Από τη Γιάννα Τριανταφύλλη
Εδώ και πολλές δεκαετίες, η HDL χοληστερόλη θεωρείται ως η «καλή χοληστερόλη» καθώς έχει διαπιστωθεί ότι, όση περισσότερη έχουμε στον οργανισμό μας, τόσο λιγότερο κινδυνεύουμε να εμφανίσουμε κάποιο καρδιαγγειακό νόσημα. Ωστόσο, τα ευρήματα μιας νέας μελέτης αμφισβητούν έντονα αυτή τη θεωρία καθώς υποστηρίζουν ότι η κατηγοριοποίηση της χοληστερόλης σε «καλή» και «κακή» μπορεί να μην ισχύει τελικά όταν πρόκειται για την υγεία των ματιών.
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Sun Yat-sen στην Κίνα διαπίστωσαν ότι, τα αυξημένα επίπεδα «καλής χοληστερόλης» HDL συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο γλαυκώματος, μιας πάθησης που βλάπτει το οπτικό νεύρο και οδηγεί σταδιακά σε μη αναστρέψιμη απώλεια της όρασης.
Αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης της σοβαρής αυτής πάθησης των ματιών αντιμετωπίζουν τα άτομα με οικογενειακό ιστορικό γλαυκώματος, υψηλή ενδοφθάλμια πίεση, διαβήτη, μυωπία ή υπερμετρωπία, τα άτομα με Αφρικανική ή Ασιατική καταγωγή και τα άτομα άνω των 50 ετών. Αν και δεν υπάρχει θεραπεία για το γλαύκωμα, οι περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να το διαχειριστούν με τη χρήση οφθαλμικών σταγόνων, θεραπεία με λέιζερ, χειρουργική επέμβαση ή με έναν συνδυασμό όλων αυτών.
Πολλές παθήσεις των ματιών, όπως η ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας, η απόφραξης φλέβας του αμφιβληστροειδούς και η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια, έχουν συσχετιστεί με τη δυσλιπιδαιμία.
Η «καλή» χοληστερόλη αυξάνει τον κίνδυνο γλαυκώματος
Στην μελέτη συμμετείχαν 400.229 άτομα από το ερευνητικό πρόγραμμα υγείας UK Biobank, ηλικίας 40 έως 69 ετών. Κανένας από τους συμμετέχοντες δεν είχε διαγνωστεί με γλαύκωμα στην έναρξη της μελέτης.
Όλοι οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε εξετάσεις αίματος και μέτρηση των επιπέδων HDL-C, LDL-C, συνολικής χοληστερόλης (TC) και τριγλυκεριδίων (TG). Αξιολογήθηκαν επίσης ανεξάρτητες μεταβλητές όπως η κατάσταση του καπνίσματος, η συχνότητα κατανάλωσης αλκοόλ και η χρήση φαρμάκων που μειώνουν τη χοληστερόλη (στατίνες).
Οι ερευνητές παρακολούθησαν την υγεία τους για περίπου 14 χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων 6.868 άτομα (σχεδόν το 2%) εμφάνισαν γλαύκωμα.
Τα ευρήματα αποκάλυψαν ότι, για κάθε μέτρια αύξηση των επιπέδων HDL χοληστερόλης, ο κίνδυνος γλαυκώματος αυξανόταν κατά 5%. Αντίθετα, κάθε μέτρια αύξηση των επιπέδων LDL χοληστερόλης, συνολικής χοληστερόλης (TC) και τριγλυκεριδίων (TG) συσχετίστηκε με μειωμένο κίνδυνο.
Αυτές οι συσχετίσεις παρέμειναν μόνο σε συμμετέχοντες ηλικίας 55 ετών και άνω και ήταν ειδικές για το φύλο. Συγκεκριμένα, τα υψηλότερα επίπεδα HDL χοληστερόλης συσχετίστηκαν με υψηλότερο κίνδυνο γλαυκώματος μόνο στους άνδρες συμμετέχοντες. Τα υψηλότερα επίπεδα LDL χοληστερόλης και συνολικής χοληστερόλης (TC) συσχετίστηκαν με χαμηλότερο κίνδυνο γλαυκώματος, μόνο στις γυναίκες συμμετέχουσες.
Από τα ευρήματα διαπιστώθηκε επίσης ότι, σε σύγκριση με τους συμμετέχοντες που δεν εμφάνισαν γλαύκωμα, εκείνοι που εμφάνισαν έτειναν να είναι μεγαλύτεροι σε ηλικία, είχαν υψηλότερη HDL και χαμηλότερη LDL χοληστερόλη και υψηλότερη αναλογία μέσης/γοφών (ένδειξη κεντρικής παχυσαρκίας).
«Τα ευρήματα της μελέτης μας αμφισβητούν τα υπάρχοντα δεδομένα σχετικά με την «καλή» και την «κακή» χοληστερόλη σε σχέση με την υγεία των ματιών και υποδεικνύουν ότι θα πρέπει να επαναξιολογήσουμε τις στρατηγικές διαχείρισης των λιπιδίων σε ασθενείς που διατρέχουν κίνδυνο για γλαύκωμα», δήλωσε ο Δρ. Zhenzhen Liu, MD, PhD, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας και ερευνητής στο Τμήμα Οφθαλμολογίας Zhongshan του Πανεπιστημίου Sun Yat-sen.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα ευρήματα της μελέτης υποδεικνύουν ότι, τα υψηλά επίπεδα HDL χοληστερόλης δεν συνδέονται σταθερά με ευνοϊκή προγνωστική έκβαση. Είναι επομένως αναγκαίο να γίνουν περαιτέρω μελέτες για τη διερεύνηση των μηχανισμών πίσω από αυτές τις συσχετίσεις. Μια βελτιωμένη αντίληψη της σχέσης μεταξύ των λιπιδίων του ορού και του γλαυκώματος θα μπορούσε να αποσαφηνίσει την παθοφυσιολογία της οφθαλμικής νόσου και να προσφέρει στοιχεία για νέες θεραπείες και πιο αποτελεσματικά φάρμακα.
Πηγή: British Journal of Ophthalmology