Υπάρχουν τραγικές ελλείψεις Νοσοκομειακών Φαρμακοποιών και βοηθητικού προσωπικού που πιέζουν ακόμη περισσότερο τα πράγματα σε περίοδο πανδημίας, ελπίδα για τον κλάδο να δείξει ενδιαφέρον η νέα ηγεσία του Υπουργείου Υγείας.
Συνέντευξη στον Χαράλαμπο Πετρόχειλο
Η κ. Δέσποινα Μακριδάκη, Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοποιών Νοσηλευτικών Ιδυμάτων (ΠΕΦΝΙ) και μέλος του ΔΣ της Ευρωπαϊκής Ένωση Νοσοκομειακών Φαρμακοποιών (ΕΑΗΡ) μιλά στο DailyPharmaNews με αφορμή την έναρξη του 12ου Πανελλήνιου Συνεδρίου της το οποίο πραγματοποιείται από σήμερα Παρασκευή 12 Νοεμβρίου μέχρι και την Κυριακή 14 Νοεμβρίου.
Το συνέδριο το οποίο γίνεται υβδριδικά με τη δυνατότητα και διαδικτυακής πέρα από τη δια ζώσης συμμετοχή και παρακολούθηση των εργασιών του στο ξενοδοχείο Du Lac στα Ιωάννινα έχει κεντρικό θέμα «Αντιμετωπίζοντας τις σύγχρονες προκλήσεις: Ο νοσοκομειακός φαρμακοποιός εγγυητής της ασφάλειας των ασθενών».
Παρά το γεγονός ότι η πανδημία έχει επιβαρύνει την καθημερινότητα του νοσοκομειακού φαρμακοποιού φαίνεται ότι η πολιτεία, όπως λέει η κ. Μακριδάκη στη συνέντευξή της. δεν έχει μετακινηθεί ακόμη από μία διαχρονική στάση «άγνοιας» για τον ρόλο και τις δυνατότητες του νοσοκομειακού φαρμακοποιού για το Σύστημα Υγείας. Η σκληρή γλώσσα των αριθμών το αποδεικνύει, όπως επίσης και το γεγονός ότι η συγκεκριμένη ειδικότητα της Νοσοκομειακής Φαρμακευτικής εκκρεμεί ακόμη, αν και εγκρίθηκε ομόφωνα από το ΚΕΣΥ το 2017, όταν ακόμη σε άλλες γειτονικές χώρες όπως η Βουλγαρία ήδη είναι μία πραγματικότητα εδώ και μία πενταετία, στη δε Ισπανία εδώ και 35 χρόνια.
Το θέμα του συνεδρίου σας είναι «Αντιμετωπίζοντας τις σύγχρονες προκλήσεις: Ο νοσοκομειακός φαρμακοποιός εγγυητής της ασφάλειας των ασθενών». Πόσο εύκολο είναι αυτό στην πράξη; Έχουμε μία εικόνα για τους φαρμακοποιούς της κοινότητας για όλα όσα έχουν κάνει προκειμένου να εξασφαλίσουν την ασφαλή πρόσβαση των πολιτών στα φαρμακεία τους. Για τα φαρμακεία του νοσοκομείου τι ιδιαιτερότητες υπάρχουν;
Στην Ελλάδα οι νοσοκομειακοί φαρμακοποιοί είναι μία πάρα πολύ ιδιόμορφη κατηγορία επαγγελματιών υγείας που δυστυχώς δεν λαμβάνει την απαιτούμενη προσοχή τόσο από τους θεσμικούς φορείς αλλά, θα τολμούσα να πω, και από τους υπόλοιπους stekeholders, διότι καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε εξειδικευμένα προβλήματα, ασθενείς με χρόνιες νόσους, καρκινοπαθείς, ρευματοπαθείς, ασθενείς με Σκλήρυνση κατά Πλάκας, ασθενείς με HIV, ασθενείς με κυστική ίνωση κλπ. Ασθενείς δηλαδή με ιδιαιτερότητες στο κομμάτι της φαρμακευτικής τους αντιμετώπισης και της θεραπευτικής τους προσέγγισης αλλά και αυτής της ίδιας της συμβουλευτικής. Και θα το πω αυτό με έμφαση διότι δυστυχώς στην Ελλάδα, παρόλο που πολλοί επιφανείς συνάδελφοι το συζητάμε πολύ καιρό όπου βρεθούμε και όπου σταθούμε, δυστυχώς η γνώση, η εμπειρία και η δυνατότητα που υπάρχει σε αυτόν τον πολλά υποσχόμενο κλάδο των νοσοκομειακών φαρμακοποιών δεν αξιολογούνται και δεν χρησιμοποιούνται αποτελεσματικά.
