Από τη Γιάννα Τριανταφύλλη.
Ερευνητική ομάδα από το Πανεπιστήμιο του Κουίνσλαντ στην Αυστραλία ανέπτυξε ένα νέο τεστ αίματος, το οποίο μπορεί να ανιχνεύσει σοβαρές επιπλοκές της εγκυμοσύνης, όπως ο διαβήτης κύησης και η προεκλαμψία, ήδη από την 11η εβδομάδα.
Περίπου το 10% έως 15% των κυήσεων εμφανίζουν επιπλοκές για τη μητέρα ή για το έμβρυο και θέτουν την υγεία τους σε σοβαρό κίνδυνο. Οι πιο συχνές επιπλοκές της εγκυμοσύνης περιλαμβάνουν την υπέρταση κύησης, το διαβήτη κύησης, την προεκλαμψία, τις συστηματικές φλεγμονές και τον πρόωρο τοκετό.
Επιπλέον, ορισμένες συγγενείς ανωμαλίες που συμβαίνουν κατά την ανάπτυξη του εμβρύου, όπως δομικές χρωμοσωμικές ανωμαλίες, καρδιακά ελαττώματα και ελαττώματα του νευρικού σωλήνα, μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά την εξέλιξη της εγκυμοσύνης. Αυτές οι επιπλοκές μπορεί επίσης να οδηγήσουν σε ζητήματα υγείας της μητέρας, όπως υπέρταση και διαβήτης μετά τον τοκετό.
Μέχρι στιγμής, η διάγνωση αυτών των καταστάσεων βασίζεται κυρίως στις εξετάσεις αίματος, τον υπερηχογραφικό έλεγχο, την παρακολούθηση της αρτηριακής πίεσης, τις δοκιμασίες πρωτεϊνουρίας για υπέρταση και προεκλαμψία και τη δοκιμασία ανοχής πρόκλησης γλυκόζης. Αν και αυτές οι μέθοδοι είναι γενικά αξιόπιστες, οι επιπλοκές της εγκυμοσύνης μπορεί να μην ανιχνευθούν αρκετά νωρίς ώστε να εξασφαλιστούν ευνοϊκά αποτελέσματα με έγκαιρες κλινικές παρεμβάσεις.
Λόγω της αυξανόμενης εμφάνισης περιγεννητικής νοσηρότητας και θνησιμότητας που συνδέονται με επιπλοκές εγκυμοσύνης, είναι σημαντικό να αναπτυχθούν νέα εργαλεία προσυμπτωματικού ελέγχο, ικανά να διαγνώσουν έγκαιρα και με ακρίβεια τις επιπλοκές που σχετίζονται με την εγκυμοσύνη και τις εμβρυϊκές ανωμαλίες.
Έγκαιρος και αξιόπιστος εντοπισμός των επιπλοκών της εγκυμοσύνης
Ο «αισθητήρας nanoflower» που ανέπτυξαν οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Κουίνσλαντ λειτουργεί ελέγχοντας δείγματα αίματος για βιοδείκτες κυττάρων, κάτι που επιτρέπει την έγκαιρη ανίχνευση προβλημάτων υγείας που συνήθως δεν εντοπίζονται μέχρι το δεύτερο ή τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης.
Η νέα αυτή τεχνολογία αναλύει τα εξωκυτταρικά κυστίδια, γνωστά ως «μηνύματα κειμένου του σώματος», τα οποία μεταφέρουν κρίσιμα σήματα μεταξύ μητρικών και εμβρυϊκών κυττάρων και δείχνουν πιθανές επιπλοκές στην υγεία κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
«Μέχρι στιγμής, οι περισσότερες επιπλοκές της εγκυμοσύνης δεν μπορούν να εντοπιστούν μέχρι το δεύτερο ή τρίτο τρίμηνο, πράγμα που σημαίνει ότι σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να είναι πολύ αργά για αποτελεσματική παρέμβαση. Ωστόσο, με αυτήν την νέα τεχνολογία, οι έγκυες γυναίκες θα μπορούν να αναζητήσουν ιατρική παρέμβαση πολύ νωρίτερα. Επιπλέον, ο βιοαισθητήρας που αναπτύξαμε έχει πάνω από 90% ακρίβεια στον εντοπισμό γυναικών που κινδυνεύουν να αναπτύξουν επιπλοκές εγκυμοσύνης», εξηγεί ο Δρ. Carlos Salomon Gallon, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας.
Στατιστικά στοιχεία από το Ινστιτούτο Υγείας και Πρόνοιας της Αυστραλίας δείχνουν ότι περίπου 30.000 μωρά που γεννιούνται κάθε χρόνο στην χώρα αντιμετωπίζουν προβλήματα ανάπτυξης λόγω επιπλοκών της εγκυμοσύνης.
Οι πρόωροι τοκετοί κοστίζουν 1,4 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως και έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην αναπηρία και τον θάνατο σε παιδιά κάτω των πέντε ετών. Επιπλέον, περίπου το 8% όλων των κυήσεων περιλαμβάνει τουλάχιστον μια επιπλοκή που, εάν αφεθεί χωρίς θεραπεία, μπορεί να βλάψει τη μητέρα ή/και το μωρό.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, η νέα τεχνολογία που ανέπτυξαν θα μπορούσε να εξοικονομήσει εκατομμύρια δολάρια ετησίως στο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, μειώνοντας τις εισαγωγές στη μονάδα εντατικής θεραπείας νεογνών, οι οποίες κοστίζουν περίπου 5.000-10.000 δολάρια την ημέρα και αποτρέποντας επείγουσες παρεμβάσεις, όπως η καισαρική τομή, η οποία κοστίζει περίπου 10.000-20.000 δολάρια.
Ο μακροπρόθεσμος στόχος των ερευνητών είναι να καταστήσουν το νέο αυτό τεστ ευρέως προσβάσιμο μέσω των φαρμακείων, κάτι που θα επιτρέψει στις γυναίκες που εγκυμονούν να παρακολουθούν πιθανούς παράγοντες κινδύνους εύκολα, γρήγορα και οικονομικά.
Πηγή: Science Advances