η χώρα στην οποία γεννήθηκε και έζησε την παιδική του ηλικία κάποιος επηρεάζει την πιθανότητα να έχει ηπατίτιδα. Παρόλα αυτά, οι περισσότερες περιπτώσεις χρόνιας ηπατίτιδας δεν αφορούν άτομα από ομάδες υψηλού κινδύνου. Για παράδειγμα, εκτιμάται ότι στην Ελλάδα υπάρχουν 60-70 χιλιάδες χρόνιοι φορείς της ηπατίτιδας C. Αν και το ποσοστό της ηπατίτιδας C μεταξύ των χρηστών ναρκωτικών μπορεί να φτάσει το 60-70%, ο συνολικός αριθμός αυτών των ατόμων είναι κάτω από 10.000-15.000. Οι υπόλοιποι 50-60 χιλιάδες φορείς είναι από τον γενικό πληθυσμό και πολλοί από αυτούς δεν γνωρίζουν ότι έχουν τον ιό.

Για να αντιμετωπιστεί αυτό το ζήτημα, το Υπουργείο Υγείας έχει εισαγάγει μια ειδοποίηση στο σύστημα ηλεκτρονικής συνταγογράφησης. Όταν ένας γιατρός καταχωρεί έναν ασθενή, το σύστημα αναγνωρίζει την ηλικία του ασθενούς βάσει του ΑΜΚΑ και ειδοποιεί ότι, εάν ο ασθενής έχει γεννηθεί μεταξύ 1945 και 1980, πρέπει να ελεγχθεί για ηπατίτιδα C. Αυτό το μέτρο στοχεύει να ενθαρρύνει τον έλεγχο όλου του πληθυσμού αυτών των ηλικιών, ώστε να εντοπίζονται και να θεραπεύονται περισσότερα άτομα. Μια φορά να γίνει ο έλεγχος, δεν επαναλαμβάνεται η ειδοποίηση.

Ποιες μορφές ηπατίτιδας είναι οι πιο επικίνδυνες;

Οι χρόνιες ηπατίτιδες είναι οι πλέον ύπουλες, επειδή δεν προκαλούν συμπτώματα. Όποιος πάσχει από χρόνια ηπατίτιδα μπορεί να την έχει για αρκετές δεκαετίες πριν εμφανιστεί κάποια αρνητική εξέλιξη. Αυτές οι δεκαετίες αποτελούν ένα παράθυρο ευκαιρίας για να γίνει η διάγνωση και να θεραπευτεί ο ιός, προλαμβάνοντας έτσι την εμφάνιση σοβαρών επιπλοκών όπως η κίρρωση, ο καρκίνος του ήπατος και η ανάγκη για μεταμόσχευση. Η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία μπορούν να αναστείλουν την εξέλιξη της νόσου και να μειώσουν τις πιθανότητες μετάδοσης, προστατεύοντας τόσο τον ασθενή όσο και το κοινωνικό σύνολο.

Έχουν χρόνια μορφή όλες οι ηπατίτιδες;

Χρόνια μορφή έχει η ηπατίτιδα Β και η ηπατίτιδα C. Και σε μια μικρή μερίδα ανθρώπων, μαζί με την ηπατίτιδα Β συνυπάρχει και μια πιο επιθετική μορφή η D. Η ηπατίτιδα D πάει πάντοτε μαζί με τη Β. Αυτές οι ηπατίτιδες έχουν μια οξεία φάση και μετά μπορεί να γίνουν χρόνιες. Υπάρχουν δύο μορφές ηπατίτιδας που είναι μόνο οξείες, η Α και η Ε. Αυτές αφορούν κυρίως τη δημόσια υγεία σε περίπτωση επιδημικής έξαρσης, αλλά δεν έχουν μακροχρόνιες επιπτώσεις και δεν προκαλούν μόνιμα προβλήματα. Τα συμπτώματα, όπως ο ίκτερος, εμφανίζονται νωρίς και στη συνέχεια ο ιός φεύγει μόνος του και ο οργανισμός καθαρίζει.

