Δ. Μπόγδανος: Πως αξιολογεί τα ευρήματα ο Καθ. Παθολογίας και Αυτοάνοσων Νοσημάτων και Διευθυντής στον Τομέα Παθολογίας στο Τμήμα Ιατρικής, Σχολή Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Ο Δημήτριος Μπόγδανος, Καθηγητής Παθολογίας και Αυτοάνοσων Νοσημάτων και Διευθυντής στον Τομέα Παθολογίας στο Τμήμα Ιατρικής, Σχολή Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας συνοψίζει και αξιολογεί τα σημαντικά ευρήματα της μελέτης στο DailyPharmaNews.
Από τη Γιάννα Τριανταφύλλη
Τουλάχιστον 4 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως πάσχουν από κάποια φλεγμονώδη νόσο του εντέρου, όπως είναι η νόσος του Crohn και η ελκώδης κολίτιδα.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση αυτών των νοσημάτων εξακολουθεί να αποτελεί για την επιστημονική κοινότητα μια μεγάλη πρόκληση. Παρά τον αυξανόμενο επιπολασμό, οι τρέχουσες θεραπείες δεν λειτουργούν πάντα το ίδιο αποτελεσματικά σε κάθε ασθενή και οι προσπάθειες για την ανάπτυξη νέων φαρμάκων συχνά αποτυγχάνουν λόγω της ελλιπούς κατανόησης των ακριβών αιτιών που προκαλούν τις φλεγμονώδεις νόσους του εντέρου.
Ερευνητές από το Ινστιτούτο Francis Crick του Λονδίνου, σε συνεργασία με το UCL και το Imperial College, έκαναν μια σημαντική ιατρική ανακάλυψη, εντοπίζοντας ένα νέο «βιολογικό μονοπάτι» που είναι η κύρια αιτία των φλεγμονωδών ασθενειών του εντέρου αλλά και άλλων ανοσολογικών διαταραχών. Η ανακάλυψη χαρακτηρίστηκε από τους ερευνητές ως «ένα τεράστιο βήμα προς τα εμπρός» για την στοχευμένη θεραπεία των αυτοάνοσων νοσημάτων.
Ο Δημήτριος Μπόγδανος, Καθηγητής Παθολογίας και Αυτοάνοσων Νοσημάτων, Διευθυντής στον Τομέα Παθολογίας στο Τμήμα Ιατρικής, Σχολή Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας συνοψίζει και αξιολογεί τα σημαντικά ευρήματα της μελέτης στο DailyPharmaNews.
«Για να κατανοήσουμε τη σημασία της μελέτης, πρέπει να κατανοήσουμε τη σημαντική σχέση της με τη συμβολή της στην αποκωδικοποίηση του ρόλου των μακροφάγων στις φλεγμονώδεις ασθένειες του εντέρου. Συνοπτικά, τα μακροφάγα είναι τα κύρια φαγοκύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος επειδή είναι εξαιρετικά εξειδικευμένα στην αφαίρεση νεκρών κυττάρων και κυτταρικών υπολειμμάτων.
Θα μπορούσε κανείς να τους παρομοιάσει με τους πιο σημαντικούς «οδοκαθαριστές» του αίματος, καθαρίζοντας το από όλα τα κυτταρικά απόβλητα. Αυτός ο ρόλος είναι καθοριστικός στη χρόνια φλεγμονή, καθώς στα πρώιμα στάδια της φλεγμονής κυριαρχούν τα ουδετερόφιλα, τα οποία καταπίνονται από τα μακροφάγα όταν πεθαίνουν.
Σε αυτοάνοσες ασθένειες, ιδιαίτερα στις φλεγμονώδεις νόσους του εντέρου, τα μακροφάγα παίζουν παράδοξα ρόλο (είναι σαν «δίκοπο μαχαίρι») τόσο στη δημιουργία όσο και στην αντιμετώπιση της φλεγμονής. Μια ειδική μορφή μακροφάγων, γνωστά ως Μ1, βλάπτουν τον επιθηλιακό φραγμό και προκαλούν απόπτωση των επιθηλιακών κυττάρων, οδηγώντας σε υπερβολική φλεγμονή. Τα μακροφάγα Μ1 εμπλέκονται τόσο στην έναρξη όσο και στη διατήρηση της φλεγμονής, η οποία εξουδετερώνεται από ντιφλεγμονώδη και ανοσοκατασταλτικά μακροφάγα γνωστά ως Μ2. Τι ενεργοποιεί τα μακροφάγα να γίνουν Μ1 παραμένει άγνωστο. Η νέα μελέτη έρχεται να λύσει αυτόν τον «γόρδιο δεσμό» και να αποσαφηνίσει τον ρόλο των μακροφάγων και τη λεπτή ισορροπία μεταξύ των Μ1 και Μ2, σε γενετική βάση.
Τι καινούργιο και εξαιρετικά εντυπωσιακό προσφέρει η μελέτη; Οι επιστήμονες βρήκαν ένα γονίδιο που ονομάζεται ETS2, με υψηλότερα επίπεδα να συσχετίζονται με υψηλότερο κίνδυνο ασθένειας. Χρησιμοποιώντας γενετική επεξεργασία, οι επιστήμονες έδειξαν ότι το ETS2 ήταν απαραίτητο για όλες σχεδόν τις φλεγμονώδεις λειτουργίες στα μακροφάγα, συμπεριλαμβανομένων αρκετών που συμβάλλουν άμεσα στη βλάβη των ιστών στα φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου. Εντυπωσιακά, η απλή ενεργοποίηση του ETS2 σε ηρεμούντα μακροφάγα τα μετέτρεψε σε φλεγμονώδη κύτταρα που μοιάζουν με αυτά που βρίσκονται ενεργοποιημένα στους ασθενείς.
Το ερώτημα που προφανώς προκύπτει είναι πως μεταφράζονται αυτά τα ευρήματα στην κλινική πράξη και στην θεραπευτική προσέγγιση των ασθενών με φλεγμονώδη νοσήματα; Η απλή λογική κατευθύνει τους ερευνητές προς φάρμακα που αποσιωπούν και εξουδετερώνουν άμεσα ή έμμεσα την λειτουργία του ETS2 και των μονοπατιών του. Ευτυχώς τέτοια φάρμακα υπάρχουν και σήμερα χρησιμοποιούνται για την θεραπεία μη φλεγμονωδών νοσημάτων. Θα πρέπει να σχεδιαστούν κλινικές μελέτες με σχεδιασμένες προσεκτικά για ασθενείς με φλεγμονώδη νοσήματα. Θα πρέπει να τονιστεί ότι τα ήδη υπάρχοντα έχουν αρκετές παρενέργειες και η πρόκληση για τους ερευνητές θα είναι όχι μόνο να αποδείξουν την θεραπευτική τους επίδραση αλλά και το υψηλό προφίλ ασφάλειάς τους. Ο δρόμος είναι μακρύς αλλά η μελέτη δείχνει ότι αυτός είναι μονόδρομος για την ουσιαστική αντιμετώπιση των φλεγμονωδών παθήσεων του εντέρου».
Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature και μπορείτε να την διαβάσετε εδώ