Το DailyPharmaNews με τη βοήθεια του προέδρου του Φαρμακευτικού Συλλόγου Πέλλας κ. Πάνου Ζαρογουλίδη προσπαθεί να δώσει μία απάντηση σ’ ένα ερώτημα το οποίο ναι μεν δεν βρίσκεται στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης γιατρών και φαρμακοποιών που κατά διαστήματα έρχεται στο προσκήνιο (δες εδώ) και αφορά το εάν μπορεί ένας φαρμακοποιός να κάνει κάτι που από τους γιατρούς –οι οποίοι έχουν προσφύγει στη δικαιοσύνη για το ζήτημα- θεωρείται αντιποίηση ιατρικού επαγγέλματος αλλά οπωσδήποτε έχει τη σημασία του.
Από τον Χαράλαμπο Πετρόχειλο
Η πολιτεία αποφάσισε πριν από ενάμιση χρόνο περίπου (δες εδώ) ο αντιγριπικός εμβολιασμός και η χορήγηση αντιτετανικού ορού να μπορεί επίσημα να γίνεται και στα φαρμακεία βάζοντας τέλος στον παραλογισμό που υπήρχε μέχρι τότε να κλείνει τα μάτια και να προσποιείται ότι δεν βλέπει κάτι που κατά κόρον συνέβαινε καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των εμβολίων έτσι κι αλλιώς γινόταν πάντα στα φαρμακεία.
Το DailyPharmaNews πριν περίπου δύο μήνες είχε μιλήσει με έναν Έλληνα φαρμακοποιό που εργάζεται στην Αγγλία, τον κ. Ιωάννη Κλάππα επιχειρώντας να έχει μία εικόνα για το τι συμβαίνει σε μία ανεπτυγμένη χώρα όπου ο φαρμακοποιός προσφέρει επίσημα αυτή την υπηρεσία εδώ και χρόνια (δες εδώ). Είναι εντυπωσιακό ότι εκεί, σύμφωνα με τον κ. Κλάππα «το κράτος πλήρωνε ως αποζημίωση πέρσι £9.62 λίρες τον κάθε αντιγριπικό εμβολιασμό γι’ αυτούς που τον δικαιούνται, ενώ για φέτος σύμφωνα με πληροφορίες η αποζημίωση θα είναι πάνω από £10».
Τι συμβαίνει λοιπόν στην Ελλάδα; Τι σημαίνει για τον Έλληνα φαρμακοποιό η διεξαγωγή του αντιγριπικού εμβολιασμού στα φαρμακεία; Μία πρώτη προσέγγιση του θέματος δικαιολογεί απόλυτα τον φαρμακοποιό ως επαγγελματία υγείας όταν λέει, τόσο μεμονωμένα όσο και μέσω των επίσημων οργάνων του, ότι βάζει πλάτη στο σύστημα υγείας. Αυτό βέβαια δεν ισχύει μόνο για τους φαρμακοποιούς αλλά και για τους υπόλοιπους επαγγελματίες υγείας. Είναι όμως πολύ σημαντικό να αναδεικνύεται σε κάθε περίπτωση αυτή η στήριξη, πολύ περισσότερο τώρα που λόγω COVID 19 έχει γίνει ξεκάθαρη σε όλους η σημασία της (δημόσιας) υγείας και η απόλυτη ανάγκη έμπρακτης στήριξης του συστήματος και των επαγγελματιών που εργάζονται σε αυτό, όχι μόνο τώρα αλλά και όταν η μπόρα έχει περάσει. Γιατί τότε πραγματικά θα κριθεί η αξιοπιστία όσων σήμερα λένε ότι αναγνωρίζουν τον αγώνα των λειτουργών της υγείας να στηρίξουν το σύστημα σε μία κρίσιμη φάση.
Και διανύουμε πράγματι μία ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο. Όπως λέει ο κ. Ζαρογουλίδης «τα πράγματα αυτή τη χρονιά είναι πολύ πιο εύκολα για να κατανοήσει κάποιος ότι η εμβολιαστική κάλυψη πρέπει να φτάσει σε πολύ μεγαλύτερα νούμερα σε σχέση με εκείνη των προηγούμενων ετών για να αποδώσει καρπούς και υπό συνθήκες να συμβάλλει στη μείωση του επιπολασμού του κορωνοϊού εμμέσως. Και μέσα στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας που ουσιαστικά δεν υφίσταται αυτή τη στιγμή στη χώρα – κακά τα ψέματα- αλλά αναμένουμε να δομηθεί κάποια στιγμή, οι φαρμακοποιοί όπως και οι υπόλοιποι επιστήμονες υγείας αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της αλυσίδας διανομής φαρμακευτικής πρακτικής και εμβολιαστικής κάλυψης καθώς και πρωτοβάθμιων υπηρεσιών υγείας ενώ μπορούν πραγματικά να αναβαθμίσουν το μέσο επίπεδο προστασίας των Ελλήνων και να προασπίσουν ενεργά την υγείας τους».
