Από τη Γιάννα Τριανταφύλλη.
Μια νέα ενδιαφέρουσα μελέτη δείχνει ότι η αύξηση της πρόσληψης φρούτων, διαιτητικών ινών, γαλακτοκομικών προϊόντων και καφεΐνης θα μπορούσε να μειώσει τα συμπτώματα των εμβοών, μια επίμονη διαταραχή των αυτιών που επηρεάζει περίπου το 15%-20% του ενήλικου πληθυσμού.
Οι εμβοές αναφέρονται στην αίσθηση ήχων στα αυτιά ή στο κεφάλι του ατόμου, χωρίς να υπάρχει κάποια εξωτερική πηγή που να παράγει αυτούς τους ήχους και χωρίς να τους ακούνε άλλοι άνθρωποι. Οι εμβοές μπορεί να εντοπίζονται στο ένα ή και στα δύο αυτιά ή κεντρικά μέσα στο κεφάλι.
Η αιτιολογία των εμβοών παραμένει άγνωστη, ωστόσο μελέτες έχουν προτείνει ως πιθανές αιτίες τη νευρική δυσλειτουργία ή κυκλοφορικά προβλήματα στο έσω αυτί, τη μη φυσιολογική νευρωνική δραστηριότητα στα κεντρικά ακουστικά μονοπάτια, την ακανόνιστη δραστηριότητα σε μη ακουστικές περιοχές του εγκεφάλου, την έκθεση σε πολύ δυνατούς ήχους, τις φλεγμονές του αυτιού, την υψηλή αρτηριακή υπέρταση και το στρες. Οι περισσότεροι άνθρωποι που υποφέρουν από εμβοές, έχουν ταυτόχρονα και κάποιο βαθμό απώλειας ακοής.
Οι θεραπείες για τη διαχείριση των εμβοών περιλαμβάνουν ψυχολογική συμβουλευτική, γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία, ηχοθεραπεία, χειρουργική επέμβαση, φαρμακολογικές παρεμβάσεις, διακρανιακή μαγνητική διέγερση και κοχλιακά εμφυτεύματα για ασθενείς με σχετική απώλεια ακοής. Λόγω της ελλιπούς κατανόησης των κεντρικών νευροπαθολογικών μηχανισμών των εμβοών, καμία θεραπεία δεν ανταποκρίνεται με απόλυτη επιτυχία στις ανάγκες όλων των ασθενών.
Οι επιπτώσεις στη ζωή των ατόμων που υποφέρουν από εμβοές είναι σοβαρές και περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, έντονη δυσφορία, κατάθλιψη, άγχος, ένταση και ευερεθιστότητα, μειωμένη συγκέντρωση, προβλήματα ύπνου και σε ακραίες περιπτώσεις, σκέψεις αυτοκτονίας.
Πρόσφατα επιδημιολογικά δεδομένα υποδηλώνουν έναν σημαντικό παγκόσμιο επιπολασμό των εμβοών που είναι περίπου 14,4% στους ενήλικες και 13,6% στα παιδιά και τους εφήβους. Τα αξιοσημείωτα αυτά ποσοστά και ο ουσιαστικός αντίκτυπός τους στη ζωή και την ψυχική ευεξία, έχουν τοποθετήσει τις εμβοές στο επίκεντρο της ιατρικής έρευνας.
Ο ρόλος της διατροφής στις εμβοές
Αρκετές μελέτες έχουν υποστηρίξει ότι η διατροφή μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο στις εμβοές. Όπως έχει διαπιστωθεί, η κατανάλωση θρεπτικών συστατικών υψηλής ποιότητας μπορεί να έχει θετική επίδραση στην ακοή, βελτιώνοντας τη ροή του αίματος στο εσωτερικό αυτί και μειώνοντας την οξειδωτική βλάβη και τη φλεγμονή. Ωστόσο, εξακολουθεί να παραμένει ασαφές ποια είδη τροφών επιδεινώνουν ή ανακουφίζουν τα συμπτώματα των εμβοών.
Ερευνητική ομάδα από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Chengdu στην Κίνα, θέλησε να διερευνήσει περαιτέρω ποια είναι η συσχέτιση μεταξύ συγκεκριμένων διατροφικών προτύπων και εμβοών, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις πιθανές μεταβλητές.
Αυτή η συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση αντιπροσωπεύει την πρώτη προσπάθεια διερεύνησης της επιδημιολογικής σχέσης μεταξύ διατροφής και εμβοών, βασισμένη σε οκτώ μελέτες παρατήρησης και με τη συμμετοχή 301.533 συμμετεχόντων.
Οι διατροφικοί παράγοντες που εξετάστηκαν στην μελέτη περιελάμβαναν υδατάνθρακες, καφεΐνη, αυγά, φρούτα, φυτικές ίνες, λίπος, κρέας, πρωτεΐνες, ζάχαρη, ψάρια, λαχανικά και γαλακτοκομικά προϊόντα.
Τα ευρήματα αποκάλυψαν ότι, η αυξημένη διατροφική κατανάλωση φρούτων, διαιτητικών ινών, γαλακτοκομικών προϊόντων και καφεΐνης συσχετίστηκε με μειωμένη εμφάνιση εμβοών. Αυτές οι μειώσεις ήταν 35,1% για την πρόσληψη φρούτων, 9,2% για τις διαιτητικές ίνες, 17,3% για τα γαλακτοκομικά προϊόντα και 10,2% για την πρόσληψη καφεΐνης. Δεν εντοπίστηκαν συσχετισμοί μεταξύ των υπόλοιπων διατροφικών παραγόντων.
Οι ερευνητές εικάζουν ότι αυτά τα οφέλη μπορεί να προέρχονται από τις προστατευτικές επιδράσεις της συγκεκριμένης διατροφής στα αιμοφόρα αγγεία και τα νεύρα, σε συνδυασμό με τις αντιφλεγμονώδεις και αντιοξειδωτικές τους ιδιότητες.
Ωστόσο, απαιτούνται περαιτέρω μελέτες μεγάλης κλίμακας καθώς τα στοιχεία είναι προκαταρκτικά και δεν μπορούν να δημιουργήσουν μια άμεση αιτιώδη σχέση μεταξύ διατροφικής πρόσληψης και εμβοών. Επιπλέον, η εστίαση στη δοσολογία και την κατηγοριοποίηση κάθε διατροφικής πρόσληψης θα παρείχε πολύτιμες γνώσεις στην έρευνα.
Πηγή: BMJ Open