Ο COVID 19 λοιπόν ανέδειξε πάρα πολλά προβλήματα στη διαχείριση μίας κρίσιμης κατάστασης γιατί ξέρετε, το φάρμακο είναι αναγκαίο πάντα. Διότι μπορεί να ξεπεράσεις άλλες διαδικασίες γραφειοκρατικές κτλ. όμως την εύρεση, τη διαφύλαξη, την έγκαιρη πρόσβαση, τη σωστή χορήγηση του φαρμάκου δεν υπάρχουν τρόποι να τα ξεπεράσεις και να αντιμετωπίσεις τα όποια προβλήματα παρά μόνο μέσα από μία τεκμηριωμένη διαδικασία που σου εγγυάται ο νοσοκομειακός φαρμακοποιός ο οποίος πρέπει να είναι σωστά εκπαιδευμένος και πιστοποιημένος, υποχρεώσεις των φαρμακευτικών σχολών, του Υπουργείου Υγείας αλλά και των ίδιων.
Και το λέω αυτό διότι δυστυχώς σήμερα πολύ μεγάλο κομμάτι νοσοκομειακών φαρμακείων υποστηρίζεται από επικουρικούς φαρμακοποιούς οι οποίοι βεβαίως μπορεί να δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους αλλά δεν είναι νοσοκομειακοί φαρμακοποιοί με την αναγκαία γνώση και εμπειρία του χώρου.
Όταν λέτε «ένα μεγάλο μέρος», τι εννοείτε;
Ένα μεγάλο κομμάτι των νοσοκομείων, είτε εξολοκλήρου –υπάρχουν νοσοκομεία της επαρχίας όπως και της Αθήνας π.χ. όπως το «Ελπίς» που αυτή τη στιγμή έχει μόνο επικουρικό φαρμακοποιό είτε στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό για τη λειτουργία τους σε επικουρικούς φαρμακοποιούς όπως για παράδειγμα συμβαίνει στο «Σισμανόγλειο- Αμ. Φλέμιγκ» όπου για ένα νοσοκομείο με 800 κρεβάτια έχω μόνο δύο φαρμακοποιούς εκ των οποίων ο ένας είναι νέος επικουρικός φαρμακοποιός χωρίς καμία προηγούμενη εμπειρία.
Όταν έχεις ένα νοσοκομείο με 800 κρεβάτια, εξωτερικές δομές, 500 εξωτερικούς ασθενείς, εμβολιαστικά κέντρα κλπ. αντιλαμβάνεστε ότι η ποσόστωση αυτή είναι προβληματική και επισφαλής.
Για να μας βοηθήσετε να έχουμε μία εικόνα του μεγέθους του προβλήματος, ανάλογα με τον αριθμό των κρεβατιών και τις υπηρεσίες που καλείται να προσφέρει ένας νοσοκομειακός φαρμακοποιός, πόσες θέσεις νοσοκομειακών φαρμακοποιών θα έπρεπε να υπάρχουν κανονικά;
Η ευρωπαϊκή οδηγία προβλέπει έναν φαρμακοποιό ανά 50 κρεβάτια χωρίς να υπολογίσουμε τις αναπτυσσόμενες εργαστηριακές μονάδες και άλλες λειτουργίες του φαρμακείου. Δηλαδή για την καθημερινότητα, το dispensing (σ.σ. τη διανομή και χορήγηση φαρμάκων), την παρακολούθηση των ατομικών φαρμακευτικών αγωγών / έλεγχο – έγκριση συνταγών, δηλαδή την κάλυψη των βασικών θα έπρεπε να υπάρχει ένας φαρμακοποιός ανά 50 κρεβάτια και από εκεί και πέρα όσο οι υπηρεσίες αναπτύσσονται –εργαστήρια, παρασκευή γαληνικών, κλπ- αυξάνεται και ο αριθμός και με βάση την ιδιαιτερότητα ενός νοσοκομείου. Π.χ. είναι άλλο να μιλάμε για ένα γενικό νοσοκομείο κι άλλο για ένα ογκολογικό. Όπως και οι γιατροί και οι νοσηλευτές εξειδικεύονται στο ρόλο τους έτσι και οι φαρμακοποιοί πρέπει να είναι εξειδικευμένοι, Δεν μπορεί ένας φαρμακοποιός να καλύψει 800 κρεβάτια, δεν μπορεί να είναι «πολυεργαλείο», το αντιλαμβάνεστε κι εσείς! Σε ένα φαρμακείο ιδιωτικό ένας μόνο φαρμακοποιός πόσες συνταγές μπορεί να εκτελέσει τη μέρα; Τριάντα, πενήντα, εβδομήντα, εκατό; Κατ’ αντιστοιχία σ’ ένα νοσοκομειακό περιβάλλον ένας φαρμακοποιός πόσους ασθενείς μπορεί να δει και να εξυπηρετήσει με σωστό τρόπο; Γι’ αυτό συζητάμε για την ασφάλεια των ασθενών. Το νοσοκομειακό φαρμακείο δεν είναι supermarket, μπαίνεις μέσα, παίρνεις κάτι και φεύγεις, και δεν λειτουργεί ως delivery.
