Η ακρίβεια σε συνδυασμό με την αναγκαιότητα του φαρμάκου για ασθενείς με χαμηλότερο εισόδημα, έχει ανοίξει εδώ και μερικές εβδομάδες τη συζήτηση για τις δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίζουν στο να λάβουν τα φάρμακά τους. Ειδικά από τότε που άρχισε να εφαρμόζεται στην πράξη η απόφαση του Υπουργείου Υγείας για αύξηση τιμών σε εκατοντάδες πολύ φθηνά φάρμακα, στις 26 Αυγούστου,
Μάλιστα οκτώ «γαλάζιοι» βουλευτές ζήτησαν από τον Υπουργό Υγείας Άδωνι Γεωργιάδη και την Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Νίκη Κεραμέως να λάβουν μέτρα σε ότι αφορά τις φαρμακευτικές δαπάνες των χαμηλοσυνταξιούχων.
Μιλώντας για το θέμα στο DailyPharmaNews o κ. Μπάμπης Καραθάνος σύμβουλος του Υπουργού Υγείας για τον τομέα φαρμάκου και μέλος της Επιτροπής Διαπραγμάτευσης τιμών φαρμάκων του Υπουργείου Υγείας, άφησε να εννοηθεί ότι το Υπουργείο Υγείας παρακολουθεί με ευαισθησία το ζήτημα.
Για μία ακόμη φορά πάντως τόνισε την ορθότητα της πολιτικής του Υπουργού Άδωνι Γεωργιάδη να προχωρήσει σε αυξήσεις τιμών στα πολύ φθηνά φάρμακα που είτε κινδύνευαν να φύγουν ή είχαν ήδη εξαφανιστεί από την ελληνική αγορά, λόγω αφενός του γεγονότος ότι ήταν ασύμφορη για τις φαρμακευτικές εταιρείες η κυκλοφορία τους, με αποτέλεσμα να τα αποσύρουν, αφετέρου λόγω των εξαγωγών τους σε χώρες όπου κοστίζουν πολύ περισσότερο.
Ο κ. Καραθάνος σημείωσε ότι ακόμη και την αύξηση αυτή που έγινε σε περίπου 860 φθηνά φάρμακα την πήρε σε πολύ μεγάλο βαθμό στην πλάτη του ο ΕΟΠΥΥ ενώ τόνισε ότι ήδη υπάρχει διπλό όφελος και για τους ασθενείς που βρίσκουν πλέον φάρμακα που είχαν εξαφανιστεί από την αγορά, όσο και για την πολιτεία που πέτυχε να γλιτώσει μία αχρείαστη επιπλέον δαπάνη 70-80 εκατομμυρίων ευρώ από εισαγωγές αντίστοιχων φαρμάκων από τον ΙΦΕΤ. «Υπήρξε μία αύξηση που ήδη θα επιβαρύνει τον ΕΟΠΥΥ με 60 εκατομμύρια σε ετήσια βάση και 30 εκατομμύρια τις συμμετοχές των ασθενών. Ουσιαστικά αυτά τα φάρμακα, περισσότερα από τα μισά δεν κυκλοφορούσαν, πράγμα που σημαίνει ότι υπήρχε ζήτημα σοβαρών ελλείψεων και αναγκαστικά γινόταν η υποκατάστασή τους από πολύ ακριβότερα φάρμακα που έρχονταν στη χώρα μας μέσω του Ινστιτούτου Φαρμακευτικής Έρευνας και Τεχνολογίας (ΙΦΕΤ), με αποτέλεσμα η δαπάνη γι’ αυτά τα φθηνά φάρμακα να αγγίζει τα 100 εκατομμύρια ευρώ. Πλέον το Υπουργείο Υγείας εκτιμά ότι αυτή η δαπάνη θα περιοριστεί στα 20-30 εκατομμύρια για τον ΙΦΕΤ».
Αν και η επιβάρυνση από τις αυξήσεις αυτών των-στη συντριπτική τους πλειοψηφία-φθηνών φαρμάκων για την τσέπη των ασθενών δεν θεωρείται μεγάλη, καθώς πρόκειται για αυξήσεις μικρότερες του ενός ευρώ, λόγω της γενικότερης ακρίβειας σίγουρα επηρεάζει τη δυνατότητα πολλών ασθενών, ειδικά χαμηλοσυνταξιούχων, να τα αγοράσουν, ειδικά εάν είναι φάρμακα που παίρνουν συνεχώς.
Σκεφτείτε ότι αυτά τα φάρμακα των 2-3 ευρώ, ο ασθενής τα έπαιρνε με 25% συμμετοχή που σημαίνει περίπου 60 λεπτά για ένα φάρμακο των 3 ευρώ, συν το 1 ευρώ της συνταγής, περίπου 1,5 ευρώ συνολικά. Εάν το φάρμακο των 3 ευρώ για παράδειγμα πήγε στα 5 σημαίνει ότι ο ασθενής θα επιβαρυνθεί επιπλέον μισό ευρώ.
Η γενική φιλοσοφία για τις αυξήσεις ήταν να βρίσκει ο ασθενής το φάρμακο του έστω και σε λίγο πιο ακριβή τιμή παρά να μην το βρίσκει καθόλου επειδή λόγω της πολύ χαμηλής τιμής ήταν ασύμφορη για τις εταιρείες η κυκλοφορία του στη χώρα μας, με αποτέλεσμα μάλιστα να αντικαθίσταται εκ των πραγμάτων από ένα άλλο πολύ πιο ακριβό φάρμακο.
Πρέπει να σκεφτούμε ότι εάν φάρμακο των 3 ευρώ λείψει από την αγορά και χρειαστεί ο ασθενής να λάβει μία πολύ ακριβότερη θεραπεία, για παράδειγμα των 80 ευρώ, θα κληθεί να πληρώσει πολύ περισσότερα χρήματα. Εν προκειμένω 15 ευρώ. Θα επιβαρυνθεί δηλαδή και ο ίδιος σε πολλαπλάσιο βαθμό απ’ ό,τι επιβαρύνεται τώρα.
Εάν δούμε τη γενική εικόνα καταλαβαίνουμε πως τελικά ο ασθενής βγαίνει κερδισμένος από τις αυξήσεις των λίγων ευρώ που κάναμε στα πολύ φθηνά φάρμακα. Θα δούμε όμως κι αυτήν την πτυχή, να υπάρχουν κάποια μέτρα με βάση το εισόδημα. Είναι ένα θέμα που το παρακολουθούμε και είμαστε ευαισθητοποιημένοι σε αυτό».