της Δρ. Ειρήνης Στεφανάκη
Δερματολόγου-Αφροδισιολόγου
Διδάκτωρα Πανεπιστημίου Κρήτης
Επιστ. Συνεργάτη Νοσ. Α. Συγγρός
H Xρόνια Αυθόρμητη Κνίδωση (ΧΑΚ) αποτελεί ένα σχετικά συχνό νόσημα που επηρεάζει δυσμενώς τις καθημερινές δραστηριότητες και την ποιότητα ζωής των ασθενών αφού όπως έχει διαπιστωθεί όσοι πάσχουν από τη νόσο εκτός από τα ενοχλητικά συμπτώματα έχουν και υψηλότερα ποσοστά άγχους και κατάθλιψης, δυσκολία στον ύπνο και μειωμένη σωματική και νοητική κατάσταση. Πρόκειται για μια απρόβλεπτη πάθηση.
Βασικά χαρακτηριστικά της νόσου
Η κνίδωση, όπως ξαφνικά εμφανίζεται, έτσι και ξαφνικά εξαφανίζεται. Ίσως δεν γνωρίζετε την ονομασία, αλλά μπορείτε να αναγνωρίσετε τα κόκκινα κνιδωτικά εξανθήματα που ονομάζονται πομφοί. Σε πολλές περιπτώσεις συνοδεύονται από πρήξιμο (αγγειοοίδημα) στα χείλη, στο πρόσωπο (μάγουλα και περιοφθαλμικές περιοχές), στα μαλακά μόρια των άνω-κάτω άκρων (δάχτυλα, παλάμες, πέλματα), τα γεννητικά όργανα και σπανιότερα στη γλώσσα ή το φάρυγγα. Αυτά τα συμπτώματα εμφανίζονται απροειδοποίητα και μπορούν να επανεμφανιστούν ξαφνικά μετά την υποχώρησή τους δηλαδή εναλλάσσονται περίοδοι με εξάνθημα και χωρίς εξάνθημα. Η κνίδωση όταν διαρκεί λιγότερο από 6 εβδομάδες θεωρείται οξεία, αντίθετα όταν διαρκεί πάνω από 6 εβδομάδες ονομάζεται χρόνια.
Χρόνια κνίδωση
Τη χρόνια κνίδωση την διακρίνουμε κυρίως σε δύο κατηγορίες:
Σε Χρόνια αυθόρμητη όταν δεν υπάρχει κάποιος εξωτερικός παράγοντας που να την προκαλεί. Εμφανίζεται αυτόματα και απρόβλεπτα.
Σε επαγόμενη, όταν τα συμπτώματα επάγονται από φυσικά αίτια όπως η τριβή, το ψύχος ή η αυξημένη θερμοκρασία.
Ο τρόπος με τον οποίο βιώνει ο καθένας τη Xρόνια Αυθόρμητη Κνίδωση είναι διαφορετικός. Οι άνθρωποι με Χρόνια Αυθόρμητη Κνίδωση συχνά εμφανίζουν:
- Εξανθήματα / Πομφούς
- Αιφνίδιο, έντονο οίδημα του δέρματος και του υποδόριου ιστού
- Κεντρικό οίδημα που περιβάλλεται από ερύθημα
- Συνοδεύεται από κνησμό ή μερικές φορές αίσθημα καύσου
- Πολύ συχνότερα αίσθημα τάσης
- Πλήρης αποδρομή των κνιδωτικών βλαβών σε 1 – 24 ώρες ή / και αγγειοοίδημα
- Στο αγγειοοίδημα προσβάλλονται πιο συχνά τα βλέφαρα και τα χείλη
Αυτά είναι και τα συμπτώματα που θα μας βοηθήσουν να αναγνωρίσουμε την Χρόνια Αυθόρμητη Κνίδωση και να απευθυνθούμε στον ειδικό δερματολόγο.
Η κνίδωση είναι ιδιαίτερα συχνή νόσος και φαίνεται ότι ο επιπολασμός της μπορεί να έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια συγκριτικά με το παρελθόν. Υπολογίζεται ότι περίπου το ένα στα τέσσερα άτομα (25% του γενικού πληθυσμού) μπορεί να εμφανίσει τουλάχιστον μια φορά κνίδωση (οξεία και χρόνια) κατά τη διάρκεια της ζωής του. Σύμφωνα με επιδημιολογικές μελέτες εκτιμάται ότι ο επιπολασμός της Χρόνιας Αυθόρμητης Κνίδωσης ανέρχεται στο 0,5–1% του γενικού πληθυσμού. Στα παιδιά ο αντίστοιχος επιπολασμός υπολογίζεται ότι είναι μικρότερος.
