Από τον Χαράλαμπο Πετρόχειλο
Κατά τη διάρκεια του 10ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Εφαρμοσμένης Φαρμακευτικής που διοργάνωσε ο Φαρμακευτικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης (18 και 19 Μαΐου) ο Πρόεδρος του Συλλόγου κ. Διονύσιος Ευγενίδης καλωσορίζοντας τους συνέδρους επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι «το φαρμακείο, ως χώρος πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, ήδη κατέκτησε επάξια, μέσα από την πρωτόγνωρη εμπειρία της πανδημίας, τον κομβικό ρόλο που του αξίζει. Το φαρμακείο απέδειξε και αποδεικνύει καθημερινά με συνέπεια ότι δεν είναι απλώς ένα κατάστημα χορήγησης φαρμακευτικών σκευασμάτων, μεταξύ και πολλών άλλων ειδών, αλλά ένας χώρος όπου υπάρχει καθημερινά, όλο το 24ωρο, ένας επιστήμονας υγείας, τον οποίο μπορούν να συμβουλεύονται οι συμπολίτες μας», τόνισε ο κ. Ευγενίδης και πρόσθεσε ότι «το φαρμακείο έχει χαρακτηριστεί ως χώρος πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και αυτό σηματοδοτεί κάποιες αλλαγές στη λειτουργία του, οι οποίες συνοψίζονται σε έναν προσανατολισμό παροχής υπηρεσιών υγείας από τα φαρμακεία. Μίας παροχής υπηρεσιών η οποία θα φέρει και καινούργια ύλη στο φαρμακείο και θα αντισταθμίσει τις όποιες απώλειες υπάρχουν από τη συνεχή συμπίεση των τιμών των φαρμάκων, που συμβαίνει παγκοσμίως. Αυτή τη στιγμή έχουμε τον αντιγριπικό εμβολιασμό και τον αντιτετανικό και ήδη νομοθετήθηκε η διενέργεια όλων των εμβολίων ενηλίκων, ενώ έπεται και συνέχεια».
Αυτή η συνέχεια αλήθεια που μπορεί να φτάσει;
Εάν κοιτάξουμε στον κόσμο γύρω μας υπάρχει σημαντικό περιθώριο να διευρυνθεί –ειδικά μέσα από τη συντονισμένη και συστηματική προσπάθεια αναβάθμισης της εκπαίδευσης που λαμβάνουν οι φαρμακοποιοί είτε κατά τη διάρκεια των σπουδών τους είτε και στη συνέχεια μέσα από προγράμματα συνεχούς εκπαίδευσης.
Το PharmacyTimes.com σε άρθρο του αναφέρεται σε μία νέα έρευνα που ακριβώς αποκαλύπτει το δυναμικό των κοινοτικών φαρμακοποιών στη θεραπεία ήσσονος σημασίας παθήσεων, επιτρέποντας τη διαφοροποιημένη φροντίδα των ασθενών κατά τη διάρκεια αυξανόμενων ελλείψεων επαγγελματιών υγείας.
Όπως αναφέρει, οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν αυτήν τη στιγμή μια αυξανόμενη ανάγκη για υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης λόγω διευρυνόμενων ελλείψεων γιατρών πρωτοβάθμιας περίθαλψης (Primary Care Physicians – PCP), που οδηγούν σε ραντεβού για επισκέψεις σε ιατρεία που δεν ικανοποιούνται και σε αυξημένη εξάρτηση από τα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ). Μια νέα μελέτη διερευνά τις διευρυμένες ευκαιρίες για τους κοινοτικούς φαρμακοποιούς και τη δυνατότητα διαφοροποίησης των ρόλων τους πέρα από τη χορήγηση φαρμάκων, επιτρέποντάς σε αυτούς να θεραπεύουν ασθενείς με ήσσονος σημασίας παθήσεις.
