Από τη Γιάννα Τριανταφύλλη
Η έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση και σε ακραίες θερμοκρασίες αποτελεί έναν σημαντικό κίνδυνο για την υγεία. Η θνησιμότητα που αποδίδεται στην κλιματική αλλαγή αποτελεί μια παγκόσμια ανησυχία, η οποία αναμένεται να αυξηθεί σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό στο μέλλον.
Διεθνής ερευνητική ομάδα με επικεφαλής το Ινστιτούτο Χημείας Max Planck στη Γερμανία, χρησιμοποιώντας προηγμένες αριθμητικές προσομοιώσεις, υπολόγισαν την πιθανή θνησιμότητα που θα προκύψει μέχρι το 2100 λόγω της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και των ακραίων θερμοκρασιών. Οι ερευνητές στήριξαν τους υπολογισμούς τους σε προβλέψεις από το 2000 έως το 2090, που αναλύθηκαν σε διαστήματα 10 ετών.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, οι θάνατοι που σχετίζονται με τη ρύπανση αναμένεται να πενταπλασιαστούν, ενώ η θνησιμότητα που σχετίζεται με τη θερμοκρασία θα μπορούσε να επταπλασιαστεί, θέτοντας σε υψηλό κίνδυνο την υγεία από την ατμοσφαιρική ρύπανση για τουλάχιστον 20 % του παγκόσμιου πληθυσμού. Σύμφωνα με τον πιο πιθανό υπολογισμό, τα ετήσια ποσοστά θνησιμότητας που συνδέονται με την ατμοσφαιρική ρύπανση και τις ακραίες θερμοκρασίες θα μπορούσαν να φτάσουν τα 30 εκατομμύρια μέχρι το τέλος του αιώνα.
«Η κλιματική αλλαγή δεν είναι μόνο ένα περιβαλλοντικό ζήτημα, είναι μια άμεση απειλή για τη δημόσια υγεία. Το 2000, περίπου 1,6 εκατομμύρια άνθρωποι πέθαιναν κάθε χρόνο λόγω των ακραίων θερμοκρασιών, τόσο του κρύου όσο και της ζέστης. Μέχρι το τέλος του αιώνα, το πιθανότερο σενάριο είναι ότι ο αριθμός αυτός θα ανέλθει σε 10,8 εκατομμύρια, δηλαδή σχεδόν θα επταπλασιαστεί. Όσον αφορά την ατμοσφαιρική ρύπανση, οι ετήσιοι θάνατοι το 2000 ήταν περίπου 4,1 εκατομμύρια. Μέχρι το τέλος του αιώνα, ο αριθμός αυτός θα ανέλθει σε 19,5 εκατομμύρια, δηλαδή θα πενταπλασιαστεί», δήλωσε ο Δρ Andrea Pozzer, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας.
Η μελέτη δείχνει σημαντικές περιφερειακές διαφορές στα μελλοντικά ποσοστά θνησιμότητας. Η Νότια και η Ανατολική Ασία αναμένεται να αντιμετωπίσουν τις ισχυρότερες αυξήσεις, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, με την ατμοσφαιρική ρύπανση να εξακολουθεί να παίζει σημαντικό ρόλο. Αντίθετα, σε περιοχές υψηλού εισοδήματος, όπως η Δυτική Ευρώπη, η Βόρεια Αμερική, η Αυστραλία και η Ασία-Ειρηνικός, οι θάνατοι που σχετίζονται με τις ακραίες θερμοκρασίες αναμένεται να ξεπεράσουν αυτούς που προκαλούνται από την ατμοσφαιρική ρύπανση.
Σε ορισμένες χώρες εντός αυτών των περιοχών, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Αγγλία, η Γαλλία, η Ιαπωνία και η Νέα Ζηλανδία, αυτή η ανησυχητική εξέλιξη συμβαίνει ήδη. Η διαφορά είναι πιθανό να αυξηθεί, με τις ακραίες θερμοκρασίες να γίνονται ακόμη πιο σημαντικός κίνδυνος για την υγεία από την ατμοσφαιρική ρύπανση, επίσης σε χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (π.χ. Πολωνία και Ρουμανία) και σε μέρη της Νότιας Αμερικής (π.χ. Αργεντινή και Χιλή).
Επείγουσα ανάγκη εφαρμογής μέτρων για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής
Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα ευρήματα της μελέτης υπογραμμίζουν την κρίσιμη σημασία που έχει η άμεση εφαρμογή αποφασιστικών μέτρων μετριασμού της κλιματικής αλλαγής για την αποτροπή μελλοντικών απωλειών ζωής.
Η μελέτη έρχεται λίγο μετά τη δημοσίευση της ετήσιας έκθεσης του ΟΗΕ σχετικά με τις περικοπές εκπομπών που απαιτούνται για τον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη στον 1,5°C. Στην έκθεση αυτή ο ΟΗΕ προειδοποιεί ότι ο στόχος αυτός θα απομακρυνθεί σύντομα χωρίς μια παγκόσμια κινητοποίηση σε κλίμακα και ρυθμό που δεν έχει ξαναγίνει ποτέ. Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, ο κόσμος βρίσκεται σε τροχιά αύξησης της θερμοκρασίας κατά 2,6°C έως 3,1°C, ανάλογα με το πόσο θα υλοποιηθεί η υποσχεθείσα επί του παρόντος δράση για το κλίμα.
Σχολιάζοντας την έκθεση, ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες δήλωσε « Ο παγκόσμιος πληθυσμός ακροβατεί πάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί. Είτε οι ηγέτες θα γεφυρώσουν το χάσμα των εκπομπών, είτε θα βυθιστούμε στο χάος της κλιματικής καταστροφής με τους φτωχότερους και πιο ευάλωτους πληθυσμούς να υποφέρουν περισσότερο».
Πηγή: Max Planck Institute for Chemistry