Το ρόφημα χαμομηλιού χαρίζει περισσότερα χρόνια ζωής στις γυναίκες, σύμφωνα με νέα έρευνα. Συγκεκριμένα, συνδέθηκε με 29% χαμηλότερο κίνδυνο πρόωρου θανάτου από όλες τις αιτίες.
Το χαμομήλι είναι ένα από τα παλαιότερα, πιο διαδεδομένα και καλά τεκμηριωμένα φαρμακευτικά φυτά στον κόσμο και έχει προταθεί για τη θεραπεία πολλών καταστάσεων.
Στο πλαίσιο της μελέτης, Αμερικανοί ερευνητές παρακολούθησαν 1.677 γυναίκες και άνδρες για επτά χρόνια και εξέτασαν τις επιδράσεις του ροφήματος χαμομηλιού στο θάνατο.
Τα δεδομένα τα άντλησαν από την επιδημιολογική μελέτη Hispanic Established Populations for Epidemiologic Study of the Elderly, στην οποία συμμετείχαν άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω. Το 14% αυτών έπιναν χαμομήλι.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι γυναίκες που έπιναν χαμομήλι διέτρεχαν κατά 29 % μικρότερο κίνδυνο πρόωρου θανάτου, από όλες τις αιτίες, σε σύγκριση με όσες δεν έπιναν.
Η σχέση υφίσταντο, ακόμη και έπειτα από τον συνυπολογισμό άλλων παραγόντων, όπως δημογραφικά στοιχεία, προβλήματα υγείας και συμπεριφορές σε σχέση με την υγεία. Ωστόσο, δεν ίσχυε το ίδιο και για τους άνδρες.
Σύμφωνα με τον δρ Bret Howrey, επίκουρο καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Τέξας, ο λόγος για τον οποίο υπάρχει αυτή η διαφορά μεταξύ των δύο φύλων δεν είναι σαφής, αν και οι γυναίκες φαίνεται να καταναλώνουν χαμομήλι πιο συχνά από τους άνδρες.
Ενδεχομένως να οφείλεται στους παραδοσιακούς ρόλους των δύο φίλων, που θέλουν τη γυναίκα να διαχειρίζεται τις καθημερινές δραστηριότητες του νοικοκυριού και την υγεία της οικογένειας ή μπορεί να αντικατοπτρίζει την μεγαλύτερη εμπιστοσύνη που δείχνουν οι γυναίκες στις λαϊκές θεραπείες, όπως τα βότανα.
Πρόσφατες μελέτες για το συγκεκριμένο βότανο έχουν δείξει πιθανά οφέλη για τη θεραπεία του διαβήτη και των επιπλοκών του, των στομαχικών και των αγχωδών διαταραχών.
Επιπλέον, θεωρείται ότι μειώνει τη χοληστερόλη και φημίζεται για τις αντιοξειδωτικές, αντιμικροβιακές, αντιφλεγμονώδεις και αντιαιμοπεταλιακές ιδιότητές του.
Ο ακριβής τρόπος, με τον οποίο προκαλεί μείωση της θνησιμότητας αποτελεί ένα σημαντικό τομέα για μελλοντική έρευνα.
Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The Gerontology.