Ο τρόπος ζωής και το περιβάλλον στο οποίο ζουν οι άνθρωποι έχουν πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο στην υγεία και τη πρόωρη θνησιμότητα από ότι τα γονίδια, σύμφωνα με μια νέα μελέτη.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, που πραγματοποίησαν ερευνητές της Oxford Population Health σε συνεργασία με ερευνητές από τα Τμήματα Ψυχιατρικής και Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, το περιβάλλον είναι περίπου 10 φορές πιο σημαντικό από τη γενετική, ένα εύρημα που ρίχνει φως στο γιατί μερικοί άνθρωποι έχουν υψηλότερο κίνδυνο πρόωρου θανάτου σε σχέση με κάποιους άλλους.
Η ανθρώπινη γήρανση είναι μια πολύπλοκη διαδικασία που εκδηλώνεται με υποκλινικές και βιολογικές αλλαγές, που αρχίζουν να συσσωρεύονται από τη μέση ηλικία και μετά. Ενώ έχουν σημειωθεί σημαντικές πρόοδοι στην κατανόηση της περίπλοκης γενετικής αιτιολογίας των ασθενειών που σχετίζονται με την ηλικία, οι γενετικές μελέτες δείχνουν μόνο μια μέτρια επίδραση του γονιδιώματος στη διάρκεια ζωής.
Ενώ έχει διαπιστωθεί εδώ και δεκαετίες πώς μεμονωμένοι παράγοντες όπως το κάπνισμα, η διατροφή, η εκπαίδευση, οι κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, η σωματική δραστηριότητα και η έκθεση στη ρύπανση επηρεάζουν το σώμα, η νέα έρευνα είναι η πρώτη που αξιολογεί περισσότερους από 160 διαφορετικούς περιβαλλοντικούς παράγοντες καθώς και τη συνδυασμένη επίδρασή τους.
Το περιβάλλον υπερτερεί κατά πολύ της γενετικής όσον αφορά την πρόβλεψη της μακροζωίας
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης χρησιμοποίησαν δεδομένα από σχεδόν μισό εκατομμύριο ανθρώπους από τη μελέτη Biobank του Ηνωμένου Βασιλείου, για να αξιολογήσουν την επίδραση 164 περιβαλλοντικών παραγόντων και βαθμολογίες γενετικού κινδύνου για 22 κύριες ασθένειες στη γήρανση, τις ασθένειες που σχετίζονται με την ηλικία και τον πρόωρο θάνατο.
Για την ανάλυση των δεδομένων, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν ένα νέο μέτρο γήρανσης – ένα «ρολόι γήρανσης» – για να παρακολουθήσουν πόσο γρήγορα γερνούν οι άνθρωποι, χρησιμοποιώντας τα επίπεδα πρωτεΐνης στο αίμα. Αυτό τους επέτρεψε να συνδέσουν τις περιβαλλοντικές εκθέσεις που προβλέπουν την πρώιμη θνησιμότητα με τη βιολογική γήρανση. Αυτό το μέτρο είχε προηγουμένως αποδειχθεί ότι ανιχνεύει αλλαγές που σχετίζονται με την ηλικία, όχι μόνο στη μελέτη Biobank του Ηνωμένου Βασιλείου αλλά και σε δύο άλλες μεγάλες μελέτες στην Κίνα και τη Φινλανδία.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, μια σειρά περιβαλλοντικών παραγόντων, όπως ο τρόπος ζωής και οι συνθήκες διαβίωσης, έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στην υγεία και τον πρόωρο θάνατο από τα γονίδιά μας. Συγκεκριμένα, οι περιβαλλοντικοί παράγοντες εξηγούν το 17% της διακύμανσης του κινδύνου θανάτου, σε σύγκριση με λιγότερο από 2% που εξηγείται από τη γενετική προδιάθεση.
Από τους 25 ανεξάρτητους περιβαλλοντικούς παράγοντες που εντοπίστηκαν, το κάπνισμα, η κοινωνικοοικονομική κατάσταση, η σωματική δραστηριότητα και οι συνθήκες διαβίωσης είχαν τον μεγαλύτερο αντίκτυπο στη θνησιμότητα και τη βιολογική γήρανση.
Κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες όπως το εισόδημα του νοικοκυριού, η ιδιοκτησία κατοικίας και η κατάσταση απασχόλησης, συσχετίστηκαν με 19 ασθένειες ενώ η έλλειψη σωματικής δραστηριότητα συσχετίστηκε με 17 ασθένειες. Οι εκθέσεις πρώιμης ζωής, συμπεριλαμβανομένου του σωματικού βάρους στα 10 χρόνια και του καπνίσματος της μητέρας κατά τη γέννηση, αποδείχθηκε ότι επηρεάζουν τη γήρανση και τον κίνδυνο πρόωρου θανάτου 30-80 χρόνια αργότερα. Τέλος, το κάπνισμα συσχετίστηκε με 21 ασθένειες.
«Μπορέσαμε να ποσοτικοποιήσουμε τη σχετική συμβολή του περιβάλλοντος και της γενετικής στη γήρανση, παρέχοντας την πιο ολοκληρωμένη μέχρι σήμερα επισκόπηση των περιβαλλοντικών παραγόντων και του τρόπου ζωής που προκαλούν τη γήρανση και τον πρόωρο θάνατο. Η έρευνά μας καταδεικνύει τη βαθιά επίδραση των περιβαλλοντικών εκθέσεων στην υγεία που μπορούν να αλλάξουν είτε από τα ίδια τα άτομα είτε μέσω πολιτικών, για τη βελτίωση των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών, τη μείωση του καπνίσματος ή την προώθηση της σωματικής δραστηριότητας», δήλωσε η Δρ. Cornelia van Duijn, καθηγήτρια επιδημιολογίας στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας.
Αν και η μελέτη βρήκε πολλές σημαντικές εξαιρέσεις στις οποίες τα γονίδια είναι ο κύριος προδιαθεσικός παράγοντας, συμπεριλαμβανομένου του Αλτσχάιμερ και του καρκίνου του μαστού, το περιβάλλον κυριαρχεί στον κίνδυνο να πάθουμε τις πιο κοινές διαταραχές της καρδιάς, των πνευμόνων και του ήπατος.
Όπως διαπιστώθηκε από τα ευρήματα, οι περιβαλλοντικές εκθέσεις είχαν μεγαλύτερη επίδραση στις παθήσεις του πνεύμονα, της καρδιάς και του ήπατος, ενώ ο γενετικός κίνδυνος κυριαρχούσε για την άνοια και τον καρκίνο του μαστού.
Επιπλέον, η έρευνα έδειξε ότι ενώ πολλές από τις μεμονωμένες εκθέσεις που εντοπίστηκαν έπαιξαν μικρό ρόλο στον πρόωρο θάνατο, η συνδυασμένη επίδραση αυτών των πολλαπλών εκθέσεων μαζί κατά τη διάρκεια της ζωής εξηγεί ένα μεγάλο ποσοστό διακύμανσης της πρόωρης θνησιμότητας.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα ευρήματα της μελέτης ανοίγουν το δρόμο για πιο ολοκληρωμένες στρατηγικές για τη βελτίωση της υγείας των γηρασμένων πληθυσμών, εντοπίζοντας βασικούς συνδυασμούς περιβαλλοντικών παραγόντων που διαμορφώνουν ταυτόχρονα τον κίνδυνο πρόωρου θανάτου και πολλές κοινές ασθένειες που σχετίζονται με την ηλικία.
Ωστόσο, όπως τονίζουν οι ερευνητές, απαιτείται περαιτέρω έρευνα για να απαντηθούν ακόμη πολλά ερωτήματα σχετικά με τη διατροφή, τον τρόπο ζωής και την έκθεση σε νέα παθογόνα (όπως η γρίπη των πτηνών και το COVID-19) και σε επικίνδυνα χημικά (φυτοφάρμακα και τα πλαστικά) καθώς και τον αντίκτυπο των περιβαλλοντικών και γενετικών παραγόντων σε διαφορετικούς πληθυσμούς.
Πηγή: Nature Medicine