Η ανάλυση της Eurostat, η οποία δημοσιεύτηκε σήμερα 20 Αυγούστου και αφορά στο 2024,, αποκαλύπτει ότι η Ελλάδα βρίσκεται στη χειρότερη θέση στην Ευρώπη ως προς τις ανικανοποίητες ανάγκες ιατρικής περίθαλψης. Οι λίστες αναμονής, το υψηλό κόστος, αλλά και οι κοινωνικές ανισότητες (εισόδημα, εκπαίδευση, φτώχεια) επιβαρύνουν δυσανάλογα τους πολίτες.
Το 2024, η Ελλάδα κατέγραψε το υψηλότερο ποσοστό ανεκπλήρωτων αναγκών για ιατρική εξέταση ή θεραπεία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με 13,4% επί του συνολικού πληθυσμού και 21.9% επί του πληθυσμού που χριάστηκε περίθαλψη (μεταξύ των ατόμων ηλικίας 16 ετών και πάνω) με δεύτερη την Φινλανδία με 12.4% και έναντι ποσοστών που κυμαίνονταν από 0,2% στην Κύπρο και 0,7% στη Μάλτα. Όσον αφορά τους οργανωτικούς λόγους, όπως το κόστος, η απόσταση ή οι λίστες αναμονής, το ποσοστό στην Ελλάδα έφτασε το 12,1%. Το κόστος της ιατρικής περίθαλψης ήταν ο συχνότερος συγκεκριμένος λόγος για ανεκπλήρωτες ανάγκες, τοποθετώντας την Ελλάδα στην ίδια ομάδα με χώρες όπως το Βέλγιο, η Βουλγαρία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Κύπρος και η Ρουμανία.
Η Ελλάδα ήταν το πιο σαφές παράδειγμα χώρας με μεγάλο ηλικιακό χάσμα στις ανεκπλήρωτες ανάγκες ιατρικής περίθαλψης, καθώς το ποσοστό για τα ηλικιωμένα άτομα (65 ετών και άνω) ήταν 24,3 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από ό,τι για τη νεότερη ηλικιακή ομάδα (16 έως 44 ετών). Επιπλέον, το πρότυπο όπου το υψηλότερο ποσοστό ατόμων με ανεκπλήρωτες ανάγκες ήταν μεταξύ εκείνων με χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης ήταν ιδιαίτερα εμφανές στην Ελλάδα. Η χώρα, μαζί με τη Ρουμανία, ξεχώρισε με τις υψηλότερες ανισότητες μεταξύ ατόμων που κινδυνεύουν από φτώχεια και εκείνων που δεν κινδυνεύουν. Ειδικότερα, το 32,3% των ατόμων στην Ελλάδα που κινδύνευαν από φτώχεια και είχαν ανάγκες για ιατρική περίθαλψη ανέφεραν ανεκπλήρωτες ανάγκες, ποσοστό 12,7 μονάδες μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των ατόμων που δεν κινδύνευαν (19,6%).
Η έρευνα με γραφήματα
Το 2024, 3,8% των ατόμων ηλικίας 16 ετών και άνω στην ΕΕ δήλωσαν ότι είχαν ανικανοποίητες ανάγκες για ιατρική εξέταση ή θεραπεία. Το ποσοστό αυτό κυμάνθηκε από 0,2% στην Κύπρο και 0,7% στη Μάλτα έως και το υψηλότερο της Ένωσης, 13,4% στην Ελλάδα για όλο τον πληθυσμό και και 21.9% επί του πληθυσμού που χριάστηκε περίθαλψη, .