Ο ρόλος του νοσοκομειακού φαρμακοποιού έχει πολύ μεγάλη σημασία γιατί παίζει το ρόλο του «ηθμού» για την ασφάλεια των ασθενών, οφείλει να φιλτράρει τα αιτήματα, να βλέπει τα προβλήματα, να προλαβαίνει τα λάθη. Αυτά τα πράγματα δυστυχώς στην Ελλάδα δεν έχουν επιτευχθεί σε σημαντικό βαθμό, και ο κυριότερος λόγος είναι η διαχρονικά τραγική υποστελέχωση, και δευτερευόντως η έλλειψη της δια βίου μάθησης.
Σε λίγες μέρες είναι η εβδομάδα που αφορά τη χρήση των αντιβιοτικών. Να μιλήσω λοιπόν για τα αντιβιοτικά και την κακή χρήση τους; Είναι επιβεβαιωμένο πανευρωπαϊκά ότι ο φαρμακοποιός έχει πολύ μεγάλες δυνατότητες με τις παρεμβάσεις του να συντελέσει θετικά ώστε να μειωθεί το πρόβλημα. Θεωρώ πάντως ότι με τον νέο υπουργό, τον κ. Αθανάσιο Πλεύρη που είχε κι ο ίδιος μία προσωπική εμπειρία και μία ευαισθησία στο κομμάτι αυτό -της χρήσης των αντιβιοτικών- μπορούμε να έχουμε μία καλύτερη συνεργασία. Και με την κ. Μίνα Γκάγκα, Αναπληρώτρια Υπουργό Υγείας η οποία προέρχεται από το νοσοκομειακό περιβάλλον, έχει δουλέψει και εργάζεται ακόμη πολύ σκληρά και ξέρει την πραγματικότητα μέσα και από τη συνεργασία της με τους νοσοκομειακούς φαρμακοποιούς, θέλω να πιστεύω ότι θα δοθεί πλέον μία άλλη δυνατότητα και θα ανοίξουν πόρτες για να αναπτύξουμε δράσεις που επιδιώκουμε εδώ και χρόνια.
Έχετε έρθει σε επαφή με τη νέα ηγεσία του Υπουργείου Υγείας;
Όχι, ακόμη δεν έχουμε έρθει σε επαφή. Έχουμε ζητήσει από την έναρξη της θητείας της αυτήν την επαφή να κάνουμε μία συνάντηση αλλά αντιλαμβανόμαστε και κατανοούμε ότι η περίοδος είναι πολύ δύσκολη και ότι αυτό που προέχει τώρα είναι η αντιμετώπιση της πανδημίας, γιατί τα βιώνουμε τα προβλήματα αυτά καθημερινά. Μπορεί να μην είμαστε μέσα στο δωμάτιο του ασθενή αλλά τα ζούμε τα προβλήματα. Είμαστε εκεί γιατί χωρίς τα «πολεμοφόδια» στην πίσω γραμμή, δεν είναι εύκολο να ανταποκριθεί και «η πρώτη γραμμή μάχης». Έτσι δεν είναι;
Προφανώς.
Αυτό λοιπόν κάποιος πρέπει να το αντιληφθεί και να το αναδείξει κάποτε. Το ότι οι στρατιώτες που πάνε στην πρώτη γραμμή χρειάζονται και πολεμοφόδια. Κάποιος φροντίζει και για την επάρκεια και για την ασφάλεια αλλά και για την ορθολογική χρήση των φαρμάκων, όχι με την έννοια μόνο την οικονομική αλλά και με την έννοια ενός γενικότερου ασφαλούς περιβάλλοντος, γιατί πολλές φορές η πίεση και η κούραση φέρνουν λάθη και εμείς είμαστε εκεί για να βοηθήσουμε να αποφευχθούν.