Η Χρόνια Αυθόρμητη Κνίδωση μπορεί να εμφανισθεί σε όλες τις ηλικίες, όμως η μεγαλύτερη συχνότητα διαπιστώνεται μεταξύ 20–40 ετών, δηλαδή στην πιο παραγωγική ηλικία, ενώ φαίνεται ότι προσβάλλει περισσότερο (τουλάχιστον σε διπλάσιο ποσοστό) τις γυναίκες συγκριτικά με τους άνδρες.
Η διάρκεια της Χρόνιας Αυθόρμητης Κνίδωσης ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό. Εκτιμάται ότι στους περισσότερους ασθενείς με Χρόνια Αυθόρμητη Κνίδωση η μέση διάρκεια της νόσου είναι 1-5 χρόνια, ενώ ένας σημαντικός αριθμός ασθενών (τουλάχιστον το 20%) παραμένουν συμπτωματικοί 5–10 χρόνια μετά την έναρξη της νόσου. Η συνολική διάρκεια της Χρόνιας Αυθόρμητης Κνίδωσης φαίνεται ότι μπορεί να είναι μεγαλύτερη σε ασθενείς που διαθέτουν τα εξής χαρακτηριστικά: (1) σοβαρότερη νόσο, (2) αγγειοοίδημα, (3) αυτοανοσία και (4) συνδυασμό με κάποια άλλη μορφή κνίδωσης.
Η επιπτώσεις της νόσου την καθημερινότητα του ασθενή
Η επιβάρυνση στην ποιότητα ζωής του ατόμου λόγω της Χρόνιας Αυθόρμητης Κνίδωσης, τόσο σε ψυχολογικό όσο και σωματικό επίπεδο, είναι συχνά πολύ μεγαλύτερη από αυτή που θα περίμενε κανείς συγκριτικά με άλλες δερματικές παθήσεις. Η Χρόνια Αυθόρμητη Κνίδωση μπορεί να επηρεάζει σημαντικά την εμφάνιση του ασθενούς και δυσχεραίνει τις καθημερινές δραστηριότητες, επηρεάζοντας αρνητικά την ποιότητα ζωής του. Η επιβάρυνση αυτή μάλιστα είναι σε αρκετές περιπτώσεις εντονότερη από καταστάσεις απειλητικές για τη ζωή όπως π.χ. το έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Οι ασθενείς με Χρόνια Αυθόρμητη Κνίδωση παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα άγχους, κατάθλιψης και ψυχοσωματικών εκδηλώσεων. Το άτομο με Χρόνια Αυθόρμητη Κνίδωση συχνά υποφέρει από έντονη έλλειψη ύπνου λόγω του κνησμού, που έχει ως αποτέλεσμα χαμηλά επίπεδα ενέργειας κατά τη διάρκεια της ημέρας. Πολλές φορές αναγκάζεται να απουσιάζει από την εργασία του ή το σχολείο. Παράλληλα, παρουσιάζει έντονες ψυχοσωματικές διαταραχές όπως κατάθλιψη, άγχος, ανησυχία, αίσθημα φόβου και απόρριψης και συχνά οδηγείται σε κοινωνική απομόνωση. Τέλος οι ασθενείς αυτοί έχουν πολλούς περιορισμούς λόγω θεραπείας (οικονομική επιβάρυνση, δυσφορία). Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Χρόνια Αυθόρμητη Κνίδωση δεν είναι μεταδοτική.
Ο ασθενής πρέπει να κατανοήσει τη φύση της πάθησής του, αλλά και το γεγονός ότι αυτή δεν είναι επικίνδυνη και απειλητική για τη ζωή του. Πρέπει, όμως, να τονισθεί ότι η πάθηση, για τους περισσότερους ασθενείς, έχει ημερομηνία λήξης και η συνεργασία με τον ειδικό ιατρό δερματολόγο θα οδηγήσει σε ταχύτερο έλεγχο των συμπτωμάτων και τελικά σε ύφεση.
Η αντιμετώπιση της νόσου
Στην προσπάθεια αντιμετώπισης της Χρόνιας Αυθόρμητης Κνίδωσης και εξάλειψης των συμπτωμάτων, απαιτείται η άμεση και συστηματική συνεργασία με τον θεράποντα ιατρό σας σε, συνδυασμό με στενή και τακτική παρακολούθηση. Για τη διάγνωση χρειάζονται τρία απλά βήματα για την διάγνωση της ΧΑΚ: λήψη εκτενούς ιστορικού, φυσική εξέταση, διαγνωστικός έλεγχος.