Αυτό πρακτικά σημαίνει περισσότερους εμβολιασμούς. Η κυβέρνηση πράγματι εξασφάλισε για φέτος διπλάσιες δόσεις του αντιγριπικού εμβολίου σε σχέση με πρόπερσι, φτάνοντας συνολικά τα 4,2 εκατομμύρια δόσεις τη στιγμή που το 2018 είχαν διατεθεί 2,1 εκατομμύρια. Ο στόχος πλέον είναι να γίνουν διπλάσιοι σε σχέση με το 2018 εμβολιασμοί κατά της γρίπης, κάτι που σημαίνει περισσότερη δουλειά για τους φαρμακοποιούς. Τι όμως τελικά κερδίζει ο φαρμακοποιός από τον αντιγριπικό εμβολιασμό; «Καταρχήν κερδίζει σίγουρα, όπως λέει ο κ. Ζαρογουλίδης, από πλευράς ικανοποίησης. Κερδίζει γιατί καταξιώνεται καθώς είναι άλλο πράγμα να προσφέρεις τις υπηρεσίες σου στη λογική μίας καθιερωμένης στη συνείδηση του πολίτη πρακτικής που βρίσκεται όμως στη σκιά λόγω της απουσίας νομιμοποίησής της και άλλο να την ονοματίζεσαι νομοθετικά και να κατοχυρώνεσαι πλέον έτσι ώστε να παρέχεις την υπηρεσία ως μέλος της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Η διεύρυνση των παρεχόμεων υπηρεσιών του φαρμακείου ενισχύει σημαντικά τη βιωσιμότητά του μετατοπίζοντας το κέντρο της από τον αδιέξοδο και ακριβό τιμολογιακό κανιβαλισμό του σήμερα στην εκπαίδευση και την προσωπικότητα του υπεύθυνου φαρμακοποιού βάζοντας έτσι ένα φρένο στις τάσεις διεύρυνσης της πρακτικής των πωλήσεων από απόσταση. Η παραπάνω διεύρυνση νομοτελειακά θα οδηγήσει σε επαγόμενη διεύρυνση των ενδιαφερομένων αγοραστών των υπηρεσιών πέρα από το δημόσιο και τους ιδιώτες, π.χ. κάποιες ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες. Το δημόσιο σύστημα υγείας οφείλει να συμπεριλάβει τη «σάρωση» που κάνουν τα ελληνικά φαρμακεία σε 620.000 πολίτες ημερησίως για να διανείμουν καλύτερα και γρηγορότερα από τον οποιονδήποτε κάθε είδους καμπάνια και χρήσιμη πληροφορία για θέματα υγείας. Αυτό είναι ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα το οποίο οφείλει η εκάστοτε κυβέρνηση να το λάβει σοβαρά υπόψιν εάν θέλει πραγματικά να προσφέρει άμεσες, γρήγορες και ποιοτικές υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας».
Στο καθαρά οικονομικό σκέλος όμως τι συμβαίνει; «Εάν κάποιος υπολογίσει τη διαδικασία για να διεκπεραιώσει όπως πρέπει τον εμβολιασμό ο φαρμακοποιός, τα αναλώσιμα που θα πρέπει να χρησιμοποιήσει, τη μάσκα που θα αλλάξει, τα γάντια, το οινόπνευμα, το βαμβάκι κτλ τότε το καθαρό κέρδος για τον φαρμακοποιό είναι πολύ περιορισμένο, σημειώνει ο πρόεδρος του ΦΣ Πέλλας. Αν σκεφτούμε ότι το κόστος για παράδειγμα των γαντιών έχει εκτοξευθεί λόγω της υγειονομικής κρίσης και έχει φτάσει να κοστίζει σήμερα από 12 έως 15 ευρώ το κουτί που έχει μέσα 100 ζευγάρια γάντια αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς το πάγιο κόστος της όλης διαδικασίας μειώνει σημαντικά το μικρό περιθώριο κέρδους του φαρμακοποιού. Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψιν ότι γύρω στα 40-60 ευρώ είναι το ετήσιο κόστος που χρεώνεται κάθε φαρμακείο για τη διαδικασία αποκομιδής των βελονών, συριγγών και του υπόλοιπου υλικού από τους εμβολιασμούς για την ασφαλή και νόμιμη απόρριψή του. Μάσκα, γάντια, αντισηπτικό για τα χέρια, οινόπνευμα, βαμβάκι και ένα σχετικά χαμηλό κόστος αποκομιδής έχουν μία επιβάρυνση γύρω στα 70-75 λεπτά ανά εμβολιασμό, πράγμα που σημαίνει ότι με βάση το κόστος των αντιγριπικών εμβολίων που κυκλοφορούν στην αγορά, όπου το μεικτό κέρδος ανά εμβολιασμό είναι αντίστοιχα 2,33 ευρώ, 2,68 ευρώ και 2,99 ευρώ (αφαιρείται από τη χονδρική τιμή η καθαρή λιανική τιμή, δηλαδή η λιανική τιμή χωρίς φόρο) μένει τελικά ως μεικτό κέρδος 1,60 ευρώ, 1,95 ευρώ και 2,26 ευρώ αντίστοιχα για το κάθε εμβόλιο στον φαρμακοποιό».