Η μελέτη διεξήχθη από μια ομάδα ερευνητών από πολλά πανεπιστήμια, συμπεριλαμβανομένου του Washington State University College of Pharmacy and Pharmaceutical Sciences, Idaho State University College of Pharmacy, Anchorage Campus, Washington State University School of Economic Sciences και το Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου της Πολιτείας της Washington.
Σε μια περίοδο τριών ετών, οι συγγραφείς της μελέτης συνέλεξαν δεδομένα από 46 φαρμακεία και 175 φαρμακοποιούς για να συγκρίνουν το κόστος και την ποιότητα της περίθαλψης που παρέχεται από κοινοτικούς φαρμακοποιούς για μικρές παθήσεις με τις παραδοσιακούς χώρους παροχής υγειονομικής περίθαλψης.
Η μελέτη συνέλεξε δεδομένα από 3 παραδοσιακά περιβάλλοντα υγειονομικής περίθαλψης: Γιατρούς πρωτοβάθμιας περίθαλψης (Primary Care Physicians – PCP, κέντρα επείγουσας φροντίδας και ΤΕΠ. Οι πληροφορίες που συλλέχθηκαν από ασθενείς αφορούσαν μηνιαίες επισκέψεις σε φαρμακείο, δημογραφικά στοιχεία ασθενών, την ασφαλιστική τους κατάσταση, το ιστορικό υγείας τους, πληροφορίες για τη θεραπεία τους και κλήσεις παρακολούθησης 30 ημερών για την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων. Τα δεδομένα ποιότητας και κόστους που συλλέχθηκαν από έρευνες σε παραδοσιακά περιβάλλοντα υγειονομικής περίθαλψης συγκρίθηκαν στη συνέχεια με δεδομένα που συλλέχθηκαν από επισκέψεις ασθενών σε κοινοτικό φαρμακείο.
Για να καθοριστεί η σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας και η ποιότητα της θεραπείας στα κοινοτικά φαρμακεία, κάθε φαρμακείο καθόρισε ένα κόστος που δαπάνησε για πολλές κοινές παθήσεις—συμπεριλαμβανομένων των λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος (urinary tract infections – UTIs), της αντισύλληψης, του άσθματος, των αλλεργιών και των πονοκεφάλων— έτσι ώστε ο ασθενής να μην χρεωθεί από την ασφάλιση του. Αυτές οι ήσσονος σημασίας παθήσεις αντιπροσώπευαν τις πιο κοινές ανησυχίες για την υγεία και τις θεραπείες που αναζητούσαν οι ασθενείς, καθώς και θεραπείες που είναι σημαντικά πιο προσιτές χωρίς ασφάλιση. Υπολογίστηκαν τόσο το μέσο όσο και το διάμεσο κόστος ανά περίπτωση.
Τα δεδομένα επανεπίσκεψης συλλέχθηκαν μέσω παρακολούθησης 30 ημερών με ασθενείς των κοινοτικών φαρμακείων μέσω τηλεφωνικών κλήσεων που πραγματοποιήθηκαν από τους συγγραφείς της μελέτης, οι οποίοι βασίστηκαν στις πληροφορίες που αναφέρθηκαν από τους ασθενείς. Αυτά τα δεδομένα περιελάμβαναν το χρονοδιάγραμμα και το χώρο της φροντίδας επανεπίσκεψης, καθώς και εάν τα συμπτώματα επιλύθηκαν μετά τη θεραπεία. Το κόστος περίθαλψης ασθενών υπολογίστηκε συγκρίνοντας το διάμεσο κόστος σε χώρους παραδοσιακής φροντίδας (PCP, επείγουσα φροντίδα, ΤΕΠ) με το κόστος στο φαρμακείο.
