Από τη Γιάννα Τριανταφύλλη.
Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής έχει επιβραδυνθεί σε όλη την Ευρώπη από το 2011, αποκαλύπτει έρευνα του Πανεπιστημίου της Ανατολικής Αγγλίας. Οι κύριες αιτίες, σύμφωνα με τα ευρήματα που δημοσιεύτηκαν στο The Lancet, είναι τα τρόφιμα που τρώμε, η υψηλή αρτηριακή πίεση, η χοληστερόλη, η σωματική αδράνεια, η παχυσαρκία, η χρήση καπνού και αλκοόλ και η πανδημία του Covid-19.
Το προσδόκιμο ζωής είναι ένα σημαντικό συνοπτικό μέτρο της υγείας των πληθυσμών, το οποίο αυξάνεται σταθερά σε χώρες υψηλού εισοδήματος τουλάχιστον από το 1900, εκτός από τις περιόδους υψηλής θνησιμότητας κατά τους δύο παγκόσμιους πολέμους και την πανδημία γρίπης του 1918. Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής οφείλεται σε συνεχείς και προοδευτικές βελτιώσεις στη βρεφική θνησιμότητα, τη διατροφή, το βιοτικό επίπεδο και τον έλεγχο μεγάλων μολυσματικών ασθενειών όπως η φυματίωση και η χολέρα.
Τις τελευταίες δεκαετίες, οι αυξήσεις στο προσδόκιμο ζωής μεταξύ των χωρών υψηλού εισοδήματος οφείλονται στη μείωση των ποσοστών θνησιμότητας από μη μεταδοτικές ασθένειες, όπως οι καρδιαγγειακές παθήσεις και ορισμένους τύπους καρκίνου, μέσα από τη μείωση των παραγόντων κινδύνου όπως το κάπνισμα και η αυξημένη αρτηριακή πίεση.
Οι βασικοί παράγοντες της επιβράδυνσης
Μετά από δεκαετίες σταθερών βελτιώσεων στο προσδόκιμο ζωής στην Ευρώπη, διαπιστώθηκε μια σημαντική επιβράδυνση από το 2011 και μετά, πολύ πριν από την πανδημία του COVID-19 και για λόγους που παραμένουν σχετικά αδιευκρίνιστοι. Ενώ οι Ευρωπαίοι ζουν περισσότερο από το 1990 και μετά, ένας συνδυασμός προβλημάτων υγείας, όπως η υψηλότερη αρτηριακή πίεση και η χοληστερόλη, η χρήση καπνού και οινοπνεύματος και η πανδημία COVID-19– έχει διαγράψει δεκαετίες προόδου που σημειώθηκε σε όλες σχεδόν τις χώρες της ΕΕ.
Ερευνητική ομάδα από το Πανεπιστήμιο της Ανατολικής Αγγλίας θέλησε να αξιολογήσει τον τρόπο με τον οποίο οι αλλαγές στους παράγοντες κινδύνου και τα ποσοστά θανάτου σε διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες σχετίζονται με τις αλλαγές στο προσδόκιμο ζωής σε αυτές τις χώρες πριν και κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα και μεθόδους από τη Μελέτη Παγκόσμιας Επιβάρυνσης Ασθενειών, Τραυματισμών και Παραγόντων Κινδύνου 2021 για να συγκρίνουν τις αλλαγές στο προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση, τις αιτίες θανάτου και την έκθεση του πληθυσμού σε παράγοντες κινδύνου σε 16 χώρες του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (Αυστρία, Βέλγιο, Δανία, Φινλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ισλανδία, Ιρλανδία, Νορβηγία, Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία και τη Σουηδία) και τα τέσσερα έθνη του Ηνωμένου Βασιλείου (Αγγλία, Βόρεια Ιρλανδία, Σκωτία και Ουαλία) για τρεις χρονικές περιόδους: 1990–2011, 2011–19 και 2019–21.
Τα ευρήματα αποκάλυψαν ότι, κατά την περίοδο 1990-2011, η μείωση των θανάτων από καρδιαγγειακά νοσήματα και καρκίνους συνέχισε να οδηγεί σε σημαντική βελτίωση του προσδόκιμου ζωής. Ωστόσο, από το 2011 και μετά η σταθερή βελτίωση επιβραδύνθηκε.
