Από τη Γιάννα Τριανταφύλλη.
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Oulu στην Φινλανδία, εντόπισαν έξι γενετικές περιοχές που σχετίζονται με την φλεγμονήτης ίριδας του ματιού, γνωστή και ως πρόσθια ραγοειδίτιδα. Η έρευνα αποκάλυψε επίσης μια γενετική συσχέτιση μεταξύ της πρόσθιας ραγοειδίτιδας και των φλεγμονωδών νόσων του εντέρου (ΙΦΝΕ).
Η πρόσθια ραγοειδίτιδα είναι μια ενδοφθάλμια νόσος που χαρακτηρίζεται από φλεγμονή της ίριδας και του βλεφαρικού σώματος. Μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία, αλλά είναι πιο συχνή σε άτομα ηλικίας 20-50 ετών. Η μη λοιμώδης οξεία πρόσθια ραγοειδίτιδα είναι ο πιο κοινός τύπος ραγοειδίτιδας που εμφανίζεται συνήθως με οξύ μονόπλευρο πόνο, ερυθρότητα και φωτοφοβία.
Η πρόσθια ραγοειδίτιδα έχει αποδειχθεί μέσα από μελέτες ότι συνυπάρχει με αυτοάνοσες ασθένειες όπως η αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα, η ψωριασική αρθρίτιδα, η νεανική ιδιοπαθή αρθρίτιδα, καθώς και με φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου.
Αν και οι σύγχρονες ανοσοτροποποιητικές θεραπείες έχουν θετική επίδραση στην έκβαση της νόσου, ειδικά η χρόνια πρόσθια ραγοειδίτιδα μπορεί να οδηγήσει σε επιπλοκές των οφθαλμών όπως το γλαύκωμα, ο καταρράκτης, η αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς, η βλάβη στο οπτικό νεύρο και το οίδημα της ωχράς κηλίδας.
Εντοπίστηκαν τρεις νέες γενετικές περιοχές
Σκοπός της μελέτης, στην οποία συμμετείχαν 12.000 ασθενείς με πρόσθια ραγοειδίτιδα, ήταν η διερεύνηση του γενετικού υποβάθρου της πρόσθιας ραγοειδίτιδας, ένας τομέας στον οποίο η γνώση είναι μέχρι σήμερα περιορισμένη. Οι ερευνητές θέλησαν να εντοπίσουν γενετικούς παράγοντες και νέες γενετικές συσχετίσεις που σχετίζονται με την πρόσθια ραγοειδίτιδα, μέσω αναλύσεων συσχέτισης σε όλο το γονιδίωμα.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα βιοτραπεζών από τη Φινλανδία, την Εσθονία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Αναλύοντας τα γενετικά δεδομένα, οι ερευνητές εντόπισαν έξι γενετικές περιοχές που σχετίζονται με την πρόσθια ραγοειδίτιδα, τρεις από τις οποίες δεν είχαν προηγουμένως συνδεθεί με την πάθηση.
Ένα ενδιαφέρον εύρημα της μελέτης ήταν η γενετική συσχέτιση μεταξύ της πρόσθιας ραγοειδίτιδας και των φλεγμονωδών παθήσεων του εντέρου (ΙΦΝΕ), που περιλαμβάνουν την ελκώδη κολίτιδα και τη νόσο του Crohn.
Μια άλλη σημαντική ανακάλυψη ήταν ότι όλες οι αναγνωρισμένες γενετικές περιοχές που σχετίζονται με την πρόσθια ραγοειδίτιδα είχαν βιολογικά σχετικά γονίδια που εμπλέκονται στην ανοσία.
«Είναι η πρώτη φορά που μελέτη διαπιστώνει ότι ορισμένες γενετικές περιοχές συνδέονται με την πρόσθια ραγοειδίτιδα. Τα ευρήματα αυτά ενισχύουν τη γνώση για τους βιολογικούς μηχανισμούς που συμβάλλουν στην νόσο και τη σύνδεσή της με αυτοάνοσα νοσήματα», δήλωσε η Δρ. Fredrika Koskimäki, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα ευρήματα είναι σημαντικά καθώς συμβάλλουν στην ενίσχυση της γνώσης για τη γενετική βάση της πρόσθιας ραγοειδίτιδας και τις γενετικές συνδέσεις της με διαταραχές που σχετίζονται με το ανοσοποιητικό, προσφέροντας έτσι νέες προοπτικές για την ανάπτυξη πιο αποτελεσματικών θεραπειών.
Πηγή: British Journal of Ophthalmology