Από τη Γιάννα Τριανταφύλλη.
Το πόσο τελικά απολαμβάνουν οι άνθρωποι τη μουσική επηρεάζεται σε σημαντικό βαθμό και από γενετικούς παράγοντες υποστηρίζει μια νέα έρευνα. Τα ευρήματα της μελέτης αποκαλύπτουν για πρώτη φορά ότι η μουσική απόλαυση δεν είναι απλώς ένα υποπροϊόν της γενικής λειτουργίας του εγκεφάλου, αλλά αντίθετα μπορεί αντίθετα να έχει σημαντικές γενετικές επιρροές και ξεχωριστές βιολογικές ρίζες.
Προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει ότι οι άνθρωποι βρίσκουν την ακρόαση μουσικής ευχάριστη και ικανοποιητική λόγω διαφορετικών νευρολογικών διεργασιών στην λειτουργία του εγκεφάλου.
Μία από αυτές τις διαδικασίες σχετίζεται με τη μνήμη, την πρόβλεψη, την αντιληπτική ανάλυση και το πώς αντιλαμβανόμαστε τη μουσική στον ακουστικό φλοιό, ενώ μια άλλη διαδικασία σχετίζεται με την ευχαρίστηση και τη μάθηση. Η μεταβλητότητα στις συνδέσεις μεταξύ αυτών των διαδικασιών φαίνεται να επηρεάζει τις διαφορές στην ευαισθησία της μουσικής ανταμοιβής.
Φως στη βιολογία της μουσικής απόλαυσης
Η μουσική παίζει σημαντικό ρόλο στα ανθρώπινα συναισθήματα, στους κοινωνικούς δεσμούς και στην πολιτιστική έκφραση. Γιατί όμως οι άνθρωποι απολαμβάνουν τη μουσικήκαι γιατί κάποιοι την απολαμβάνουν περισσότερο από κάποιους άλλους;
Απάντηση στα ερωτήματα αυτά επιχείρησε να δώσει ερευνητική ομάδα από το Ινστιτούτο Ψυχογλωσσολογίας Max Planck (MPI) της Ολλανδίας. Εξετάζοντας τις γενετικές ομοιότητες μεταξύ χιλιάδων διδύμων, οι ερευνητές θέλησαν να προσδιορίσουν σε ποιο βαθμό η απόκρισή μας στη μουσική διαμορφώνεται από τη βιολογία συγκριτικά με τις συνθήκες του περιβάλλοντος.
Για να εξερευνήσουν τη βιολογική βάση της μουσικής απόλαυσης, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα από το Swedish Twin Registry, μια μεγάλη βάση δεδομένων που περιλαμβάνει χιλιάδες ενήλικα δίδυμα. Συγκεκριμένα, ανέλυσαν απαντήσεις από περισσότερα από 9.000 άτομα που είχαν συμπληρώσει το ερωτηματολόγιο μουσικής επιβράβευσης της Βαρκελώνης (BMRQ), μια έρευνα που σχεδιάστηκε για να μετρήσει την ευχαρίστηση που βιώνουν οι άνθρωποι από την ακρόαση μουσικής.
Το ερωτηματολόγιο αξιολογούσε πέντε βασικούς τομείς: τις συναισθηματικές αντιδράσεις στη μουσική, την χρήση μουσικής για ρύθμιση της διάθεσης, την αναζήτηση νέας μουσικής, την απόλαυση κίνησης που σχετίζεται με τη μουσική (όπως ο χορός) και την απόλαυση του κοινωνικού δεσμού μέσω της μουσικής.
Για να προσδιορίσει την επιρροή της γενετικής, οι ερευνητές εφάρμοσαν στατιστικά μοντέλα που συνέκριναν ομοιότητες μεταξύ πανομοιότυπων διδύμων (που μοιράζονται σχεδόν όλα τα γονίδιά τους) και αδελφικών διδύμων (που μοιράζονται περίπου τα μισά). Όπως διαπιστώθηκε, τα πανομοιότυπα δίδυμα ήταν σημαντικά πιο παρόμοια μεταξύ τους όσον αφορά το πόσο απολάμβαναν τη μουσική συγκριτικά με τα αδερφικά δίδυμα.
Αυτό το μοτίβο υποδηλώνει μια γενετική επιρροή. Συγκεκριμένα, οι ερευνητές υπολόγισαν ότι περίπου το 54% της διαφοροποίησης στη μουσική απόλαυση θα μπορούσε να αποδοθεί σε γενετικούς παράγοντες, με το υπόλοιπο 46% να εξηγείται από ατομικές εμπειρίες και άλλες μη γενετικές επιρροές.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι αυτή η γενετική επιρροή στη μουσική απόλαυση ήταν σε μεγάλο βαθμό διαφορετική από τη γενετική επίδραση στις ικανότητες αντίληψης της μουσικής ή τη γενική ευαισθησία ανταμοιβής. Ακόμη και μετά τον υπολογισμό των γονιδίων που σχετίζονται με τις βασικές μουσικές δεξιότητες ή τη γενική συμπεριφορά αναζήτησης ευχαρίστησης, σχεδόν το 40% της διακύμανσης στη μουσική απόλαυση θα μπορούσε να εντοπιστεί σε γενετικούς παράγοντες μοναδικούς για την ίδια τη μουσική απόλαυση. Αυτό υποστηρίζει την ιδέα ότι η μουσική απόλαυση δεν είναι απλώς μια παρενέργεια άλλων εγκεφαλικών λειτουργιών, αλλά μια ξεχωριστή ικανότητα με τη δική της βιολογική βάση.
«Τα ευρήματα υποδηλώνουν μια περίπλοκη εικόνα στην οποία διακριτές διαφορές στο DNA συμβάλλουν σε διαφορετικές πτυχές της μουσικής απόλαυσης.Η μελλοντική έρευνα θα πρέπει να αναζητήσει ποιο μέρος του γονιδιώματος συνεισφέρει περισσότερο στην ανθρώπινη ικανότητα να απολαμβάνει τη μουσική», εξηγεί ο Giacomo Bignardi, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα ευρήματα της μελέτης προσφέρουν νέες σημαντικές γνώσεις σχετικά με τη βιολογία της μουσικής απόλαυσης. Επίσης, παρέχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η ευχαρίστηση που νιώθουμε από τη μουσική δεν διαμορφώνεται αποκλειστικά από τον πολιτισμό, τη μάθηση ή την προσωπική εμπειρία, αλλά επηρεάζεται και διαμορφώνεται και από τα γονίδιά μας.
Τα ευρήματα θα μπορούσαν επίσης να έχουν ευρύτερες συνέπειες για την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι ανταποκρίνονται – ή δεν ανταποκρίνονται – στη μουσική καθώς και να συμβάλλουν στην ευρύτερη επιστημονική έρευνα που αναζητά γιατί η μουσική παίζει τόσο κεντρικό ρόλο στην ανθρώπινη ζωή και ευημερία.
Πηγή: Nature Communications