Κανένα κρούσμα ελονοσίας και δάγκειου πυρετού δεν καταγράφηκε τη φετινή περίοδο στην Ελλάδα, γεγονός που αποτιμάται ως θετική εξέλιξη. Ειδικά για την περίπτωση της ελονοσίας την τελευταία τριετία δεν καταγράφηκε κανένα ενδημικό κρούσμα στην Ελλάδα, ενώ την περίοδο 2009 – 2021 είχαν σημειωθεί μεμονωμένα κρούσματα ή συρροές αυτόχθονων κρουσμάτων ελονοσίας στην Ευρώπη (συνολικά 157 κρούσματα) με την Ελλάδα να συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών.
Σύμφωνα με τον Δρ. Σπύρο Μουρελάτο, πρόεδρο της εταιρείας «Οικοανάπτυξη», οι συντονισμένες προσπάθειες από τον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα για την αποτροπή της επανεγκατάστασης της ελονοσίας στην Ελλάδα υπήρξαν πολύ αποτελεσματικές, ενώ η σχετική τεχνογνωσία και μεθοδολογία είναι διαθέσιμες να εφαρμοστούν και πάλι, αν και εφόσον αυτό χρειαστεί. Σε κάθε περίπτωση, ανέφερε ότι η ελονοσία είναι μια σοβαρή ασθένεια, για την οποία ωστόσο, υπάρχει και φαρμακευτική αγωγή και αφορά κυρίως αγροτικές περιοχές στις οποίες οι ψεκαστικές παρεμβάσεις είναι πιο αποτελεσματικές σε αντίθεση με αντίστοιχες παρεμβάσεις στο δομημένο περιβάλλον για άλλες ασθένειες.
Σε ό,τι αφορά τον δάγκειο πυρετό, μετά και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν καταγράφηκαν κρούσματα στην Ελλάδα, παρ΄ όλο που το κουνούπι που ενέχεται στη μετάδοσή του (Aedes albopictus- τίγρης της Ασίας) έχει ευρεία κατανομή. Ο βασικός λόγος είναι ότι η Ελλάδα δεν έχει μεγάλες μετακινήσεις ανθρώπινων πληθυσμών – φορέων της ασθένειας – από και προς τις δύο βασικές περιοχές στις οποίες ο δάγκειος έχει μεγάλη μετάδοση, τη Νότια Αμερική, την Καραϊβική, την Νοτιοανατολική Ασία και την Ινδική υποήπειρο.
Αντιθέτως μεγάλος αριθμός αυτόχθονων κρουσμάτων δάγκειου πυρετού εμφανίστηκε τη φετινή περίοδο αποκλειστικά στη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία. «Ο μέσος όρος των κρουσμάτων στην Ευρώπη για το διάστημα 2010 – 2021 ήταν έξι κρούσματα ενώ ο μέσος όρος τα τελευταία τρία χρόνια (2022 – 2024) είναι εκατό» τόνισε στο ΑΠΕ – ΜΠΕ η βιολόγος, διευθύντρια Έρευνας και Ανάπτυξης της «Οικοανάπτυξη ΑΕ» και πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Καταπολέμησης Κουνουπιών, Σάντρα Γκεβέρ (Sandra Gewehr).
H ίδια ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι ο ευρωπαϊκός νότος είναι πλέον σε φάση αποτροπής εγκατάστασης του δάγκειου πυρετού, γεγονός που σημαίνει ότι γίνονται εντατικές προσπάθειες για να μην εγκατασταθεί στην περιοχή. Η τακτική, όπως λέει, είναι η ίδια και εστιάζεται στην καταπολέμηση των κουνουπιών ώστε να μην μεταδίδεται μέσω αυτών ο ιός. Η ιδιαιτερότητα, ωστόσο, του δάγκειου είναι ότι βρίσκεται σε αστικό περιβάλλον και όχι στην ύπαιθρο, σε ιδιωτικούς χώρους και μικρές εστίες, συνεπώς η έγκαιρη κινητοποίηση των αρμόδιων φορέων και οι εντατικοί ψεκασμοί συνιστούν σημεία – κλειδί για την αποτροπή της μετάδοσής του.
Ενδημική η κατάσταση στον ιό του Δυτικού Νείλου
Από την άλλη πλευρά, η κατάσταση στην περίπτωση του ιού του Δυτικού Νείλου είναι τελείως διαφορετική καθώς πρόκειται πλέον για μια ενδημική κατάσταση από το 2010 και μετά, με τον συνολικό αριθμό μέχρι σήμερα επιβεβαιωμένων κρουσμάτων να ανέρχεται στα 908 σε 18 Ευρωπαϊκές χώρες (ECDC, 25/09/2024). Στην Ελλάδα μέχρι σήμερα, τη φετινή περίοδο καταγράφηκαν 192 κρούσματα ιού του Δυτικού Νείλου, που αντιπροσωπεύουν το 85% του μέσου όρου των κρουσμάτων της τελευταίας εξαετίας (2018-2023) στη χώρα. Το σημαντικό χαρακτηριστικό φέτος ήταν η μεγαλύτερη διασπορά κρουσμάτων συγκριτικά με προηγούμενα έτη, καθώς καταγράφηκαν κρούσματα σε 9 από τις 13 Περιφέρειες της χώρας.
Ειδικότερα, με βάση τις χρονοσειρές δεδομένων μεγάλου όγκου που συλλέγονται συστηματικά από το 2018 και μετά από την Οικοανάπτυξη στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, επιβεβαιώθηκε σε μεγάλο βαθμό η αρχική πρόβλεψη που έγινε στις 30 Ιουνίου για χαμηλή/μέτρια ένταση μετάδοσης του ιού του Δυτικού Νείλου σε ανθρώπους.
«Από τους πέντε βασικούς συντελεστές κινδύνου (θερμοκρασία, βροχοπτώσεις, αφθονία κουνουπιών, παρουσία ιού του Δυτικού Νείλου σε κουνούπια, οροθετικότητα σε οικόσιτα ζώα-δείκτες), ο παράγοντας που αναβάθμισε τον κίνδυνο από χαμηλό σε μέτριο ήταν οι ιδιαίτερα αυξημένες θερμοκρασίες στο μεγαλύτερο μέρος των μηνών Ιουλίου και Αυγούστου» είπε ο κ. Μουρελάτος και πρόσθεσε: «ο συνδυασμός χαμηλών βροχοπτώσεων και αυξημένων θερμοκρασιών είχε ως αποτέλεσμα χαμηλούς πληθυσμούς προνυμφών και ακμαίων κουνουπιών και στο Culex pipiens, το οποίο ενέχεται στη μετάδοση του ιού του Δυτικού Νείλου, και στο Aedes caspius, στο οποίο οφείλεται το μεγαλύτερο μέρος της όχλησης από τα κουνούπια».
Μετά τα παραπάνω, τα προγράμματα καταπολέμησης των κουνουπιών ολοκληρώνονται ενώ από τον Οκτώβριο αναμένεται αποκλιμάκωση των επιπέδων όχλησης από τα κουνούπια λόγω της επικράτησης θερμοκρασιών χαμηλότερων των 15 βαθμών Κελσίου.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