Από τη Γιάννα Τριανταφύλλη.
Μία από τις πιο κοινές λοιμώξεις που σχετίζονται με την υγειονομική περίθαλψη, το Clostridioides difficile (“κλωστηρίδιο το δύσκολο”), εξαπλώνεται «κρυφά» και με ταχύτατους ρυθμούς στις ΜΕΘ των αμερικανικών νοσοκομείων αποκαλύπτει πρόσφατη μελέτη.
Το C. difficile είναι ένα Gram θετικό, αναερόβιο βακτηρίδιο που βρίσκεται στο έντερο των ανθρώπων και των ζώων αλλά και στο έδαφος, το νερό και το περιβάλλον. Το φάσμα της λοίμωξης από C. difficile κυμαίνεται από ήπια αυτοπεριοριζόμενη διάρροια έως και απειλητική για τη ζωή κολίτιδα και τοξικό μεγάκολο.
Τα τελευταία χρόνια, η λοίμωξη από C. difficile αποτελεί παγκοσμίως ένα σοβαρό πρόβλημα για τη δημόσια υγεία και ειδικότερα για τους νοσηλευόμενους ασθενείς, με την επιδημιολογία της λοίμωξης να έχει αλλάξει σημαντικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Σημαντικός παράγοντας κινδύνου που σχετίζεται με την εμφάνισης λοίμωξης με C. Difficileείναι η έκθεση σε αντιβιοτικά.
Μέχρι τη δεκαετία του 1970, θεωρούνταν ένας σπάνιος μικροοργανισμός για την πρόκληση λοιμώξεων, ο οποίος απομονώνονταν στο μικροβίωμα του εντέρου χωρίς να προκαλεί νόσο. Όμως, με την εισαγωγή των αντιβιοτικών, ο ρόλος του C. difficile στην γένεση των λοιμώξεων του παχέος εντέρου αυξήθηκε ραγδαία. Ήδη από το 2000 έχει παρατηρηθεί σε Β. Αμερική και Ευρώπη σημαντική αύξηση του αριθμού των λοιμώξεων από C. difficile που έχει οδηγήσει σε σημαντική αύξηση της νοσηρότητας και της θνητότητας.
Πρόσφατες επιδημιολογικές αναφορές στις ΗΠΑ αναφέρουν ότι το C. difficile αντικατέστησε το ανθεκτικό στη μεθικιλλίνη Staphylococcus Aureus ως την πιο κοινή αιτία της σχετιζόμενης με την υγειονομική περίθαλψη λοίμωξης.
Οι «κρυφές» πηγές μετάδοσης της λοίμωξης
Η συχνότητα εμφάνισης της λοίμωξης από C. difficile παρουσιάζει σημαντική αύξηση τα τελευταία χρόνια, ενισχύοντας το ερευνητικό ενδιαφέρον, με σκοπό την διερεύνηση νέων λοιμογόνων παραγόντων του μικροοργανισμού και την ανάπτυξη νέων φαρμακευτικών σχημάτων για θεραπεία.
Ερευνητική ομάδα από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Γιούταθέλησε να εξετάσει τον ρόλοτων περιβαλλοντικών επιφανειών και της υγιεινής των χεριών του προσωπικού υγειονομικής περίθαλψης στη μετάδοση του Clostridioides difficile εντός των νοσοκομείων.
Για την παρακολούθηση των λοιμώξεων σε όλο το περιβάλλον υγειονομικής περίθαλψης, οι ερευνητές έλαβαν δείγματα για C. Diff από σχεδόν 200 ασθενείς σε δύο μονάδες εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ) και συνέλεξαν χιλιάδες δείγματα από τις επιφάνειες των δωματίων του νοσοκομείου και τα χέρια των παρόχων υγειονομικής περίθαλψης.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν αλληλουχία DNA ολόκληρου του γονιδιώματος για να παρακολουθήσουν με ακρίβεια τηβακτηριακή κίνηση των στελεχών C. Diff. Με την ταυτόχρονη παρακολούθηση διαφορετικών ποικιλιών βακτηρίων στους ασθενείς, στα χέρια των παρόχων υγειονομικής περίθαλψης και στο περιβάλλον, οι ερευνητές αποκάλυψαν περιπτώσεις πιθανής μετάδοσης που δεν είχαν εντοπιστεί προηγουμένως με άλλες μεθόδους.
Οι ερευνητές εντόπισαν τα βακτήρια στο 10% των ασθενών στη ΜΕΘ, είτε στο σώμα του ασθενούς είτε στο άμεσο περιβάλλον του δωματίου τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το βακτήριο ήταν γενετικά πανομοιότυπο με αυτό που βρέθηκε στο σώμα ή στο δωμάτιο άλλου ασθενούς, υποδεικνύοντας ότι τα βακτήρια εξαπλώθηκαν μεταξύ των ασθενών και δεν προέρχονταν από έξω από το νοσοκομείο.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, όταν ελήφθησαν υπόψη τα χέρια και οι επιφάνειες, η εξάπλωση του C. Diff ήταν 3,6 φορές μεγαλύτερη από ό,τι αν οι ερευνητές εξέταζαν μόνο την άμεση μετάδοση μεταξύ ασθενών.
Τα ευρήματα αποκάλυψαν ότι στο 50% περίπου των πιθανών συμβάντων μετάδοσης, οι δύο ασθενείς που εμπλέκονταν δεν ήταν ποτέ καν στο νοσοκομείο την ίδια στιγμή, μερικές φορές μάλιστα είχαν μεσολαβήσει ανάμεσα στις δύο νοσηλείες αρκετές εβδομάδες.