Για την Χρόνια Αυθόρμητη Κνίδωση, αρχικά γίνεται περιορισμένος διαγνωστικός έλεγχος ρουτίνας, ενώ ο εξειδικευμένος έλεγχος πρέπει να βασίζεται στο ιστορικό των ασθενών. Η θεραπευτική προσέγγιση πρέπει να λαμβάνει υπόψη το ιστορικό του ασθενούς, τη βαρύτητα της νόσου και την ανταπόκριση του ασθενούς στις θεραπείες που έχει λάβει. Επίσης θα πρέπει να συνεκτιμάται ο αντίκτυπος της νόσου στην ποιότητας ζωής του ατόμου.
Θεραπευτικός στόχος
Αυτό που συστήνουν οι ειδικοί σύμφωνα και με τις κατευθυντήριες οδηγίες ως θεραπευτικό στόχο στην κνίδωση, είναι η πλήρης εξάλειψη των συμπτωμάτων της νόσου με τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια. Στη θεραπεία της χρόνιας αυθόρμητης κνίδωσης τον πρώτο και κύριο λόγο έχουν τα αντιισταμινικά φάρμακα. Τα αντιισταμινικά είναι αποτελεσματικά στον έλεγχο των συμπτωμάτων της νόσου, τόσο της φαγούρας όσο και των πομφών.
Δυστυχώς, περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς με Χρόνια Αυθόρμητη Κνίδωση δεν ανταποκρίνονται επαρκώς στις εγκεκριμένες θεραπείες 1ης γραμμής (αντιισταμινικά), με αποτέλεσμα να ταλαιπωρούνται από τα συμπτώματα της νόσου παρόλο που λαμβάνουν θεραπεία. Στις περιπτώσεις που τα αντιισταμινικά από μόνα δεν επαρκούν για τον έλεγχο της νόσου, προστίθενται και άλλα φάρμακα.
Νέες αποτελεσματικές θεραπείες
Τα τελευταία χρόνια τα δεδομένα στη θεραπεία της χρόνιας κνίδωσης άλλαξαν δραματικά υπέρ των ασθενών. Νέες ενέσιμες θεραπείες μπορούν να βγάλουν από το αδιέξοδο τους ασθενείς που πάσχουν από αυτήν την απρόβλεπτη νόσο που δημιουργεί πολλά προβλήματα στην καθημερινή ζωή. Τα αποτελέσματα από τη χρήση τους στην χρόνια αυθόρμητη κνίδωση είναι πολύ καλά ακόμα και μετά από την πρώτη χορήγηση, οδηγώντας σε ύφεση της νόσου και ανακούφιση των ασθενών λόγω της πλήρους εξάλειψης του κνησμού και πομφών ή την υποχώρηση των συμπτωμάτων σε μεγάλο βαθμό.
Εκτός, όμως, από τη βελτίωση των συμπτωμάτων, οι νέες ενέσιμες θεραπείες φαίνεται να οδηγούν και σε βελτίωση των καθημερινών δραστηριοτήτων και της ποιότητας ζωής των ασθενών με Χρόνια Αυθόρμητη Κνίδωση. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι η Χρόνια Αυθόρμητη Κνίδωση αποτελεί μια χρόνια ασθένεια με εξάρσεις και υφέσεις που επιβαρύνει σημαντικά την ποιότητα ζωής του ατόμου και πρέπει να αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά με την επιλογή της κατάλληλης θεραπείας.
Είναι σημαντικό να γνωρίζουν οι ασθενείς ότι υπάρχει, πλέον, αποτελεσματική και ασφαλής αντιμετώπιση αυτής της τόσο ενοχλητικής ασθένειας, που τους ανακουφίζει σε μεγάλο βαθμό ή και τους απαλλάσσει από τα συμπτώματα. Δεν είναι «καταδικασμένοι» να ζήσουν με αυτή την κατάσταση για το χρονικό διάστημα που θα διαρκέσει. Απευθυνθείτε στο δερματολόγο, ενημερώστε τον και συνεργαστείτε μαζί του, ώστε να επιλέξετε μαζί την κατάλληλη θεραπεία που θα οδηγήσει στην βελτίωση της καθημερινότητας σας.