Από τη Γιάννα Τριανταφύλλη.
Μια νέα διεθνής μελέτη διαπίστωσε ότι η συντριπτική πλειονότητα του παγκόσμιου πληθυσμού που έχει διαγνωστεί με μείζονα καταθλιπτική διαταραχή δεν λαμβάνει επαρκή φροντίδα.
Πρόκειται για την πρώτη μεγάλη μελέτη που ποσοτικοποιεί τον βαθμό στον οποίο τα παιδιά και οι ενήλικες με μείζονα καταθλιπτική διαταραχή είχαν πρόσβαση σε επαρκή θεραπεία παγκοσμίως, σε 204 χώρες και περιοχές, μεταξύ 2000 και 2021.
Οι μείζονες καταθλιπτικές διαταραχές είναι από τις πιο διαδεδομένες διαταραχές ψυχικής υγείας παγκοσμίως, που επηρεάζουν περίπου 280 εκατομμύρια άτομα σε διαφορετικές ηλικιακές ομάδες, εθνότητες και κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο.
Χαρακτηρίζονται από επίμονα συναισθήματα θλίψης, απελπισίας και έλλειψη ενδιαφέροντος ή ευχαρίστησης για δραστηριότητες. Εκτιμάται ότι όσοι ασθενείς έχουν εμφανίσει ένα μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο στη ζωή τους, έχουν 50% πιθανότητα επανεμφάνισης της νόσου μέσα στα επόμενα 3 χρόνια, ενώ ο κίνδυνος υποτροπής ξεπερνάει το 90%.
Η αντιμετώπισή των καταθλιπτικών διαταραχών απαιτεί μια πολύπλευρη προσέγγιση που περιλαμβάνει τόσο ιατρικές – φαρμακευτικές παρεμβάσεις όσο και τροποποιήσεις του τρόπου ζωής.
Ελάχιστη θεραπεία για την κατάθλιψη μόνο στο 9% των περιπτώσεων
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Κουίνσλαντ, το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και το Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον ανέλυσαν δεδομένα από 204 χώρες και περιοχές για να αξιολογήσουν πόσα άτομα με καταθλιπτικές διαταραχές, λαμβάνουν επαρκή φροντίδα ψυχικής υγείας.
Ελάχιστα επαρκής θεραπεία για μείζονες καταθλιπτικές διαταραχές ορίζεται ως τέσσερις επισκέψεις σε γιατρό και ένας μήνας φαρμακευτικής αγωγής ή οκτώ επισκέψεις με οποιονδήποτε γιατρό ή επαγγελματία ψυχικής υγείας.
Τα ευρήματα της μελέτης αποκάλυψαν ότι, το 2021 μόνο το 9%των ατόμων που διαγνώστηκαν με μείζονες καταθλιπτικές διαταραχές παγκοσμίως έλαβαν τουλάχιστον την ελάχιστη επαρκή θεραπεία.
Οι χώρες υψηλού εισοδήματος παρουσίασαν υψηλότερα ποσοστά ελάχιστα επαρκούς θεραπείας ψυχικής υγείας (27%) και μόνο επτά χώρες, δηλαδή η Αυστραλία, το Βέλγιο, ο Καναδάς, η Γερμανία, η Ολλανδία, η Νότια Κορέα και η Σουηδία, είχαν ποσοστά που ξεπερνούσαν το 30%.
Σε 90 χώρες, η ελάχιστα επαρκής θεραπεία ήταν κάτω του 5% με τα χαμηλότερα ποσοστά να καταγράφονται στην υποσαχάρια Αφρική (2%).
Από την μελέτη προέκυψε μια μικρή απόκλιση μεταξύ των φύλων, με τις γυναίκες να έχουν υψηλότερα ποσοστά (10,2%) συγκριτικά με τους άνδρες (7,2%).
«Πολλοί άνθρωποι με κατάθλιψη χρειάζονται κάτι περισσότερο από την ελάχιστα επαρκή θεραπεία. Υπάρχουν πλέον τόσες διαθέσιμεςαποτελεσματικές θεραπείες ώστε οι άνθρωποι με κατάθλιψη να μπορούν να θεραπευτούν πλήρως. Χωρίς θεραπεία, η ταλαιπωρία και η αναπηρία που προκαλεί η κατάθλιψη παρατείνονται, επηρεάζοντας τις σχέσεις, την εργασία και την εκπαίδευση των πασχόντων», δήλωσε ο ψυχίατρος και ερευνητής της Σχολής Δημόσιας Υγείας, Δρ Harvey Whiteford.
Η έρευνα για αποτελεσματικές θεραπευτικές επιλογές για τη μείζονα καταθλιπτική διαταραχή παραμένει ύψιστη προτεραιότητα. Αν και ο τύπος και η διαθεσιμότητα των υπηρεσιών έχουν βελτιωθεί τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, δεν υπήρξε ανιχνεύσιμη μείωση του επιπολασμού της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής σε επίπεδο πληθυσμού.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμά ότι, σε παγκόσμιο επίπεδο, πάνω από το 5% των ενηλίκων πάσχουν από κατάθλιψη, με τις γυναίκες να προσβάλλονται σε μεγαλύτερο ποσοστό από τους άντρες.
Ο οικονομικός αντίκτυπος της κατάθλιψης ξεπερνά το ένα τρισεκατομμύριο δολάρια ετησίως και προκύπτει από την πτώση της παραγωγικότητας λόγω απάθειας ή μειωμένης ενέργειας, παράγοντες που οδηγούν τους πάσχοντες σε αδυναμία να λειτουργήσουν στον χώρο εργασίας ή να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις τις καθημερινότητας.
«Η επισήμανση τοποθεσιών και δημογραφικών ομάδων που έχουν τα χαμηλότερα ποσοστά θεραπείας μπορεί να καθοδηγήσει τον καθορισμό προτεραιοτήτων σε περιοχές για παρέμβαση και κατανομή πόρων. Τα δεδομένα παρέχουν μια βάση για την παρακολούθηση της προόδου για τη βελτίωση της θεραπείας για μείζονες καταθλιπτικές διαταραχές», δήλωσε ο Δρ Damian Santomauro, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα ευρήματα της μελέτης υποστηρίζουν το Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης για την Ψυχική Υγεία 2013–2030 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, το οποίο στοχεύει στην αύξηση της κάλυψης των υπηρεσιών ψυχικής υγείας κατά τουλάχιστον 50% έως το 2030.
Πηγή: The Lancet Psychiatry