Σε πρόσφατη δημοσίευση του διεθνούς έγκριτου περιοδικού Nature μελετήθηκε η επίδραση φαρμάκου για τον διαβήτη και την παχυσαρκία στην ανάπτυξη της νόσου του Πάρκινσον*. Το Lixisenatide, φάρμακο το οποίο ανήκει στην ίδια οικογένεια με τα φάρμακα απώλειας βάρους όπως το Wegovy ή το Ozempic, επιβράδυνε την ανάπτυξη των συμπτωμάτων κατά ένα μικρό αλλά στατιστικά σημαντικό ποσοστό.
Οι συμμετέχοντες που έλαβαν το φάρμακο, λιξισενατίδη, για 12 μήνες δεν εμφάνισαν επιδείνωση των συμπτωμάτων τους, σε μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από προοδευτική απώλεια του κινητικού ελέγχου. Ωστόσο, απαιτείται περαιτέρω μελέτη για τον έλεγχο των παρενεργειών και τον προσδιορισμό της καλύτερης δόσης, αλλά οι ερευνητές λένε ότι η δοκιμή σηματοδοτεί ένα πολλά υποσχόμενο βήμα στην προσπάθεια δεκαετιών για την αντιμετώπιση της κοινής και εξουθενωτικής διαταραχής.
Η λιξισενατίδη είναι ένας εκλεκτός αγωνιστής του υποδοχέα GLP-1 και είναι μέρος μιας μεγάλης οικογένειας παρόμοιων ενώσεων που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία του διαβήτη και, πιο πρόσφατα, της παχυσαρκίας.
Πολλές μελέτες έχουν δείξει μια σχέση μεταξύ του διαβήτη και της νόσου του Πάρκινσον.
Τα άτομα με διαβήτη έχουν περίπου 40% περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν νόσο του Πάρκινσον. Και οι άνθρωποι που έχουν και Πάρκινσον και διαβήτη συχνά βλέπουν πιο γρήγορη εξέλιξη των συμπτωμάτων από εκείνους που έχουν μόνο Πάρκινσον.
Μελέτες σε ζώα έχουν δείξει ότι ορισμένα φάρμακα GLP-1, τα οποία επηρεάζουν τα επίπεδα ινσουλίνης και γλυκόζης, μπορούν να επιβραδύνουν τα συμπτώματα της νόσου του Πάρκινσον. Μικρότερες δοκιμές, που δημοσιεύθηκαν το 2013 και το 2017, πρότειναν ότι το μόριο GLP-1 εξενατίδη, ένα άλλο φάρμακο για τον διαβήτη, θα μπορούσε να κάνει το ίδιο σε ανθρώπους.
Στην τελευταία, μεγαλύτερη μελέτη, οι Γάλλοι επιστήμονες μελέτησαν τη λιξισενατίδη σε 156 άτομα με ήπια έως μέτρια συμπτώματα Πάρκινσον, οι οποίοι λάμβαναν ήδη το τυπικό φάρμακο για το Πάρκινσον λεβοντόπα ή άλλα φάρμακα. Οι μισοί έλαβαν το φάρμακο GLP-1 για ένα χρόνο και οι άλλοι έλαβαν εικονικό φάρμακο.
Μετά από 12 μήνες, τα άτομα στην ομάδα ελέγχου εμφάνισαν επιδείνωση των συμπτωμάτων τους. Συγκεκριμένα, η βαθμολογία τους είχε αυξηθεί κατά τρεις βαθμούς σε μια κλίμακα που χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση της σοβαρότητας της νόσου του Πάρκινσον που μετρά πόσο καλά οι άνθρωποι μπορούν να εκτελούν λειτουργίες όπως ομιλία, φαγητό και περπάτημα.
Όσοι έπαιρναν το φάρμακο δεν είχαν καμία αλλαγή στη βαθμολογία τους σε αυτήν την κλίμακα.
Αλλά η θεραπεία προκάλεσε παρενέργειες. Ναυτία εμφανίστηκε σχεδόν στους μισούς και έμετος στο 13% των ατόμων που λάμβαναν φάρμακο.
Τα αποτελέσματα δημοσιεύονται στο New England Journal of Medicine, σε άρθρο με τίτλο: “Trial of Lixisenatide in Early Parkinson’s Disease”.
Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε εάν το αποτέλεσμα θα διαρκέσει περισσότερο από ένα χρόνο. Μια διαφορά τριών βαθμών στη βαθμολογία αξιολόγησης είναι μια μικρή αλλαγή – αυτή που πολλά άτομα με Πάρκινσον θα δυσκολευτούν να παρατηρήσουν.
Η λιξισενατίδη ως θεραπεία διαβήτη αποσύρθηκε από την αγορά των ΗΠΑ πέρυσι από την εταιρεία Sanofi με έδρα το Παρίσι για εμπορικούς λόγους. Τα νεότερα φάρμακα GLP-1 (η λιξισενατίδη αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 2000) θα μπορούσαν να προσφέρουν λιγότερες και ηπιότερες παρενέργειες ή να λειτουργήσουν σε χαμηλότερες δόσεις, προσθέτει.
Ένα άλλο ερώτημα που χρήζει περαιτέρω διερεύνησης είναι πώς ορισμένα φάρμακα GLP-1 μπορούν να προστατεύσουν από τη νόσο του Πάρκινσον. Οι ενώσεις είναι γνωστό ότι μειώνουν τη φλεγμονή, γεγονός που οδήγησε ορισμένους ερευνητές να θεωρήσουν ότι εμποδίζουν τη σταθερή απώλεια των νευρώνων που παράγουν ντοπαμίνη οδηγώντας στην πάθηση. Αυτό θα πρόσφερε σημαντικό όφελος σε σχέση με τις υπάρχουσες θεραπείες, όπως η λεβοντόπα, οι οποίες αντιμετωπίζουν τα συμπτώματα αλλά όχι την υποκείμενη αιτία.
Οι ερευνητές περιμένουν τώρα τα αποτελέσματα μιας μεγάλης κλινικής δοκιμής που εξετάζει τα αποτελέσματα μιας διετούς χορήγησης εξενατίδης (φαρμάκου που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία του σακχαρώδη διαβήτη) σε άτομα με νόσο του Πάρκινσον.
*Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής (Νοσοκομείο Αλεξάνδρα) της Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Παθολόγος, Καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής) και Παναγιώτα Ζαχαράκη (Βιολόγος) συνοψίζουν τα νεότερα δεδομένα της δημοσίευσης.