Ποιες είναι οι μέθοδοι πρόληψης των ηπατιτίδων;

Η πρόληψη για την ηπατίτιδα Β γίνεται μέσω του εμβολίου, το οποίο είναι υποχρεωτικό στην Ελλάδα από το 1997 και χορηγείται στη βρεφική ηλικία, στους πρώτους μήνες της ζωής. Οι παιδίατροι το χορηγούσαν και πριν γίνει υποχρεωτικό, με αποτέλεσμα οι σημερινοί νέοι, έως περίπου 30 ετών, να είναι σχεδόν όλοι εμβολιασμένοι για ηπατίτιδα Β.

Αντίθετα, για την ηπατίτιδα C δεν υπάρχει εμβόλιο. Η πρόληψη της ηπατίτιδας C βασίζεται στην αποφυγή επαφής με το αίμα άλλων ανθρώπων. Αυτό σημαίνει να μην χρησιμοποιούμε κοινά αντικείμενα που έρχονται σε επαφή με αίμα ή άλλα βιολογικά υγρά, όπως ξυραφάκια και οδοντόβουρτσες και ειδικά βελόνες και σύριγγες, να αποφεύγουμε τους πολλαπλούς ερωτικούς συντρόφους και να χρησιμοποιούμε προφυλακτικά κατά τις επαφές με περιστασιακούς συντρόφους. Αυτά αποτελούν τα βασικά μέτρα πρόληψης. Σημαντικό να σημειωθεί ότι οι χρόνιες ηπατίτιδες, όπως η Β και η C, δεν μεταδίδονται μέσω κοινωνικής επαφής, όπως χειραψίες, φιλιά στο μάγουλο ή κοινή χρήση των τουαλετών, ούτε καν μέσω της κοινής χρήσης πιάτων.

Δηλαδή, όσοι έχουν γεννηθεί πριν από το 1997, πρέπει να εμβολιασθούν;

Από τους σημερινούς ενήλικες, μόνο όσοι έχουν έκθεση σε παράγοντες κινδύνου πρέπει να εμβολιαστούν. Για παράδειγμα, όσοι εργάζονται στον χώρο της υγείας μπορεί να έχουν ατυχήματα όπως τρυπήματα με βελόνες και πρέπει να είναι εμβολιασμένοι. Οι γυναίκες που εκδίδονται και έχουν πολλαπλές σεξουαλικές επαφές, καθώς και οι άνδρες με πολλούς σεξουαλικούς συντρόφους, πρέπει επίσης να είναι εμβολιασμένοι. Συγκεκριμένες ομάδες αυξημένου κινδύνου σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό χρειάζονται εμβολιασμό.

Υπάρχουν νέες θεραπευτικές προσεγγίσεις ή σημαντικές εξελίξεις στα φάρμακα κατά των ηπατιτίδων;