Όπως διαπιστώθηκε, η κύρια αιτία της μείωσης που υπήρξε στη βελτίωση του προσδόκιμου ζωής κατά την περίοδο 2011-2019 ήταν οι θάνατοι από καρδιαγγειακά νοσήματα. Επιπλέον, μετά το 2011, σημαντικοί παράγοντες κινδύνου όπως η παχυσαρκία, η υψηλή αρτηριακή πίεση και η υψηλή χοληστερόλη είτε αυξήθηκαν είτε σταμάτησαν να βελτιώνονται σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης. Επίσης, η πανδημία Covid διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στις μειώσεις του προσδόκιμου ζωής που παρατηρήθηκαν το 2019-2021.
Οι χώρες που διατήρησαν καλύτερα τις βελτιώσεις στο προσδόκιμο ζωής μετά το 2011 (Νορβηγία, Ισλανδία, Βέλγιο, Δανία και Σουηδία) το έκαναν μέσω της καλύτερης διατήρησης των μειώσεων της θνησιμότητας από καρδιαγγειακά νοσήματα και νεοπλάσματα, που υποστηρίζονται από μειωμένη έκθεση σε σημαντικούς κινδύνους, πιθανώς μετριασμένους από τις κυβερνητικές πολιτικές.
«Διαπιστώσαμε ότι οι θάνατοι από καρδιαγγειακές παθήσεις ήταν ο κύριος μοχλός της μείωσης των βελτιώσεων στο προσδόκιμο ζωής μεταξύ 2011 και 2019 στις χώρες της Ευρώπης», δήλωσε ο Δρ Nicholas Steel, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας και καθηγητής της Ιατρικής Σχολής Norwich του Πανεπιστημίου της Ανατολικής Αγγλίας.
Οι συνεχιζόμενες βελτιώσεις στο προσδόκιμο ζωής στη Νορβηγία, την Ισλανδία, το Βέλγιο, τη Δανία και τη Σουηδία κατά την περίοδο 2019–21 δείχνουν ότι αυτές οι χώρες ήταν καλύτερα προετοιμασμένες να αντέξουν την πανδημία COVID-19. Αντίθετα, οι χώρες με τη μεγαλύτερη επιβράδυνση στη βελτίωση του προσδόκιμου ζωής μετά το 2011 συνέχισαν να έχουν μερικές από τις μεγαλύτερες μειώσεις στο προσδόκιμο ζωής το 2019–2021.
Οι μεγαλύτερες μειώσεις του προσδόκιμου ζωής σημειώθηκαν στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Πορτογαλία, τη Γαλλία, την Αυστρία, την Ολλανδία, την Ισπανία, τη Γερμανία, το Λουξεμβούργο και τη Φινλανδία. Από όλες τις χώρες, η Αγγλία παρουσίασε τη μεγαλύτερη επιβράδυνση στο προσδόκιμο ζωής.
Στην Ελλάδα, όπως διαπιστώθηκε, κατά την περίοδο 2011-2019 εκτός από τους θανάτους από αναπνευστικές λοιμώξεις και άλλα προβλήματα υγείας σχετικά με την Covid-19, ένα σημαντικό μέρος της μείωσης του προσδόκιμου ζωής αποδόθηκε σε θανάτους από νεοπλάσματα.
Ορισμένοι από τους βασικούς παράγοντες που επηρεάζουν το προσδόκιμο ζωής οφείλονται σε ατομικές συμπεριφορές, όπως η κακή διατροφή και η χρήση καπνού, αλλά και η ανταπόκριση των εθνικών συστημάτων ιατρικής περίθαλψης, καθώς και κοινωνικοί παράγοντες όπως η αυξημένη φτώχεια και η ανισότητα.
«Οι μεγάλες περικοπές χρηματοδότησης στην υγεία, την κοινωνική περίθαλψη και την πρόνοια από το 2010, ιδιαίτερα σε τομείς κοινωνικοοικονομικής στέρησης, επηρέασαν τους κοινωνικούς καθοριστικούς παράγοντες της υγείας και ως εκ τούτου συνέβαλαν στην επιβράδυνση της βελτίωσης της θνησιμότητας», εξηγεί ο Δρ. Steel.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι οι κυβερνητικές πολιτικές που βελτιώνουν την υγεία του πληθυσμού ενισχύουν επίσης την ανθεκτικότητα σε μελλοντικούς κραδασμούς. Τέτοιες πολιτικές περιλαμβάνουν τη μείωση της έκθεσης του πληθυσμού σε σημαντικούς κινδύνους για καρδιαγγειακά νοσήματα και νεοπλάσματα, όπως η επιβλαβής δίαιτα και η χαμηλή σωματική δραστηριότητα, η αντιμετώπιση των εμπορικών καθοριστικών παραγόντων της κακής υγείας και η εξασφάλιση πρόσβασης σε οικονομικά προσιτές υπηρεσίες υγείας.
Πηγή: The Lancet Public Health