H παχυσαρκία αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για σοβαρή νόσηση και θάνατο από COVID-19 στην οξεία φάση, ενώ έχει καταδειχθεί ότι μπορεί να αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης μακροχρόνιων επιπλοκών, ένα σύνδρομο που συχνά αναφέρεται στη βιβλιογραφία ως long COVID.
Επιπρόσθετα, κάποιοι επιστήμονες έχουν διατυπώσει την ανησυχία για το αν η παχυσαρκία επηρεάζει και την αποτελεσματικότητα των εμβολίων, γεγονός που δεν έχει καθολικά αποδειχθεί ως τώρα.
Μία νέα μελέτη*, που δημοσιεύτηκε, πρόσφατα, σε διεθνές επιστημονικό περιοδικό, έδειξε ότι η παχυσαρκία επηρεάζει αρνητικά ακόμη και τους ασθενείς με ήπια COVID-19.
Η μελέτη* πραγματοποιήθηκε στις ΗΠΑ και συμπεριέλαβε περισσότερους από 500 ασθενείς που βρέθηκαν θετικοί για κορονοϊό αλλά δεν χρειάστηκαν νοσηλεία. Περίπου δύο τρίτα (2/3) των συμμετεχόντων σε αυτή τη νέα μελέτη ήταν υπέρβαροι (Δείκτης Μάζας Σώματος, ΔΜΣ 25-30 kg/m2) ή παχύσαρκοι (ΔΜΣ >30 kg/m2).
Τα ποσοστά είναι παρόμοια με αυτά που ισχύουν για τον γενικό πληθυσμό των ΗΠΑ και πολλών άλλων δυτικών χωρών.
Βρέθηκε ότι οι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι ασθενείς ήταν πιο πιθανό να παρουσιάσουν συμπτωματολογία σε σύγκριση με τα νορμοβαρή άτομα (67% έναντι 34%).
Επίσης, είχαν μεγαλύτερης διάρκειας αναπνευστικά συμπτώματα (μέσος όρος 7 ημερών έναντι 4 ημερών), καθώς και περισσότερα συμπτώματα σε αριθμό, όπως συνδυασμό βήχα και δύσπνοιας.
Τα ευρήματα αυτά αφορούσαν τόσο ενήλικες όσο και εφήβους.
Οι άνθρωποι με παχυσαρκία παρουσιάζουν χρόνια συστηματική φλεγμονή, ανοσολογική δυσλειτουργία αλλά και ποικίλες συννοσηρότητες, που μπορεί να επηρεάζουν την κλινική εικόνα και να εξηγούν τα αποτελέσματα αυτά.
Τα στοιχεία που έχουμε συνολικά ως τώρα ωθούν τους επιστήμονες να συμβουλεύουν τους πολίτες για μαζική προσέλευση στην εμβολιαστική διαδικασία, αλλά και για παρεμβάσεις που μειώνουν το σωματικό βάρος.
Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός πλέον ότι η πανδημία COVID-19 ανέδειξε, μεταξύ άλλων, και μια άλλη πιο χρόνια πανδημία, αυτή της παχυσαρκίας, η πρόληψη και αντιμετώπιση της οποίας θα πρέπει να αποτελέσει καίριο μέλημα των σύγχρονων κρατών και κοινωνιών.
*Τα αποτελέσματα της μελέτης συνοψίζουν οι ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Λίνα Πάσχου (Επίκουρη Καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας), Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Καθηγήτρια Θεραπευτικής-Προληπτικής Ιατρικής) και Θάνος Δημόπουλος (Καθηγητής Θεραπευτικής-Αιματολογίας-Ογκολογίας και Πρύτανης ΕΚΠΑ).