Εδώ και δύο δεκαετίες, έχουμε επιτύχει πλήρη έλεγχο της ηπατίτιδας Β. Αν και δεν εκριζώνουμε τον ιό, καταφέρνουμε να τον κρατάμε υπό έλεγχο, αλλάζοντας την έκβαση της υγείας των ασθενών: οι φλεγμονές στο ήπαρ δεν προχωρούν σε κίρρωση, το συκώτι βελτιώνεται και η επιβίωση των ασθενών είναι ίδια και καλύτερη από αυτή των μη ασθενών. Από την άλλη πλευρά, η πρόοδος στη θεραπεία της ηπατίτιδας C έχει προχωρήσει σημαντικά, καθώς πλέον επιτυγχάνεται η εκρίζωση του ιού: με μόλις ένα ή τρία χάπια την ημέρα για 8 έως 12 εβδομάδες, ο ιός καταπολεμάται με επιτυχία σε πάνω από 95-98% των περιπτώσεων. Αυτό αποτελεί σημαντική εξέλιξη και κάνει δυνατή την εξάλειψη της ηπατίτιδας C μέχρι το 2030, που είναι άλλωστε και ο στόχος που έχει θέσει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), με τον οποίο συντάχθηκαν πολλά υπουργεία των κρατών-μελών του ΠΟΥ, μεταξύ των οποίων και της χώρας μας. Επιπλέον, τα τελευταία τρία χρόνια παρατηρείται πρόοδος και στην αντιμετώπιση της ηπατίτιδας D, η οποία επηρεάζει περίπου το 5% των ατόμων με ηπατίτιδα Β. Εφόσον συνυπάρχει ηπατίτιδα D με ηπατίτιδα Β, τότε η ηπατίτιδα D επικρατεί και προκαλεί ταχύτερη επιδείνωση της ηπατικής νόσου. Ωστόσο, για πρώτη φορά, έχουμε αποτελεσματική θεραπεία για την πλειονότητα των ασθενών με ηπατίτιδα D, που δεν επιτυγχάνει εκρίζωση αλλά έλεγχο της δραστηριότητας του ιού και αλλαγή της φυσικής πορείας της νόσου.

Είστε συντονιστής επί πενταετία στην Επιτροπή Ιογενούς Ηπατίτιδας ΕΟΔΥ. Θέλετε να μας εξηγήσετε σε τι συνίσταται το έργο της Επιτροπής;

Η Επιτροπή αυτή έχει ετοιμάσει και κατά καιρούς επικαιροποιήσει επιστημονικές οδηγίες για την ηπατίτιδα Β και C, έχει οργανώσει μελέτες φυσικής ιστορίας για τις ιογενείς ηπατίτιδες και έχει παραγάγει σημαντικό επιστημονικό έργο στον τομέα αυτό. Αρκετά μέλη της επιτροπής είχαν συμμετάσχει στην επιτροπή του Υπουργείου Υγείας το 2016 που εκπόνησε το Εθνικό Σχέδιο για την εξάλειψη της ηπατίτιδας C και στη συνέχεια στην επιτροπή που ανέλαβε την παρακολούθηση της υλοποίησης του σχεδίου αυτού. Πράγματι, ξεκίνησε η υλοποίηση του σχεδίου και έγιναν σημαντικά βήματα, αλλά τα τελευταία χρόνια δεν παρακολουθούμε στενά την εξέλιξή του.

Η Επιτροπή Ηπατίτιδας του ΕΟΔΥ έχει προτείνει να επανεργοποιηθεί η παρακολούθηση της υλοποίησης της εξάλειψης της ηπατίτιδας  C. Να δούμε σε ποιο στάδιο είμαστε, αν προχωράμε καλά  κι αν πρέπει να κάνουμε κι άλλες ενέργειες, και παράλληλα έχει προτείνει να οργανωθούμε για την εξάλειψη της ηπατίτιδας Β.

Συνεπώς, η Επιτροπή έχει υποβάλει προτάσεις σε θέματα οργάνωσης της δημόσιας υγείας σε εθνικό επίπεδο για την αντιμετώπιση των ηπατιτίδων και έχει εκδώσει οδηγίες διαγνωστικές και θεραπευτικές για την ηπατίτιδα Β και C, ενώ ετοιμάζονται οδηγίες και για την ηπατίτιδα D. Επίσης, η Επιτροπή σχεδιάζει ερευνητικά προγράμματα τα οποία θα συνεισφέρουν κυρίως στην κατανόηση των αλλαγών των πιθανοτήτων των κύριων εκβάσεων (κίρρωση, ρήξη αντιρρόπησης, καρκίνος ήπατος, μεταμόσχευση, θάνατος) και των επιπτώσεων στη δημόσια υγεία και γενικώς απαντά σε ερωτήματα που κατά καιρούς προκύπτουν κι αφορούν τις ηπατίτιδες

Γιατί ασχοληθήκατε με την ηπατίτιδα;

