Η πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Νοσοκομειακών Φαρμακοποιών ελπίζει ότι ο Άδωνις Γεωργιάδης θα δείξει και πάλι το ενδιαφέρον που είχε δείξει για τον κλάδο στην πρώτη του θητεία υλοποιώντας αιτήματα που τότε είχε σπεύσει να προωθήσει αλλά έμειναν στα χαρτιά λόγω της αποχώρησης του από το Υπουργείο.
Από τον Χαράλαμπο Πετρόχειλο
Τα προβλήματα που υπάρχουν στη λειτουργία νοσοκομείων λόγω των ελλείψεων σε προσωπικό παράλληλα με το γεγονός ότι, όπως έχει εξαγγείλει το Υπουργείο Υγείας, αναμένεται η υπογραφή της Υπουργικής Απόφασης για τη λειτουργία των απογευματινών χειρουργείων στο ΕΣΥ οδήγησαν το DailyPharmaNews στο να επικοινωνήσει με την Πρόεδρο της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοποιών Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων κ. Δέσποινα Μακριδάκη προκειμένου να έχει μία εικόνα για το πως βλέπουν οι νοσοκομειακοί φαρμακοποιοί αυτές τις εξελίξεις.
Η πρώτη αντίδρασή της ήταν δυστυχώς η αναμενόμενη: «Εμάς το βασικό μας πρόβλημα σε σχέση με αυτά όλα είναι η υποστελέχωση. Έχουμε μεγάλο πρόβλημα υποστελέχωσης κυρίως σε νοσοκομειακούς φαρμακοποιούς. Ακόμη και οι προκηρύξεις που έχουν γίνει καθυστερούν πάρα πολύ στο να προχωρήσουν με αποτέλεσμα πολλοί από τους επαγγελματίες υγείας που λαμβάνουν μέρος να μην έχουν την υπομονή να περιμένουν μέχρι να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες για την πρόσληψή τους και να ψάχνουν να βρουν άλλες δουλειές. Έτσι πολλοί, όταν ανακοινωθεί η πρόσληψή τους ήδη έχουν ξεκινήσει να εργάζονται κάπου αλλού. Πολλοί από αυτούς είναι και σε μεγάλη ηλικία και μπαίνουν στη διαδικασία να συμμετέχουν σε κάποιον διαγωνισμό απλά για να συμπληρώσουν το συντάξιμο χρόνο. Άλλο θέμα είναι ότι πολλοί, ακριβώς λόγω των συνθηκών, του μεγάλου φόρτου εργασίας κουράζονται και παραιτούνται, φεύγουν. Σήμερα λοιπόν έχουμε υποστελέχωση αλλά και γερασμένο προσωπικό με burnout και μετά την COVID περίοδο. Αυτό είναι ένα θέμα που συζητάμε με το Υπουργείο Υγείας, ότι “δεν πρέπει να λέτε μόνο για προσλήψεις γιατρών και νοσηλευτών” καθώς χρειάζονται και οι νοσοκομειακοί φαρμακοποιοί για να υπάρχει μία εύρυθμη λειτουργία των νοσοκομείων».
Και η λέξη «δυστυχώς» δεν αναφέρθηκε χωρίς λόγο. Η υποστελέχωση των φαρμακείων των νοσοκομείων σε προσωπικό δεν είναι σημερινό αλλά ένα χρόνιο πρόβλημα. Μάλιστα, όπως σημείωσε η κ. Μακριδάκη ο νυν Υπουργός κατά τη διάρκεια της προηγούμενης, πρώτης του θητείας στο Υπουργείο Υγείας το 2013-2014, ήταν εκείνος που ενδιαφέρθηκε για το εν λόγω ζήτημα και μπήκε στη διαδικασία να κάνει κάτι, δεν πρόλαβε όμως χωρίς ωστόσο η προσπάθειά του να ολοκληρωθεί, από τους μετέπειτα υπουργούς Υγείας.
Όπως τονίζει η κ. Μακριδάκη τα νοσοκομεία χρειάζονται γιατρούς, νοσηλευτές, νοσοκομειακούς φαρμακοποιούς και άλλες ειδικότητες για να επιτυγχάνεται ο καλύτερος δυνατός επιμερισμός των εργασιών ώστε να γίνονται όλα κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο προς όφελος του ασθενή. «Ο επιμερισμός των εργασιών δεν θα ήταν αυτός που υπάρχει σήμερα εάν υπήρχαν οι κατάλληλοι άνθρωποι για τις κατάλληλες δουλειές, εάν καταλαβαίνετε τι εννοώ… Άρα κάποια στιγμή το σύστημα θα πρέπει λίγο να δει και ποιους πραγματικά υπαλλήλους χρειάζεται σε ποιες ειδικότητες, σε ποιες ποσοστώσεις κτλ» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Το πρόβλημα για την πρόεδρο της ΠΕΦΝΙ βρίσκεται ακριβώς εκεί. Γίνονται προσλήψεις, όχι όμως με τις σωστές ποσοστώσεις, βάσει των ειδικοτήτων και των αναγκών που υπάρχουν με βάση τα κρεβάτια ενός νοσοκομείου και τις παράπλευρες εργασίες που πρέπει να γίνονται.
