Ερευνητές ανακάλυψαν συσχέτιση μεταξύ του Δείκτη Μάζας Σώματος και της πνευμονικής λειτουργίας.
Από τη Γιάννα Τριανταφύλλη
Ο Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) στην παιδική ηλικία μπορεί να επηρεάσει τη λειτουργία των πνευμόνων σύμφωνα με μια νέα έρευνα. Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό The European Respiratory Journal.
Ο ΔΜΣ δίνει μια γενική εικόνα του βαθμό παχυσαρκίας ενός ατόμου και αποτελεί μια πρώτη ένδειξη για το αν το άτομο έχει φυσιολογικό βάρος για το ύψος του. Πρόκειται για ένα ευρέως διαδεδομένο διαγνωστικό εργαλείο των πιθανών προβλημάτων υγείας ενός ατόμου σε σχέση με το βάρος του.
Ένας στους δέκα ανθρώπους έχει μειωμένη ανάπτυξη της πνευμονικής λειτουργίας στην παιδική ηλικία και δεν μπορεί να επιτύχει τη μέγιστη πνευμονική ικανότητα στην ενήλικη ζωή, αυξάνοντας τον κίνδυνο σοβαρών προβλημάτων υγείας όπως καρδιαγγειακές παθήσεις, πνευμονικές παθήσεις και διαβήτης. Ένας παράγοντας κινδύνου που σχετίζεται με την εξασθενημένη ανάπτυξη της πνευμονικής λειτουργίας είναι το μη φυσιολογικό βάρος και ύψος. Ωστόσο, ο Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) λαμβάνει υπόψη το βάρος, αλλά όχι και τη σύνθεση των μυών και του λίπους.
Προηγούμενες μελέτες έχουν εξετάσει τη συσχέτιση μεταξύ του ΔΜΣ και της πνευμονικής λειτουργίας με ποικίλα ωστόσο αποτελέσματα.
Τι αποκαλύπτουν τα ευρήματα της νέας μελέτης
Ερευνητές από το σουηδικό Ινστιτούτο Karolinska, ένα από τα κορυφαία κέντρα ιατρικής έρευνας παγκοσμίως, θέλησαν να διερευνήσουν εάν ένας μη φυσιολογικός ΔΜΣ στα παιδιά – είτε υψηλός είτε χαμηλός –μπορεί να συσχετιστεί με μειωμένη πνευμονική λειτουργία.
Η μελέτη, πουβασίστηκε σε δεδομένα που συλλέχθηκαν στο πλαίσιο του έργου BAMSE, παρακολούθησε περισσότερα από 3.200 παιδιά, από τη γέννηση τους έως και την ηλικία των 24 ετών, καλύπτοντας έτσι ολόκληρη την περίοδο ανάπτυξης της πνευμονικής λειτουργίας.
Σε αυτό το χρονικό διάστημα, ο ΔΜΣ των παιδιών μετρήθηκε τουλάχιστον 4 φορές. Η πνευμονική λειτουργία των παιδιών μετρήθηκε, με σπιρομέτρηση, στις ηλικίες 8, 16 και 24 ετών. Ελήφθησαν επίσης δείγματα ούρων ώστε να μπορεί να πραγματοποιηθεί ανάλυση των ουσιών που μεταβολίζονται.
Τα ευρήματα της μελέτης έδειξαν ότι, σε αντίθεση με τα παιδιά με φυσιολογικό ΔΜΣ, τα παιδιά με επίμονα υψηλό ΔΜΣ ή επιταχυνόμενη αύξηση του ΔΜΣ είχαν εξασθενημένη πνευμονική λειτουργία ως ενήλικες, κυρίως ως αποτέλεσμα της περιορισμένης ροής αέρα στους πνεύμονες, μια κατάσταση γνωστή ως απόφραξη.
Τα δείγματα ούρων από την ομάδα υψηλού ΔΜΣ έδειξαν αυξημένα επίπεδα μεταβολιτών του αμινοξέοςιστιδίνη, επιβεβαιώνοντας τις παρατηρήσεις άλλων ερευνητών που βρήκαν παρόμοια αύξηση σε ασθενείς με άσθμα και χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ).
Επιπλέον, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι, ένας σταθερά χαμηλός ΔΜΣ θα μπορούσε επίσης να συνδεθεί με μειωμένη πνευμονική λειτουργία, η οποία προκαλείται από την ανεπαρκή ανάπτυξη των πνευμόνων.
« Τα ευρήματα είναι σημαντικά καθώς δείχνουν ότι, ένας μη φυσιολογικός ΔΜΣ στα παιδιά – είτε υψηλός είτε χαμηλός –συσχετίζεται με μειωμένη πνευμονική λειτουργία. Τα ευρήματα αυτά υποδεικνύουν ότι, εάν ο ΔΜΣ των παιδιών ομαλοποιηθεί πριν φτάσουν στην ενηλικίωση, η έκπτωση της πνευμονικής λειτουργίας μπορεί να αντισταθμιστεί», εξηγεί ο Dr Gang Wang, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας και ερευνητής στο Τμήμα Κλινικής Επιστήμης και Εκπαίδευσης, στο Ινστιτούτο Karolinska.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, η πρώιμη ομαλοποίηση του ΔΜΣ, ειδικά πριν από την εφηβεία, μπορεί να μετριάσει τις ανεπιθύμητες ενέργειες στην πνευμονική λειτουργία, γεγονός που αναδεικνύει τη σημασία της διαχείρισης του ΔΜΣ από νεαρή ηλικία.
Πηγή: European Respiratory Journal, Karolinska Institutet