Από τη Γιάννα Τριανταφύλλη.
Αμερικανοί ερευνητές από το Hospital for Special Surgery (HSS), το κορυφαίο ακαδημαϊκό ιατρικό κέντρο στον κόσμο που ειδικεύεται στη διάγνωση, τη θεραπεία και την πρόληψη ορθοπεδικών και μυοσκελετικών παθήσεων, εντόπισαν νέους βιοδείκτες που θα μπορούσαν να βελτιώσουν τον τρόπο διάγνωσης και θεραπείας της οστεοπόρωσης και άλλων μεταβολικών ασθενειών των οστών.
Η οστεοπόρωση χαρακτηρίζεται από χαμηλή οστική μάζα και εξασθενημένα οστά. Είναι μια πάθηση που κάνει τα οστά πιο εύθραυστα και λιγότερο ανθεκτικά, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι πιθανότητες να πάθει κάποιος κάταγμα. Η οστεοπόρωση συχνά αποκαλείται “σιωπηλή” νόσος, καθώς δεν υπάρχουν φανερά συμπτώματα και εμφανή σημάδια της πάθησης μέχρι να συμβεί κάποιο κάταγμα. Εκτιμάται ότι, 1 στις 3 γυναίκες και 1 στους 5 άντρες ηλικίας 50 ετών και άνω, παγκοσμίως, παθαίνουν κάταγμα από οστεοπόρωση.
Τα οστεοπορωτικά κατάγματα επηρεάζουν σοβαρά την ποιότητα ζωής των ασθενών και αυξάνουν τα ποσοστά αναπηρίας και θνησιμότητας. Η πρώιμη διάγνωση επομένως είναι σημαντική για την έγκαιρη παρέμβαση. Η συνεχής ανάπτυξη ερευνητικών μεθόδων είναι αναγκαία για την εξερεύνηση και την ανακάλυψη νέων βιοδεικτών για τη διάγνωση της οστεοπόρωσης.
Ο πλέον αποτελεσματικότερος τρόπος για τη διάγνωση της οστεοπόρωσης είναι μέσω σάρωσης DEXA. Ωστόσο, πολλά άτομα υψηλού κινδύνου δεν έχουν ελεγχθεί ποτέ για οστεοπόρωση, με αποτέλεσμα να καθυστερεί σημαντικά η διάγνωση και η θεραπεία της. Επομένως, ο έγκαιρος και αποτελεσματικός εντοπισμός των ατόμων υψηλού κινδύνου είναι απαραίτητος.
Νέοι βιοδείκτες υπόσχονται έγκαιρη ανίχνευση της οστεοπόρωσης
Το οστό αποτελείται από ασβεστοποιημένες πρωτεΐνες που βρίσκονται έξω από τα κύτταρα και αποτελούν το οστεοειδές. Κατά τη διάρκεια της ζωής, τα ανθρώπινα οστά βρίσκονται σε μία συνεχή διαδικασία ανανέωσης. Οι οστεοκλάστες είναι κύτταρα που αναγνωρίζουν το παλαιό, φθαρμένο οστό και το καταστρέφουν (οστική απορρόφηση). Κατά τη διαδικασία αυτή απελευθερώνονται μικρά πρωτεϊνικά μόρια που κινητοποιούν τη δεύτερη ομάδα κυττάρων, τους οστεοβλάστες, να αναλάβουν δράση, δηλαδή να επιδιορθώσουν τις φθορές των οστών.
Από την μέση ηλικία και έπειτα, η ισορροπία αυτή διαταράσσεται, με αποτέλεσμα τα ένζυμα που εκκρίνουν οι οστεοκλάστες να καταστρέφουν τα οστά και να οδηγούν σε οστεοπενία και οστεοπόρωση. Τα κυκλοφορούντα πρόδρομα κύτταρα των οστεοκλαστών επιδεινώνουν την οστική απορρόφηση και την απώλεια ταξιδεύοντας μέσω της κυκλοφορίας του αίματος στα οστά, όπου συγχωνεύονται με μόνιμους οστεοκλάστες.
Ερευνητική ομάδα από το Hospital for Special Surgery (HSS), μετά από μελέτη που πραγματοποίησε σε 44 μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, από τις οποίες οι 16 είχαν οστεοπόρωση χωρίς θεραπεία και οι 19 οστεοπενία, ανακάλυψε ότι τα κυκλοφορούντα πρόδρομα κύτταρα οστεοκλαστών (cOCPs) παίζουν καθοριστικό ρόλο στην οστική απώλεια.
«Είναι η πρώτη μελέτη που δημιουργεί μια σύνδεση μεταξύ κυτταρικών βιοδεικτών και οστεοπόρωσης, προσφέροντας μια πιθανή οδό για έγκαιρη ανίχνευση και πιο αποτελεσματικές θεραπείες για την οστεοπόρωση. Το πλεονέκτημα του προσδιορισμού των cOCP είναι ότι μπορεί να εντοπίσει άτομα υψηλού κινδύνου που μπορεί να μην έχουν ακόμη οστεοπόρωση αλλά έχουν χαμηλή οστική πυκνότητα.
Εάν μπορούμε να αναγνωρίσουμε αυτά τα άτομα πριν υποστούν κάταγμα, μπορούμε να προτείνουμε έγκαιρα θεραπευτικές επιλογές για την προώθηση υγιών οστών. Επιπλέον, σε σύγκριση με τις τρέχουσες μεθόδους προσυμπτωματικού ελέγχου, η ανίχνευση των COCPs μέσω μιας απλής εξέτασης αίματος θα ήταν οικονομικά αποτελεσματικότερη», δήλωσε ο Δρ. Kyung Hyun Park-Min, Ph. D., επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, πρόκειται για μια πρωτοποριακή ανακάλυψη καθώς επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να διατηρήσουμε τη δύναμη των οστών επηρεάζοντας τα δεσμευμένα πρόδρομα κύτταρα που είναι υπεύθυνα για πολλές από τις βλάβες και την καταστροφή που συμβαίνουν στα οστά, στις αρθρώσεις και γενικά στην οστεοπόρωση. Η εξερεύνηση νέων διαγνωστικών βιοδεικτών με βάση τη συννοσηρότητα θα πρέπει να είναι ο επόμενος στόχος της μελλοντικής επιστημονικής έρευνας.
Πηγή: JCI Insight