Κι ενώ για τους γιατρούς και τους νοσηλευτές υπάρχει αυτή η ποσόστωση, στα χαρτιά έστω, για τους νοσοκομειακούς φαρμακοποιούς δεν υπάρχει νομοθεσία. Αντίθετα για τους διαιτολόγους, αναφέρει η κ. Μακριδάκη, υπάρχει νομοθετική ρύθμιση από το 2014 που προβλέπει έναν διαιτολόγο για κάθε 80 κρεβάτια.
Σήμερα είναι μία ευκαιρία να προχωρήσει και για τους νοσοκομειακούς φαρμακοποιούς μία τέτοια ρύθμιση. «Εμείς το προσπαθούσαμε αυτό και μάλιστα το θεωρούμε και μία ευκαιρία να γίνει τώρα που είναι ο κ. Γεωργιάδης ξανά στο Υπουργείο Υγείας γιατί στην πρώτη του θητεία είχε προωθήσει άρθρα που αφορούσαν ρυθμίσεις για τους νοσοκομειακούς φαρμακοποιούς. Μάλιστα υπήρχε έτοιμη τροπολογία για το θέμα του καθορισμού ποσόστωσης των νοσοκομειακών φαρμακοποιών την οποία όμως δεν πρόλαβε να περάσει επειδή έφυγε από το Υπουργείο».
Με βάση τα δεδομένα που υπάρχουν από την υπόλοιπη Ευρώπη χρειάζεται ένας νοσοκομειακός φαρμακοποιός ανά 50 νοσοκομειακές κλίνες, εάν όμως υπάρχουν Μονάδες, πχ. Μονάδα Παρεντερικών Διαλυμάτων, Μονάδα παρασκευής κυτταροστατικών, Γαληνικών σκευασμάτων και άλλες εργασίες, όπως προγραμματίζονται (π.χ. Home care) εκεί χρειάζεται έξτρα προσωπικό.
Αυτή τη στιγμή στο ΕΣΥ υπηρετούν περίπου 220 νοσοκομειακοί φαρμακοποιοί συν περίπου 70 άτομα που εργάζονται στα φαρμακεία των νοσοκομείων ως επικουρικό προσωπικό. «Είναι πάρα πολύ λίγοι για να κάνουν πάρα πολλά πράγματα σε μία θέση κομβική για τη λειτουργία του νοσοκομείου και την ασφάλεια των πολιτών που προσέρχονται σε αυτό» τονίζει η κ. Μακριδάκη.
«Φανταστείτε ότι ένα νοσοκομείο σαν τον Ευαγγελισμό με χίλια κρεβάτια αυτή τη στιγμή έχει 10-11 νοσοκομειακούς φαρμακοποιούς και 2-3 άτομα ως επικουρικό προσωπικό ενώ θα έπρεπε να έχει τουλάχιστον 30 συναδέλφους, εκτός από τις Μονάδες, τα εργαστήρια κτλ συνεχίζει η πρόεδρος της ΠΕΦΝΙ. Φέρνοντας μάλιστα ένα μέτρο σύγκρισης της ελληνικής πραγματικότητας από εκείνη άλλων αντίστοιχων σε πληθυσμό ευρωπαϊκών χωρών, αναφέρεται στην Πορτογαλία όπου, όπως λέει, εργάζονται περίπου 2.500 νοσοκομειακοί φαρμακοποιοί. Γύρω στις 4.500 είναι στην Ισπανία και περίπου 3.500 στην Ιταλία».
Σε σχέση με το θέμα της λειτουργίας των απογευματινών χειρουργείων η κ Μακριδάκη πιστεύει ότι πρόκειται για μία σωστή κίνηση που όμως απαιτεί την απαραίτητη στήριξη σε προσωπικό.