Από αυτά που λέτε δίνεται η αίσθηση ότι σε μία δύσκολη περίοδο ουσιαστικά οι νοσοκομειακοί φαρμακοποιοί είναι ακάλυπτοι από την πολιτεία σε ό,τι αφορά την ενίσχυση που θα ήθελαν για να κάνουν σωστά και με ασφάλεια αυτό που πρέπει να κάνουν, να ανταποκριθούν στο ρόλο που έχουν στα νοσοκομεία.
Δυστυχώς οι νοσοκομειακοί φαρμακοποιοί διαχρονικά δεν έχουν την κάλυψη που θα όφειλε μία ευνομούμενη πολιτεία σ’ ένα σύγχρονο κράτος να έχουν, δεν έχουν την αντιμετώπιση που θα έπρεπε να έχουν ως εξειδικευμένοι επαγγελματίες υγείας.
Η τελευταία φορά που έγιναν προσλήψεις νοσοκομειακών φαρμακοποιών πότε ήταν;
Το 2016. Είχε βγει μία προκήρυξη από το 2018 και τώρα κάποιοι αρχίζουν σιγά σιγά να πηγαίνουν στα νοσοκομεία θα πρέπει όμως να σκεφτείτε ότι είναι πάρα πολλοί αυτοί που ήδη έχουν συνταξιοδοτηθεί. Επίσης θα πρέπει να πω ότι υπάρχει αυτό το μεγάλο χάσμα της εκπαίδευσης. Δεν μπορεί ο άλλος μ’ ένα απλό πτυχίο φαρμακευτικής να πάει και να ασκήσει νοσοκομειακή φαρμακευτική. Είναι κάτι που το λέμε πάρα πολλά χρόνια. Από το 2015 παιδευόμαστε για την Ειδικότητα της Νοσοκομειακής Φαρμακευτικής. Το 2018 με προσωπικές προσπάθειες είχαμε θετική εισήγηση του ΚΕΣΥ (σ.σ. Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας), δυστυχώς όμως τότε δεν εκδόθηκε σχετική υπουργική απόφαση από την τότε ηγεσία του Υπουργείου ενώ υπογράφτηκαν για πολλές άλλες ιατρικές ειδικότητες και εξειδικεύσεις
Η δική μας έμεινε πίσω, δεν γνωρίζουμε γιατί και μάλιστα ο τότε αρμόδιος Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Υγείας το ξαναέστειλε ως αίτημα στο ΚΕΣΥ. Ήταν σαν κάποιος να μην το ήθελε….
Έχει πολύ μεγάλη σημασία αυτό το θέμα για εμάς. Και προφανώς δεν υποβαθμίζω το ρόλο του επικουρικού προσωπικού –αλίμονο- έρχεται για να προσφέρει αλλά καταλαβαίνετε ότι σ’ έναν χώρο που είναι εξαρχής υποστελεχωμένος, είναι πάρα πολύ δύσκολο να βρεις χρόνο να εκπαιδεύσεις προσωπικό χωρίς εμπειρία, το οποίο έρχεται για ένα – ενάμιση χρόνο για να φύγει μετά.
Εάν θέλεις 5-6 μήνες για να εκπαιδεύεις κάποιον, αντιλαμβάνεστε ότι έχεις ήδη χάσει το μισό χρόνο της θητείας του. Και μιλάμε για τα νοσοκομεία που έχουν τακτικό προσωπικό. Νοσοκομεία που δεν έχουν τακτικό προσωπικό και πάει κατευθείαν ένας επικουρικός φαρμακοποιός, αντιλαμβάνεστε τα προβλήματα που προκύπτουν.
Εμείς γι’ αυτό έχουμε πει τις θέσεις και τις προτάσεις μας. Θα μπορούσε μέσα από την υπηρεσία του telepharmacy να υπάρχει μία επικοινωνία, από μεγαλύτερα νοσοκομεία που να παρακολουθούν και να καθοδηγούν κάποιον που πρωτομπαίνει στο χώρο. Βέβαια, σε κάθε περίπτωση τα νοσοκομεία πρέπει να στελεχωθούν με τακτικό μόνιμο προσωπικό οι οποίοι και θα πρέπει και να πάρουν την εκπαίδευση της νοσοκομειακής φαρμακευτικής.
Αυτό γίνεται στην Ισπανία και την Ιταλία εδώ και 30 – 35 χρόνια, ενώ στη γειτονική Βουλγαρία ήδη γίνεται εδώ και 5 χρόνια. Τι άλλο να σας πω; Εμείς ακόμη συζητάμε για την υποστελέχωση!
