Βρετανοί επιστήμονες ισχυρίζονται ότι έλυσαν έναν από τους γρίφους της Ιατρικής: Γιατί δεν παθαίνουν όλοι οι καπνιστές χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ), ενώ παθαίνουν κάποιοι που δεν είναι καπνιστές.
Η ΧΑΠ είναι μια μακροχρόνια ασθένεια η οποία προκαλεί φλεγμονή στους πνεύμονες και οδηγεί σε καταστροφή του πνευμονικού παρεγχύματος και στένωση των αεραγωγών, καθιστώντας δύσκολη την αναπνοή. Κυριότερες μορφές της είναι η χρόνια βρογχίτιδα και το πνευμονικό εμφύσημα. Από τη νόσο πάσχουν 600 εκατομμύρια άνθρωποι, σε όλον τον κόσμο. Αποτελεί διεθνώς την 4η αιτία θανάτου και υπολογίζεται πως είναι υπεύθυνη για το 5% περίπου όλων των θανάτων παγκοσμίως, ενώ έως το 2020 αναμένεται να αποτελεί την 3η αιτία θανάτου και την 5η αιτία αναπηρίας.
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με μελέτη της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας, το 8,4% του γενικού πληθυσμού άνω των 35 ετών που υπήρξαν καπνιστές (πάνω από 100 τσιγάρα κατά τη διάρκεια της ζωής τους), δηλαδή περίπου 1.000.000 Έλληνες πάσχουν από ΧΑΠ. Οι περισσότεροι δεν το γνωρίζουν.
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Λέστερ και άλλα ερευνητικά κέντρα, προσπάθησαν να βρουν γιατί μόνο το 20-25% των καπνιστών εκδηλώνει τη νόσο, ενώ πολλοί ασθενείς με ΧΑΠ δεν έχουν καπνίσει ποτέ.
Οι επιστήμονες διεξήγαγαν μελέτη σε περισσότερους από 50.000 ανθρώπους. Συγκρίνοντας τους καπνιστές με τους μη καπνιστές και τους πάσχοντες από ΧΑΠ με τους υγιείς συμμετέχοντες, εντόπισαν τμήματα του DNA, τα οποία φέρουν μεταλλάξεις που βελτιώνουν την πνευμονική λειτουργία και μειώνουν τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου.
«Τα γονίδια αυτά φαίνεται να επηρεάζουν τον τρόπο ανταπόκρισης των πνευμόνων στους τραυματισμούς και στα βλαβερά χημικά του τσιγάρου», δήλωσε ο δρ Martin Tobin, καθηγητής Γενετικής Επιδημιολογίας & Δημοσίας Υγείας στο πανεπιστήμιο του Λέστερ.
Σύμφωνα με τον ίδιο το ότι υπάρχουν αυτά τα γονίδια σημαίνει απλώς μειωμένο κίνδυνο για εκδήλωση της ΧΑΠ και όχι εγγυημένη προστασία. Επίσης, παρόλο που οι καπνιστές φορείς τους δεν έπασχαν από ΧΑΠ, οι πνεύμονές τους εξακολουθούσαν να είναι λιγότερο υγιείς απ’ ό,τι των εθελοντών που δεν κάπνισαν ποτέ.
«Παραμένει άγνωστο αν τα γονίδια που εντοπίστηκαν επηρεάζουν και τον κίνδυνο για καρκίνο του πνεύμονα, διότι η μελέτη δεν είχε σχεδιαστεί για να εξετάσει και αυτή την παράμετρο», κατέληξε ο δρ Tobin.
Η μελέτη παρουσιάστηκε στην επιθεώρηση The Lancet Respiratory Medicine.