Πρώτον, είναι ένα κομμάτι της ειδικότητάς μου, είμαι γαστρεντερολόγος. Η ηπατολογία και κατ’επέκταση οι ηπατίτιδες είναι κομμάτι της γαστρεντερολογίας. Όμως πάντοτε μου άρεσε το ήπαρ και διαπίστωσα από πολύ νωρίς ότι η Ελλάδα είχε ιδιαίτερο πρόβλημα με τις ιογενείς ηπατίτιδες, πολύ μεγαλύτερο τουλάχιστον από τις υπόλοιπες δυτικοευρωπαϊκές αλλά και τις υπόλοιπες νοτιο-ευρωπαϊκές χώρες, και φυσικά πολύ περισσότερο από τις βορειοευρωπαϊκές. Θεώρησα λοιπόν ότι υπάρχει έδαφος για να συνεισφέρουμε στον τομέα αυτό.

Όταν ξεκίνησα ειδικότητα το 1991, μόλις είχε ανακαλυφθεί ο ιός της ηπατίτιδας C, το 1990. Συνεπώς, οι ηπατίτιδες ήταν ένα πεδίο με πάρα πολύ μεγάλο ερευνητικό ενδιαφέρον, ενώ σταδιακά βελτιώθηκαν οι γνώσεις μας και αναπτύχθηκαν θεραπείες στην ηπατίτιδα Β και αργότερα στην ηπατίτιδα C. Oπότε, είχαμε αφενός ικανό αριθμό ασθενών για να συνεισφέρουμε στην έρευνα και αφετέρου υπήρχε ενδιαφέρον από πλευράς δημόσιας υγείας της χώρας μας για να αναπτύξουμε αυτό το επιστημονικό αντικείμενο.

Γιατί ο ελληνικός πληθυσμός είχε αυτή τη συχνότητα ιογενών ηπατιτίδων;

Πιθανότατα γιατί το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο της Ελλάδας, κατά τις δεκαετίες του ’40, ’50, ‘60 δεν ήταν ιδιαίτερα προηγμένο και εφαρμόζονταν όχι βέλτιστες πρακτικές για απλά ιατρικά προβλήματα.

Αυτές είναι οι δεκαετίες που κυρίως μεταδόθηκαν οι ηπατίτιδες στους ανθρώπους που πάσχουν σήμερα, ενώ τις νεότερες δεκαετίες η ηπατίτιδα C εξακολουθεί να μεταδίδεται κυρίως με τη χρήση ναρκωτικών. Όλες οι κακές πρακτικές έχουν εκλείψει εδώ και δεκαετίες. Έτσι, σήμερα ζούμε τα αποτελέσματα των δεκαετιών 40-50-60, με τις χρόνιες ηπατίτιδες να απαντώνται συχνότερα σε ανθρώπους 50, 60 ή 70 χρόνων, με εξαίρεση τους χρήστες ναρκωτικών.

Είστε αισιόδοξος σχετικά με την πρόοδο στην αντιμετώπιση των ηπατιτίδων;

Ναι, είμαι αισιόδοξος κι αυτό παρά το ότι στο θέμα της οργάνωσης δεν είμαστε στο βέλτιστο επίπεδο ως προς την προσπάθεια εξάλειψης των ιογενών ηπατιτίδων.

Κάνουμε πάρα πολλές ενέργειες σε ατομικό επίπεδο αλλά χρειαζόμαστε αρωγό και το οργανωμένο κράτος ώστε να έχουμε την πλήρη εικόνα.

Θα ήθελα, με την ευκαιρία αυτή, να απευθύνω μια έκκληση στους γιατρούς: να ακολουθούν τις τρέχουσες επιστημονικές συστάσεις και να συνταγογραφούν έλεγχο για τις ιογενείς ηπατίτιδες στον πληθυσμό, για τον οποίο συνιστάται.

Πηγή: ΕΟΔΥ

Share.
Exit mobile version