Πριν κλείσουμε πείτε μας λίγα λόγια για το συνέδριο. Πέρσι, λόγω του ξεσπάσματος της πανδημίας δεν πραγματοποιήθηκε το ετήσιο συνέδριο, οπότε μοιραία φέτος ένα κομμάτι που θα απασχολήσει τις εργασίες του είναι θέματα τα οποία αφορούν την πανδημία, όπως για παράδειγμα η καταγραφή της εμπειρίας των νοσοκομειακών γιατρών στην πρώτη γραμμή των εμβολιασμών, ο ρόλος τους στην ασφάλεια των ασθενών και η εισαγωγή νέων τεχνολογιών στη λειτουργία του νοσοκομειακού φαρμακείου.
Η θεματολογία έχει να κάνει με πράγματα που αφορούν την καθημερινότητα του νοσοκομειακού φαρμακοποιού όμως η πανδημία Covid-19 ασφαλώς έχει δημιουργήσει και άλλα προβλήματα και έχει φέρει στην επιφάνεια την ανάγκη να αντιμετωπιστεί με άλλη κουλτούρα η καθημερινότητα, να υπάρξει «κατάλληλη προετοιμασία γι’ αυτήν την καθημερινότητα». Πρέπει να γίνουμε λίγο πιο διορατικοί και λίγο πιο ευέλικτοι και αυτό είναι κάτι που πιστεύω θα βγει και στο συνέδριο.
Τι προσδοκάτε να βγει μέσα από το συνέδριό σας;
Εμείς θέλουμε να αφυπνίσουμε τον κόσμο γενικότερα και βέβαια τους ίδιους τους ασθενείς. Πρέπει όλοι να ξέρουν ποιος είναι ο ρόλος και οι επιδιώξεις μας μας, τι θέλουμε να προσφέρουμε και τι μπορούν να περιμένουν από εμάς. Οι σύλλογοι ασθενών οφείλουν να απαιτούν οι νοσοκομειακοί φαρμακοποιοί να είναι παρόντες και συνεργάτες στη διαμόρφωση φαρμακευτικής πολιτικής.
Θεωρώ ότι οφείλουμε όλοι να υποστηρίξουμε την ορθολογική κατανομή εξειδικευμένου υγειονομικού προσωπικού μέσα στο Εθνικό Σύστημα Υγείας και μέσα στο νοσοκομειακό περιβάλλον σύμφωνα με τις ανάγκες της χώρας αλλά και σύμφωνα με τα Ευρωπαϊκά Πρότυπα. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό να ληφθεί υπόψιν με δεδομένο ότι μπορεί να υπάρξουν κάποιες αλλαγές από τις συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Μπορεί έτσι να ενταχθούν περισσότερες υπηρεσίες σ’ ένα νοσοκομειακό περιβάλλον που χρειάζονται την ανάλογη υποστήριξη. Αυτό που πρέπει όμως να υπάρχει στο μυαλό όλων είναι ότι υπάρχει «φάρμακο πρέπει να υπάρχει πάντα και φαρμακοποιός -νοσοκομειακός, κλινικός, κοινοτικός. Δεν μπορεί το φάρμακο να το διαχειρίζεται κάποιος άλλος!!!
Δεν μπορεί π.χ. να υπάρχουν ιδιωτικές μονάδες ημερήσιας νοσηλείας στις οποίες χορηγούνται εξειδικευμένα φάρμακα βιολογικά, ακριβά, ευαίσθητα και εκεί να μην υπάρχει ο εξειδικευμένος επαγγελματίας υγείας/ φαρμακοποιός στο οργανόγραμμα τους –διαχειριστής. με την ολιστική έννοια- που αφορά βασικά την ασφάλεια του ασθενή.
Η ορθή χρήση των φαρμάκων με βάση τα SPC, με βάση τα guidelines, με βάση τα θεραπευτικά πρωτόκολλα, όλα αυτά είναι αρμοδιότητα του φαρμακοποιού να τα δει και να το ελέγξει αλλά και να το εξασφαλίσει. Και να βοηθήσει στην επάρκεια, να βοηθήσει στην πρόσβαση. Περάσαμε μία περίοδο με πολύ μεγάλες ελλείψεις φαρμάκων. Το κατάλαβε κανείς μέσα στα νοσοκομεία; Όχι! Κι αυτό διότι υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι που προέβλεπαν κι έκαναν τις σωστές κινήσεις ώστε το νοσοκομείο να μην ξεμείνει από φάρμακα! Για να κάνεις έναν προγραμματισμό και μία έγκαιρη και σωστή διαχείριση της κρίσης πρέπει να έχεις την κατάλληλη εκπαίδευση και την κατάλληλη εμπειρία.