Το κλειδί σε αυτό το παράδοξο είναι η εξαιρετική ανθεκτικότητα του C. Diff. Τα βακτήρια αυτά μπορούν να επιβιώσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα έξω από το σώμα, αντέχοντας στα κοινά αντιβακτηριακά μέτρα όπως τα καθαριστικά με βάση το αλκοόλ. Τα βακτήρια από ένα άτομο θα μπορούσαν επομένως να μεταφερθούν ακούσια σε επιφάνειες σε διαφορετικά δωμάτια, όπου θα μπορούσαν να «περιμένουν» έναν άλλο ασθενή, χωρίς να εντοπιστούν.
Όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, δεν προκαλούν ασθένειες όλα τα βακτήρια C. diff και οι περισσότερες από τις διασπορές του C. diff, όπως διαπιστώθηκε στη μελέτη, αφορούσαν αβλαβείς ποικιλίες βακτηρίων. Ωστόσο, οι ερευνητές πιστεύουν ότι η εξάπλωση του C. diff που δεν προκαλεί ασθένειες υποδηλώνει ότι παρόμοια μετάδοση του C. diff που προκαλεί σοβαρή νόσο θα μπορούσε επίσης να μην ανιχνευθεί.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα ευρήματα αυτά είναι σημαντικά καθώς αμφισβητούν για πρώτη φορά την ιδέα ότι η νοσοκομειακή μετάδοση δεν είναι η πρωταρχική πηγή απόκτησης της λοίμωξης. Οι ερευνητές ελπίζουν ότι τα ευρήματα της μελέτης θα ληφθούν υπόψη ως μια σοβαρή προειδοποίηση που θα οδηγήσει σε ισχυρότερες προφυλάξεις για την πρόληψη της εξάπλωσης της νόσου μέσα στα νοσοκομεία.
Τι είναι το παθογόνο C. difficile
Το Clostridioides difficile (C. difficile infection – CDI) είναι ένα από τα πιο διαδεδομένα παθογόνα που σχετίζονται με την υγειονομική περίθαλψη και οφείλει το όνομά του τόσο στη δυσκολία της καλλιέργειάς του όσο και της απομόνωσής του. Η θνησιμότητα της λοίμωξης κυμαίνεται από 6%-30%, ενώ η νοσηρότητα δείχνει συνεχώς να αυξάνεται.
Το C. difficile απομονώθηκε για πρώτη φορά το 1935, αλλά μόλις το 1975 ταυτοποιήθηκε ως παθογόνο αίτιο διάρροιας, που σχετίζεται με λήψη αντιβιοτικών και κολίτιδα. Ο έλεγχός του παραμένει μια κρίσιμη πρόκληση, κυρίως λόγω της βιωσιμότητας των σπορίων στις επιφάνειες.
Πρόκειται για ένα αναερόβιο, σπορογόνο, Gram-θετικό βακτήριο που προκαλεί λοίμωξη στο παχύ έντερο με απειλητικές για τη ζωή διάρροιες, ιδιαίτερα σε ασθενείς με προδιαθεσικούς παράγοντες, όπως μεγάλη ηλικία, συννοσηρότητα, ανοσοανεπάρκεια, διαταραχές θρέψης ή προηγηθείσα χειρουργική επέμβαση. Οι ασθενείς αυτοί συνήθως έχουν παρατεταμένη νοσηλεία και λαμβάνουν πολλαπλή και παρατεταμένη χορήγηση αντιβιοτικών και αναστολέων της αντλίας πρωτονίων.
Η μετάδοση της λοίμωξης γίνεται μέσω των μολυσμένων χεριών (τόσο του προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, όσο και των ασθενών), από άτομο σε άτομο και από τις μολυσμένες επιφάνειες.Η πλειονότητα των νοσηλευόμενων ασθενών, που έχουν μολυνθεί είναι ασυμπτωματικοί φορείς και αποτελούν πηγή εξάπλωσης της λοίμωξης στο νοσοκομειακό περιβάλλον.
Τα συμπτώματα της λοίμωξης περιλαμβάνουν υδαρή διάρροια, πυρετό, ναυτία και κοιλιακό άλγος. Οι επιπλοκές μπορεί να περιλαμβάνουν ψευδομεμβρανώδη κολίτιδα, τοξικό μεγάκολο, διάτρηση του παχέος εντέρου και σήψη.
Οι κύριοι λοιμογόνοι παράγοντες του μικροοργανισμού είναι δύο εξωτοξίνες, η εντεροτοξίνη και η κυτταροτοξίνη. Βασικοί προδιαθεσικοί παράγοντες της λοίμωξης από το C.difficile είναι η λήψη αντιβιοτικών που διαταράσσουν τη χλωρίδα του εντέρου, η παρατεταμένη νοσοκομειακή περίθαλψη και η προχωρημένη ηλικία.
Στις περισσότερες περιπτώσεις λοίμωξης από C. difficile, το πρώτο βήμα για την θεραπεία είναι η άμεση διακοπή της χορήγησης του υπεύθυνου αντιβιοτικού. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες της Αμερικανικής Εταιρείας Λοιμωδών Νοσημάτων (IDSA) η θεραπεία καθορίζεται από την κλινική εκδήλωση της λοίμωξης.
Πηγή: JAMA Network Open