Με δεδομένο ότι ο κ. Ζαρογουλίδης στο σύνολο των εμβολίων που έχει φέρει σε πέρας μέχρι τώρα έχει, όπως είπε, ένα μεικτό κέρδος λίγο πάνω από 1,80 ευρώ ανά εμβόλιο, ΠΡΟ ΦΟΡΩΝ καθαρά στο χέρι θα του μένει κάτι λιγότερο από 1,10 ευρώ ανά εμβόλιο, όπως υπολογίζει.
Εάν στα παραπάνω συνυπολογίσει κανείς και το χρόνο που δεσμεύει ο κάθε φαρμακοποιός για να φέρει σε πέρας τον εμβολιασμό -με τη λογική ότι για να γίνει σωστά απαιτούνται γύρω στα 10 με 15 λεπτά ανά περιστατικό- γίνεται ξεκάθαρο ότι για τον φαρμακοποιό ο αντιγριπικός εμβολιασμός είναι μία υπηρεσία που περισσότερο γίνεται στη λογική της εξυπηρέτησης του πολίτη και λιγότερο στη λογική του κέρδους.
Για τον κ. Ζαρογουλίδη ο ρόλος του φαρμακοποιού είναι καθοριστικός τόσο στην κατεύθυνση της συμμόρφωσης του ασθενή στη θεραπεία όσο -και για το εν λόγω ζήτημα του αντιγριπικού εμβολιασμού- της αύξησης της εμβολιαστικής συνείδησης. Έχει να κάνει με τη θέση του στο σύστημα υγείας, με το βαθμό εμπιστοσύνης των πολιτών στο πρόσωπό του, την πολύ μεγάλη επισκεψιμότητα που έχουν καθημερινά τα φαρμακεία και φυσικά με την εξαιρετική κατανομή που έχουν οι 11.000 πόρτες των φαρμακείων σε όλη την ελληνική επικράτεια.
Σε ό,τι αφορά τη λογική των γιατρών ότι ο αντιγριπικός εμβολιασμός είναι ιατρική πράξη ο κ. Ζαρογουλίδης απαντά πως «η άποψή μου είναι καθαρά τεχνοκρατική. Είναι καθαρά θέμα οικονομίας, Εκεί στάθηκε η διοίκηση που επιβεβαίωσε την εμπλοκή του φαρμακείου μέσα στην πρωτοβάθμια φροντίδα και την εκτέλεση των εμβολιασμών. Έχει να κάνει με την ταχύτητα με την οποία μπορεί να διανεμηθεί η φαρμακευτική φροντίδα, με τη διασπορά των φαρμακείων καθώς εκεί που υπάρχουν φαρμακεία δεν βρίσκεις πάντοτε και άλλους παρόχους υγείας αφού πάρα πολλά σημεία της χώρας καλύπτονται υγειονομικά μόνο από φαρμακεία στα οποία δεν μπορεί να φτάσει εύκολα ούτε γιατρός ούτε άλλη υπηρεσία πρόνοιας του κράτους. Αυτό φάνηκε περίτρανα άλλωστε στη διαχείριση της πανδημίας τους πρώτους μήνες, όπως και τώρα αφού οι φαρμακοποιοί αποτελούν την εμπροσθοφυλακή του συστήματος υγείας διασφαλίζοντας τόσο τους ασφαλισμένους όσο και το σύστημα υγείας. Με συνδικαλιστικό απομονωτισμό σήμερα τα πράγματα δεν γίνεται να λειτουργήσουν. Η πρωτοβάθμια φροντίδα είναι πολιτική υγείας και προϋποθέτει τη διατομεακή συνεργασία και σύμπνοια μεταξύ των επιστημόνων υγείας. Ο μόνος δρόμος είναι η συνεργασία, ο μόνος δρόμος είναι η εμπλοκή και άλλων, περισσότερων επιστημόνων υγείας προς αυτήν την κατεύθυνση. Και όπως έχω ξαναπεί σε αυτή την κατεύθυνση δεν περισσεύει κανείς».