Σε παραδοσιακούς χώρους υγειονομικής περίθαλψης, οι συγγραφείς της μελέτης μέτρησαν το κόστος και την ποιότητα της περίθαλψης χρησιμοποιώντας δεδομένα από αξιώσεις ασφάλισης υγείας ασθενών, εξαιρουμένων ατόμων ηλικίας κάτω των 18 ετών. Οι διαγνωστικοί κωδικοί για κοινές παθήσεις που σχετίζονται με τη μελέτη (δηλ. ουρολοιμώξεις, κοινό κρυολόγημα, αντισυλληπτικά) κατηγοριοποιήθηκαν με βάση τις αξιώσεις ασφάλισης υγείας και ομαδοποιήθηκαν για να αντιπροσωπεύουν συγκεκριμένες παθήσεις.
Κατά τη μέτρηση δεδομένων από επανεπισκέψεις, οι συγγραφείς της μελέτης όρισαν τις επανεπισκέψεις με βάση την εμφάνισή τους και την πάθηση που αντιμετωπίζεται. Αυτές οι επισκέψεις αναλύθηκαν χρησιμοποιώντας δύο μεθόδους: την ανωτερότητα (που συνέκρινε τους παραδοσιακούς χώρους φροντίδας και τα φαρμακεία της κοινότητας) και τη μη κατωτερότητα (η οποία αξιολόγησε εάν η φροντίδα του φαρμακείου ήταν εξίσου αποτελεσματική με εκείνη που παρεχόταν στον παραδοσιακό χώρο περίθαλψης). Τα δεδομένα συλλέγονταν κάθε 4 εβδομάδες σε μια περίοδο 3 ετών.
Η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε ότι η θεραπεία από φαρμακοποιούς για ασθενείς με ήσσονος σημασίας παθήσεις ήταν στατιστικά λιγότερο δαπανηρή σε σύγκριση με τη φροντίδα από παραδοσιακούς χώρους. Χρησιμοποιώντας μια διάμεση διαφορά κόστους 277,78 $, διαπίστωσαν ότι εάν οι ασθενείς που υποβλήθηκαν σε θεραπεία σε κοινοτικό φαρμακείο είχαν ζητήσει φροντίδα από παραδοσιακούς χώρους περίθαλψης, το πρόσθετο κόστος για το σύστημα θα ήταν περίπου 138.000 $. Εάν οι ασθενείς που λάμβαναν αρχικά φροντίδα από παραδοσιακά σημεία περίθαλψης είχαν αναζητήσει φροντίδα από φαρμακεία, η εξοικονόμηση κόστους θα ήταν περίπου 23.500.000 $.
Η αποδεδειγμένη εξοικονόμηση κόστους που σχετίζεται με τη λήψη περίθαλψης στα φαρμακεία της κοινότητας, σε αντίθεση με τα παραδοσιακά περιβάλλοντα υγειονομικής περίθαλψης, υπογραμμίζουν τα πιθανά οφέλη από τη χρήση των φαρμακείων ως εύκολα προσβάσιμων και αποτελεσματικών οδών για την αντιμετώπιση ήσσονος σημασίας παθήσεις. Με αυτόν τον τρόπο, η διαφοροποίηση των ρόλων των φαρμακοποιών ανοίγει δρόμους στους ασθενείς για πρόσβαση σε θεραπεία που είναι τόσο έγκαιρη όσο και οικονομικά αποδοτική.
Συμπερασματικά, αυτή η έρευνα έδειξε ότι είναι εφικτή και σκόπιμη μία τέτοια επιλογή όσο και το ότι προσφέρει σημαντική εξοικονόμηση κόστους για τους ασθενείς και τη δημόσια υγεία όταν η φροντίδα παρεχόταν από κοινοτικό φαρμακοποιό σε σύγκριση με παρόχους σε παραδοσιακούς χώρους περίθαλψης», κατέληξαν οι συγγραφείς της μελέτης. Και συνέχισαν: «Τα ευρήματα της έρευνας υποστηρίζουν την αναπαραγωγή σε εθνικό επίπεδο αυτού του μοντέλου φροντίδας ασθενών που παρέχεται από φαρμακοποιούς, που θα έχει ως αποτέλεσμα την αυξημένη πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη για τους ασθενείς, ιδιαίτερα σε αγροτικές και υποεξυπηρετούμενες περιοχές».