Όσον αφορά λόγους που σχετίζονται με την οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών υγείας (υψηλό κόστος, μεγάλη απόσταση, λίστες αναμονής), 2,5% των ατόμων στην ΕΕ ανέφεραν ανικανοποίητες ανάγκες. Το ποσοστό αυτό κυμάνθηκε από 0,1% στην Κύπρο και 0,3% στη Μάλτα έως και 12,1% στην Ελλάδα.
Οι βασικοί λόγοι: λίστες αναμονής και κόστος
Οι δύο συχνότερες αιτίες που εμπόδισαν τους Ευρωπαίους να λάβουν ιατρική φροντίδα ήταν:
- οι λίστες αναμονής (1,4%)
- το υψηλό κόστος (1,0%)
Αυτοί οι δύο λόγοι μαζί εξηγούν πάνω από το μισό των περιπτώσεων ανικανοποίητης ανάγκης.
Άλλοι λόγοι περιλαμβάνουν την ελπίδα ότι το πρόβλημα θα περάσει μόνο του (0,4%), την έλλειψη χρόνου (0,3%) και, σε μικρότερο βαθμό, τον φόβο, την άγνοια για καλό γιατρό ή την απόσταση (όλοι περίπου 0,1%).
Στην Ελλάδα, όπως και σε χώρες όπως το Βέλγιο, η Γαλλία και η Ιταλία, το υψηλό κόστος ήταν ο κυρίαρχος λόγος για ανικανοποίητες ανάγκες ιατρικής περίθαλψης.

Ηλικιακές ανισότητες: οι ηλικιωμένοι στο «κόκκινο»
Η ηλικία παίζει καθοριστικό ρόλο. Στην ΕΕ, το 2024:
- 1,9% των ατόμων 16–44 ετών
- 2,6% των ατόμων 45–64 ετών
- 3,3% των ατόμων 65+ ετών
ανέφεραν ανικανοποίητες ανάγκες λόγω κόστους, απόστασης ή λιστών αναμονής.
Η Ελλάδα παρουσιάζει το πιο έντονο παράδειγμα: η διαφορά μεταξύ των νεότερων (16–44) και των ηλικιωμένων (65+) φτάνει τις 24,3 ποσοστιαίες μονάδες — το υψηλότερο χάσμα σε ολόκληρη την ΕΕ.

Το εισόδημα καθορίζει την πρόσβαση
Η οικονομική κατάσταση αποδεικνύεται καθοριστικός παράγοντας. Στην ΕΕ:
- 2,1% των ατόμων στο χαμηλότερο 20% εισοδήματος ανέφεραν ανικανοποίητες ανάγκες,
- 0,8% στο μεσαίο 20%,
- μόλις 0,2% στο υψηλότερο 20%.
Η ανισότητα αυτή αποτυπώνεται και στην Ελλάδα, όπου οι φτωχότεροι πολίτες πλήττονται δυσανάλογα περισσότερο από το κόστος και την αδυναμία πρόσβασης.
Εκπαίδευση και ανικανοποίητες ανάγκες
Σημαντικό ρόλο παίζει και το μορφωτικό επίπεδο. Στην ΕΕ το 2024:
- 1,9% όσων είχαν ανώτατη εκπαίδευση ανέφεραν ανικανοποίητες ανάγκες,
- 2,2% όσων είχαν μέση εκπαίδευση,
- 3,3% όσων είχαν ολοκληρώσει το πολύ κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Στην Ελλάδα, το χάσμα ήταν ακόμη πιο εμφανές, με τους λιγότερο μορφωμένους να δηλώνουν σημαντικά περισσότερα εμπόδια πρόσβασης.

Η φτώχεια βαθαίνει τις ανισότητες στην υγεία
Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά:
- 6,0% των ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας στην ΕΕ, που είχαν ανάγκη ιατρικής φροντίδας, ανέφεραν ανικανοποίητες ανάγκες.
- Το αντίστοιχο ποσοστό για όσους δεν βρίσκονταν σε κίνδυνο φτώχειας ήταν 3,2%.
Στην Ελλάδα η διαφορά είναι συγκλονιστική:
- 32,3% των πολιτών σε κίνδυνο φτώχειας ανέφεραν ανικανοποίητες ανάγκες,
- έναντι 19,6% όσων δεν βρίσκονταν σε κίνδυνο.
Η διαφορά φτάνει τις 12,7 ποσοστιαίες μονάδες, η μεγαλύτερη σε όλη την ΕΕ.
Αντίστοιχα υψηλή διαφορά καταγράφηκε και στη Ρουμανία (10,7 μονάδες).