Η κατάσταση ήδη είναι δύσκολη. «Να πω ότι σ’ ένα νοσοκομείο που μπορεί να έχει 10 χειρουργικές αίθουσες το πρωινό μπορεί να δουλεύουν οι 3 ή οι 4 λόγω έλλειψης προσωπικού, κυρίως αναισθησιολόγων. Εάν σκεφτείτε ότι και στην παρούσα φάση έχουμε πολύ δουλειά και υπάρχουν περιπτώσεις που ο νοσοκομειακός φαρμακοποιός δεν μπορεί να πάρει ρεπό με το 1/3 των αιθουσών σε λειτουργία, τι θα γίνει εάν η δουλειά αυτή αυξηθεί; Τι θα γίνει εάν μπορούσαν να λειτουργήσουν όλες οι αίθουσες πρωί κι απόγευμα; Η δουλειά θα ήταν τετραπλάσια! Είναι λοιπόν σαφές ότι όλο το προσωπικό που χρειάζεται για να στηρίξει μία τέτοια προσπάθεια θα έπρεπε να είναι παραπάνω».
Μάλιστα δεν είναι μόνο το θέμα των απογευματινών χειρουργείων που δείχνει την αναγκαιότητα γενναίας ενίσχυσης του προσωπικού. «Είναι και τα νέα τμήματα που λειτουργούν σε διάφορα νοσοκομεία. Ανοίγουν ψυχιατρικές μονάδες, ανοίγουν αιμοδυναμικά εργαστήρια, ανοίγουν Μονάδες Βραχείας Νοσηλείας… Λαμβάνεται η πρόνοια “να έχουμε όλο το αναγκαίο προσωπικό όλων των απαραίτητων ειδικοτήτων για να μπορούμε να ανταποκριθούμε στις παραπάνω ανάγκες;”» αναρωτιέται η κ. Μακριδάκη. Και από προσωπική εμπειρία απαντά πως αυτό δεν συμβαίνει αφού η ίδια υπεύθυνη για το ενοποιημένο φαρμακείο δύο νοσοκομείων –Σισμανόγλειο και Φλέμινγκ μετά την ενοποίησή τους από το 2013- σήμερα έχει πολύ λιγότερο προσωπικό από εκείνο που είχε παλιότερα μόνο για το ένα νοσοκομείο (σ.σ. το Σισμανόγλειο).
Η πρόεδρος της ΠΕΦΝΙ καταλήγει ότι το σχέδιο για τη λειτουργία των απογευματινών χειρουργείων είναι μία σωστή κίνηση για να μειωθεί ο χρόνος των αναμονών για χειρουργείο στα νοσοκομεία αλλά είναι ανάγκη να υπάρξει και ο ανάλογος σχεδιασμός ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες από το προσωπικό που χρειάζεται για να «περπατήσει» χωρίς προβλήματα το εγχείρημα αυτό.
«Αυτή τη στιγμή στο ενοποιημένο φαρμακείο μας είμαι εγώ κι μία ακόμη φαρμακοποιός. Τι θα πρωτοκάνουμε; Δεν μπορούμε να πάρουμε ούτε άδεια, δεν μπορούμε να αρρωστήσουμε, η καθημερινότητα βγαίνει πάρα πολύ δύσκολα. Χρειάζεται γενναία ενίσχυση του προσωπικού με βάση έναν αντικειμενικό σχεδιασμό. Ακόμη και η ρύθμιση του θέματος της αναγνώρισης της ειδικότητας του νοσοκομειακού φαρμακοποιού, που δεν έχει κανένα κόστος θα βοηθούσε με την έννοια ότι θα έφερνε ασκούμενους νοσοκομειακούς φαρμακοποιούς, όπως συμβαίνει εδώ και πολλά χρόνια σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, κάτι που θα σήμαινε ότι το φαρμακείο θα ενισχυόταν με εξειδικευμένο προσωπικό που σχετίζεται απόλυτα με το αντικείμενο (νοσοκομειακή/κλινική φαρμακευτική) ως ειδικευόμενοι νοσοκομειακοί φαρμακοποιοί. Προς τα εκεί θα πρέπει να κινηθεί το σύστημα. Και για να φτιάξει επιστήμονες που είναι εξειδικευμένοι και θα πηγαίνουν έτοιμοι για δουλειά αλλά και γιατί έτσι ενδυναμώνεται ουσιαστικά ο χώρος του νοσοκομείου και δεν καλύπτονται επιφανειακά κάποιες ανάγκες του, σε μία λογική “μπαλώματος”. Εμείς ως νοσοκομειακοί φαρμακοποιοί είμαστε έτοιμοι, με συγκεκριμένες προτάσεις προς αυτήν την κατεύθυνση και περιμένουμε άμεσα να έχουμε μια συνάντηση με τον κ. Γεωργιάδη και τον κ. Θεμιστοκλέους (σ.σ. τον Μάριο Θεμιστοκλέους, Υφυπουργό Υγείας) για να τις συζητήσουμε με στόχο την υλοποίησή τους.