Το σύνδρομο άπνοιας στον ύπνο ή αλλιώς υπνοαπνοϊκό σύνδρομο είναι μια σοβαρή διαταραχή του ύπνου που εμφανίζεται όταν η αναπνοή ενός ατόμου διακόπτεται κατά τη διάρκεια του ύπνου. Με ποια συμπτώματα εκδηλώνεται η διαταραχή και πως θεραπεύεται; Μας απαντά ο Δημήτρης Οικονόμου, Ειδικός Πνευμονολόγος.
Άπνοια είναι μια χρονική περίοδος όπου η αναπνοή σταματά ή ελαττώνεται σημαντικά. Με απλά λόγια, άπνοια είναι η διακοπή της αναπνοής για 10 δευτερόλεπτα ή περισσότερο. Ένας άλλος ορισμός της άπνοιας είναι η πτώση του κορεσμού του αίματος σε οξυγόνο κατά 4%, ως αποτέλεσμα της ελάττωσης της οξυγόνωσης, από τη διακοπή της αναπνοής. Οι άπνοιες συμβαίνουν κατά τη διάρκεια του ύπνου.
Όταν συμβαίνει μια άπνοια, ο φυσιολογικός ύπνος διαταράσσεται λόγω ανεπαρκούς αναπνοής και οξυγόνωσης του αίματος. Μερικές φορές μπορεί το άτομο να ξυπνήσει τελείως, ενώ άλλοτε μεταπίπτει από το στάδιο του «βαθύ» ύπνου σε ύπνο «ελαφρύτερο». Οι άπνοιες μετρούνται κατά τη διάρκεια όλων των σταδίων του ύπνου και μπορούμε να υπολογίσουμε τον αριθμό απνοιών ανά ώρα, αν διαιρέσουμε τον αριθμό των απνοιών, με τη συνολική διάρκεια του ύπνου σε ώρες. Αυτό είναι ο υπνοαπνοϊκός δείκτης και η βαρύτητα της πάθησης αυξάνει όσο μεγαλύτερο είναι το νούμερο αυτό.
Το υπνοαπνοϊκό σύνδρομο είναι μια διαταραχή της αναπνοής που χαρακτηρίζεται από περιορισμό ή και διακοπή της ροής του αέρα κατά τη διάρκεια του ύπνου. Είναι αρκετά συνηθισμένη, αν και παραμένει συνήθως αδιάγνωστη στους ενήλικες και σπανιότατη στα παιδιά.
Όπως είναι εύκολα αντιληπτό, το σύνδρομο δημιουργεί διαταραχές στον ύπνο. Οι ασθενείς, λόγω της κακής ποιότητας ύπνου τη νύχτα, δεν μπορούν να συγκεντρωθούν κατά τη διάρκεια της μέρας, έχουν ελαττωμένη μνήμη και ενεργητικότητα και αισθάνονται μονίμως κουρασμένοι.
Το υπνοαπνοϊκό σύνδρομο συνδέεται με αυξημένο ποσοστό ατυχημάτων στην εργασία και ειδικά στη οδήγηση. Άλλα συχνά συμπτώματα είναι πονοκέφαλος, νευρικότητα, έλλειψη/απόσπαση προσοχής.
Το σύνδρομο είναι ακόμα παράγοντας κινδύνου για την εμφάνιση διάφορων παθολογικών καταστάσεων όπως αρτηριακή υπέρταση, καρδιακές αρρυθμίες, πνευμονική υπέρταση, αντίσταση στην ινσουλίνη, πτώση της libido.
Μια άλλη διαταραχή της αναπνοής στον ύπνο, ελαφρύτερη, είναι η υπόπνοια. Οι υπόπνοιες είναι «μη πλήρεις» αναπνοές και αντιστοιχούν στο 69-29% μιας φυσιολογικής αναπνοής. Και οι υπόπνοιες διαταράσσουν την φυσιολογική διαταραχή του ύπνου, ελαττώνουν την οξυγόνωση του αίματος και μπορεί να προκαλέσουν αφυπνίσεις.
Παρόλο που για τη διάγνωση του υπνοαπνοϊκού συνδρόμου θα μας υποψιάσει το ιατρικό ιστορικό του ασθενούς και τα συμπτώματα, υπάρχει μια σειρά εξετάσεων που μπορούν να θέσουν με ακρίβεια τη διάγνωση.
Η εξέταση που μας δίνει μια πλήρη εικόνα για τη βαρύτητα του συνδρόμου είναι η Πολυκαταγραφική Μελέτη Ύπνου, κατά την οποία καταγράφονται διάφορες παράμετροι για την κατάσταση του οργανισμού στον ύπνο (κορεσμός του αίματος σε οξυγόνο, φάσεις του ύπνου, καρδιακός ρυθμός, θέση σώματος, άπνοιες – υπόπνοιες, κ.α).
Η θεραπεία του υπνοαπνοϊκού συνδρόμου
Ανάλογα με τη περίπτωση και τη βαρύτητα, η θεραπεία μπορεί να περιλαμβάνει: απλές αλλαγές της καθημερινής συμπεριφοράς (θέση σώματος κατά τον ύπνο, απώλεια βάρους, αλλαγή διατροφικών συνηθειών κ.α), φαρμακευτική αγωγή, ειδικές ενδοστοματικές συσκευές που κρατούν τον αεραγωγό ανοιχτό και τέλος, εφαρμογή μάσκας συνεχούς θετικής πίεσης (C-PAP). Η χρήση της C-PAP, στους ασθενείς που λόγω βαρύτητας του υπνοαπνοικού συνδρόμου την χρειάζονται, δίνει θεαματικά αποτελέσματα, με άμεση βελτίωση τόσο του ύπνου όσο και της καθημερινής δραστηριότητας.